Η Αμερική παράγει. Όχι μόνο προϊόντα. Τα πάντα. Και κυρίως πολιτική. Ήταν και, κατά κάποιο τρόπο, παρέμεινε σαν πολλές χώρες σε μία. Με πάρα πολλές ομοιότητες, με σημαντικά ενοποιητικά στοιχεία, αλλά και με εξίσου σημαντικές διαφορές σε φυλές, θρησκείες, κουλτούρες, πεποιθήσεις και συμφέροντα. Εάν δεν υπήρχε η τηλεόραση που ισοπεδώνει τις διαφορές και τείνει στο να κατασκευάσει ένα τύπο ανθρώπου, που βλέπει, ακούει και καταναλώνει, οι διαφορές θα ήταν πολύ πιο ευδιάκριτες, έντονες και αντιπαραθετικές. Βέβαια, δίπλα στην τηλεόραση είναι χτισμένο ένα ολόκληρο σύστημα που επιτηρεί, κατευθύνει, καταστέλλει και τιμωρεί. Και αποτρέπει τη συνειδητοποίηση και την ενδυνάμωση της τάσης για συγκρούσεις και ανατροπές που προκαλεί από τη φύση της η μεγαλύτερη και σημαντικότερη διαφορά/αντίθεση που διαπερνάει οριζοντίως και καθέτως την αμερικάνικη κοινωνία, την εγγενή στο σύστημα, αλλά ραγδαία εξελισσόμενη σε αρνητική κατεύθυνση για τους πολίτες -τους λαούς, τη μάζα, την κοινωνία- οικονομική ανισότητα, η βιαιότητα της οποίας, γιατί η βιαιότητα είναι ενσωματωμένη στην ανισότητα, ενισχύει και αναδεικνύει όλες τις άλλες διαφορές και ανισότητες, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, του οποίου οι εκφάνσεις είναι πολυποίκιλες, συχνά απρόβλεπτες, και το οποίο εκρηκτικό μείγμα προκαλεί αλυσιδωτές εκρήξεις, οι οποίες εάν δεν ελεγχθούν και δεν κατασταλούν, θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμα εντονότερες και απειλητικότερες για την παρούσα τάξη πραγμάτων απείθειες, αστάθειες, συγκρούσεις και ανατροπές.

Αυτές οι εσωτερικές διαφορές, ανισότητες και αντιθέσεις, ενεργές και λανθάνουσες, από περιοχή σε περιοχή, από χρώμα σε χρώμα, από τάξη σε τάξη, από κουλτούρα σε κουλτούρα κι από μπλοκ συμφερόντων σε μπλοκ συμφερόντων, γεννάει την πολιτική. Γεννάει την πολιτική, η οποία όσο κι αν ασφυκτιά κάτω από το βάρος της κεντρικής, της κρατούσας πολιτικής, όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, τα βάρη δυσβάστακτα και η εσωτερική πίεση στα άτομα και στα σύνολα ατόμων μεγαλώνει, αναζητεί τρόπους και μέσα εξωτερίκευσης, για να εκφραστεί, να εκτονωθεί ή να επιφέρει με τη δυναμική της αλλαγές στο ισχύον καθεστώς. Κι αυτό γίνεται, όπως έχουμε δει τα τελευταία χρόνια κι αλλού, με ισχυρή δόση αυθορμητισμού, με δευτερεύοντα ή απόντα το ρόλο της πολιτικής και κομματικής καθοδήγησης. Το είδαμε στα κινήματα γύρω από τη Μεσόγειο, το είδαμε στην Αμερική με το κίνημα Occupy Wall Street, το ξαναβλέπουμε στην Αμερική με την αυθόρμητη στροφή ενός πολύ μεγάλου κομματιού της κοινωνίας σε υποψήφιους για το προεδρικό χρίσμα που μεταφέρουν μηνύματα που ξεφεύγουν από την καθιερωμένη λογική και πρακτική των κεντρικών πολιτικών δυνάμεων που μονοπωλούν την πολιτική εκπροσώπηση στην Αμερική. Ο Τραμπ και ο Σάντερς, καθεστωτικοί οι ίδιοι, συσπειρώνουν την κοινωνία στη βάση μιας οξυμένης αντίθεσης, ή καλύτερα πολλών οξυμένων αντιθέσεων απέναντι στα ισχύοντα, από συντηρητική πλευρά ο ένας και από φιλελεύθερη ο άλλος. Αλλά το βλέπουμε και στη Γαλλία, πώς εκδηλώθηκε και τι δυναμική απέκτησε, χωρίς πολιτική και κομματική καθοδήγηση. Το πού θα καταλήξουν αυτά τα κινήματα, σε προοδευτική ή αντιδραστική κατεύθυνση, είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, αλλά όπου κι αν καταλήξουν, αυτό δεν μειώνει τη σημασία του γεγονότος ότι οι κοινωνίες εξελίσσονται σε καζάνια που βράζουν, με πιο καθοριστική αιτία τη μεγέθυνση των ανισοτήτων, πλούσιοι εναντίον φτωχών και μεσαίων και η οποία οικονομική ανισότητα με την υπερδιόγκωσή της διεγείρει και μεγεθύνει όλες τις άλλες ανισότητες και αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία, δημιουργώντας πολλαπλές και πολύμορφες τριβές, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ή/και ανάδειξη άλλων πολιτικών.

 

Ειδωλολατρία του χρήματος

Σε μια πολύ πρόσφατη έρευνα από το έγκυρο Ινστιτούτο Πολιτικής του Χάρβαρντ, τα αποτελέσματα ήταν άκρως εντυπωσιακά, σε σημείο που ξάφνιασαν τους ερευνητές και συμπεριλήφθηκαν σαν σημαντική παράμετρος σε σοβαρές αναλύσεις , όπως αυτή της Rana Foroohar (Time, 23 Μαΐου 2016). Μεταξύ άλλων, η έρευνα έδειξε ότι μόνο το 19% των Αμερικάνων από 18 έως 29 ετών θεωρούν τον εαυτό τους καπιταλιστή. Και μόνο το 42% υποστηρίζει τον καπιταλισμό. Στους δε μεγαλύτερους, το ποσοστό αυτών που ταυτίζονται με τον καπιταλισμό φτάνει μόλις στο 26%, ενώ μετά βίας περνάει το 50% ο αριθμός αυτών που υποστηρίζουν τον καπιταλισμό. Η Foroohar επισημαίνει ότι «η πλειονότητα των πολιτών δεν αισθάνεται πλέον άνετα με τα οικονομικά θεμέλια της χώρας, ένα σύστημα το οποίο σε μερικές εκατονταετίες μετέτρεψε μια πρωτόλεια κοινωνία αγροτών και χρυσοθήρων στο πιο εύπορο κράτος στην ανθρώπινη ιστορία».

Και, όμως, τέτοια ζητήματα μπαίνουν και στην προεκλογική καμπάνια που τρέχει στην Αμερική. Ο κόσμος ρωτάει «υπέρ ποίου και εναντίον ποίου δουλεύει το σύστημα. Και γιατί μετά από οκτώ χρόνια από την οικονομική κρίση και μερικά τρισεκατομμύρια δολάρια που δόθηκαν για να αναθερμανθεί η οικονομία, η βελτίωση είναι πάρα πολύ αργή.» Η Foroohar υποστηρίζει, και δεν είναι η μόνη μεταξύ των διακεκριμένων οικονομολόγων, ότι όλοι οι υποψήφιοι ασχολούνται με τα συμπτώματα και όχι με τα αίτια του προβλήματος. Για να αποφανθεί από την αρχή της ανάλυσης που κάνει στο καινούργιο της βιβλίο με τίτλο «Makers and Takers: The Rise of Finance and the Fall of American Business», ότι με την άνοδο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την πτώση των επιχειρήσεων, «το αμερικάνικο σύστημα του καπιταλισμού της αγοράς είναι χαλασμένο».

Είναι πολύ μικρό το κομμάτι των χρημάτων που κυκλοφορούν στις χρηματιστικές αγορές το οποίο φτάνει στις παραγωγικές επιχειρήσεις. Μόνο το 15% των κεφαλαίων χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε αντίθεση με το παρελθόν που το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων κατευθυνόταν σε επενδύσεις. Τώρα, τα κεφάλαια χρησιμοποιούνται για δάνεια. Ο χρηματιστικός τομέας απορροφά το 25% όλων των επιχειρηματικών κερδών, ενώ δημιουργεί μόνο το 4% των θέσεων εργασίας. Αυτό σημαίνει, όπως χαρακτηριστικά γράφει η Foroohar, ότι ο χρηματιστικός τομέας ρουφάει όλο τον οικονομικό αέρα από το χώρο προκαλώντας ασφυξία στις παραγωγικές επιχειρήσεις.

Πολλοί μεγαλοπαράγοντες της αμερικάνικης οικονομίας επισημαίνουν την ανάγκη για ένα καπιταλισμό πιο ανοιχτό σε όλους. Ακόμα κι ο πάπας επιπλήττει την «ειδωλολατρία του χρήματος και τη δικτατορία της απρόσωπης οικονομίας» στην οποία «ο άνθρωπος έχει περιοριστεί σε μία μόνο από τις ανάγκες του: την κατανάλωση». Αλλά ό,τι και να συμβαίνει, ό,τι και να διαπιστώνουν, ό,τι και να λένε, οι ισχυροί παράγοντες που επέβαλαν το δόγμα «οι αγορές ξέρουν καλύτερα» δεν κάνουν πίσω. Μάλιστα, όσο τα προβλήματα στην κοινωνία μεγαλώνουν και οι αντιδράσεις εκδηλώνονται εντονότερα, η ισχυρή μειονότητα των κερδισμένων γίνεται πιο επιθετική χρησιμοποιώντας τους καθοδηγούμενους πολιτικούς, τις ελεγχόμενες κυβερνήσεις και τους περίπλοκους μηχανισμούς -το κράτος, τα πανεπιστήμια, τις τράπεζες, το στρατό, τα ΜΜΕ κ.λπ.-, για να μην αλλάξει τίποτα.

 

Τυφλές εξεγέρσεις

Οι πολίτες δεν έχουν αριστερό φορέα, ούτε τις απαραίτητες γνώσεις, ούτε ενημερώνονται σωστά ώστε να κατευθύνουν την αντίδρασή τους κατά των υπαιτίων και να επιλέξουν ένα διαφορετικό μοντέλο συμβίωσης και διακυβέρνησης. Με βάση μόνο την εμπειρία τους αντιλαμβάνονται ότι το σύστημα λειτουργεί σε βάρος τους, και δυσκολεύονται να προσανατολιστούν σωστά και αποτελεσματικά. Σ’ αυτό συντείνει και το γεγονός ότι η θεωρούμενη Αριστερά στον αναπτυγμένο κόσμο, μετά την εξαφάνιση των κομμουνιστικών κομμάτων, μεταλλάχθηκε σε «Αριστερά της αγοράς». Σήμερα, οι πολίτες στη Γαλλία εξεγείρονται μαζικά εναντίον των σοσιαλδημοκρατών υπό τον Ολάντ που εφαρμόζουν πολιτικές ακραία νεοφιλελεύθερες. Τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς ζουν ακόμα στο δικό τους μεσαίωνα. Στην Αμερική, όπου το πολύ σκληρό σύστημα δεν επέτρεψε ποτέ την ανάδειξη κομμάτων της Αριστεράς, οι πολίτες, σε εντυπωσιακή κλίμακα, αντιδρούν μαχητικά. Και οι μεν νεότεροι, με λιγότερες αγκυλώσεις, στρέφονται περισσότερο στον Σάντερς, χωρίς να αποστρέφονται τον όρο «σοσιαλισμός» –από τη δεκαετία του ’60 είχε να συμβεί αυτό – ή να αποκαλούνται «σοσιαλιστές», οι δε μεγαλύτεροι, ημιμαθείς, θρησκόληπτοι και «αμερικανάρες» ως επί το πλείστον, στρέφονται στον Τραμπ επιζητώντας την αλλαγή μέσα από την ακόμα μεγαλύτερη καταβύθισή τους στο συντηρητισμό, απαιτώντας λιγότερους ξένους στη χώρα και περισσότερα όπλα στα σπίτια τους. Όμως, το κοινό που υπάρχει και στα δύο στρατόπεδα και το οποίο εκδηλώνεται με όρους θυμού και απόρριψης, είναι ότι οι πολίτες, ένθεν κακείθεν, έχουν αντιληφθεί, εμπειρικά, ότι όλοι και όλα είναι ρυθμισμένα να υπηρετούν μια αισχρή μειοψηφία που συγκεντρώνει όλο τον συσσωρευμένο και όλο τον παραγόμενο πλούτο αφήνοντας μόνο μερικά ψίχουλα οριακής επιβίωσης στην κοινωνία. Και ότι αυτή η «τροπή» βρίσκεται στο κέντρο του προβλήματος, καθιστώντας τη ζωή ανυπόφορη. Με βάση αυτή την πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου παράδοξο που οι νέοι στην Αμερική δηλώνουν σοσιαλιστές και οι νέοι στη Γαλλία συγκρούονται με τα ΜΑΤ. Πέρα από την τοπικότητα, είναι φανερό ότι μια ζύμωση σε βάθος και σε πλάτος, στην Αμερική και την Ευρώπη, είναι σε εξέλιξη, κι αυτό είναι το πιο ελπιδοφόρο. Εάν, από τη ζύμωση και τις τριβές, γεννηθεί και μια Αριστερά υψηλότερων προδιαγραφών, το επόμενο βήμα θα είναι μεγαλύτερο…

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!