Πέθανε κι ο Γιάννης, ο μανάβης. Στεκόταν καρτερικά, στη γωνία Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου επί χρόνια, δίπλα στο καρότσι με τα φρούτα και τα κηπευτικά και χαιρετούσε τους περαστικούς που είχαν σπίτι ή γραφείο στη γειτονιά και ήταν πελάτες του. Τα τελευταία χρόνια, η δουλειά είχε πέσει κατακόρυφα, από τα 50-60 τελάρα που έδινε ημερησίως, είχε πέσει στα 5-10. Πολλοί από τους παλιούς πελάτες του είχαν αλλάξει δρομολόγιο από ντροπή που τα δύσκολα οικονομικά τους δεν τους επέτρεπαν πια να αγοράσουν ντομάτες, μπανάνες και μήλα με τη συχνότητα που το έκαναν παλιότερα. Αλλά ο Γιάννης παρέμενε εκεί, βρέξει-χιονίσει, ξέσκεπος ή κάτω από την πάνινη τέντα που τον προστάτευε κάπως από το νερό το χειμώνα και το δυνατό ήλιο το καλοκαίρι. Πάντα με το χαμόγελο, που γινόταν όλο και πιο πικρό καθώς η κατάσταση χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο. Είμαστε πεθαμένοι, και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, έλεγε. Δεν βλαστημούσε, αλλά σιχτίριζε με τον τρόπο του, με ειρωνεία και απαξίωση τους πολιτικούς που μας έφεραν σ’ αυτό το χάλι. Λιτός άνθρωπος και βαρύς, ποτέ δεν παρακάλεσε κανέναν να αγοράσει τα προϊόντα που έμεναν αδιάθετα πάνω στην τάβλα του καροτσιού το οποίο όταν σκοτείνιαζε το έδενε με μια αλυσίδα στον κόκκινο κρουνό της πυροσβεστικής. Όλα τα αρπάζουνε, έλεγε μια μέρα που είχε κοψοχολιάσει γιατί του είχαν κλέψει το μικρό παμπάλαιο και ταλαιπωρημένο αγροτικό με το οποίο μετέφερε τα τελάρα. Ευτυχώς, λίγες μέρες αργότερα, το αμάξι βρέθηκε εγκαταλειμμένο κάπου στους Αμπελόκηπους γεμάτο κλήσεις για παράνομο παρκάρισμα. Έλειπε μόνο ένα ζευγάρι πλαστικές παντόφλες που είχε κάτω από το κάθισμα, άλλο τίποτα για κλέψιμο δεν υπήρχε στ’ αμάξι. Μια μεγεθυμένη φωτογραφία του Στράτου Διονυσίου που την είχα τραβήξει στο καμαρίνι του, την είχανε αφήσει και ήτανε ευχαριστημένος ο Γιάννης, γιατί αγαπούσε τον Στράτο. Αυτή τη φωτογραφία μου είχε ζητήσει όλα τα χρόνια που γνωριζόμασταν. Καμιά φορά, την έβγαζε από το προστατευτικό σελοφάν και την έδειχνε σε φίλους. Α, κι ένα παλιό βιβλίο για την Τρούμπα αναζητούσε.

Ο Στράτος στο πάλκο… (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Περήφανος άνθρωπος. Δεν πούλαγε ναρκωτικά, φρούτα πουλούσε. Ολημερίς δούλευε, έξι μέρες τη βδομάδα, ορθοστασία και χαμαλίκι. Και στις ανθηρές εποχές, που έβγαινε καλό μεροκάματο, πήγαινε με ανθρώπους από τον δικό του κόσμο να ακούσει τον Διονυσίου, την Πόλυ Πάνου και τον Μητροπάνο στη λεωφόρο Ποσειδώνος ή τον Γαβαλά στο Στοπ, στον Κηφισό, και τον Αγγελόπουλο στα Ξημερώματα, στην Εθνική Οδό. Τα Σαββατόβραδα ξενυχτούσε και, πιο σπάνια, μεσοβδόμαδα, μεταμεσονύκτια, πριν πάει στη λαχαναγορά για τις προμήθειες της επόμενης μέρας.

Μικροκαμωμένος, μια σταλιά ήταν ο Γιάννης, αλλά μάγκας, ήξερε που στεκόταν και πώς στεκόταν. Έπινε το κρασάκι, τη μπίρα ή το ουίσκι του και, τελευταία, αναπολούσε τις εποχές που δεν γύριζε σπίτι του με τελάρα γεμάτα απούλητο εμπόρευμα και τσέπες άδειες από εισπράξεις.

Μαζί με τις αναδουλειές ήρθαν και οι αρρώστιες. Ο οργανισμός του από την αναδουλειά και την απογοήτευση δεν μπορούσε να σηκώσει τα χρόνια που προσθέτονταν. Αλλιώς είναι η κούραση με μπερεκέτια κι αλλιώς είναι η κούραση με κεσάτια. Η κήλη του είχε φτάσει στο γόνατο κι αυτός έπρεπε να στέκει όρθιος για να μην νομίζουν οι πελάτες ότι ξόφλησε. Τόσες χιλιάδες τελάρα είχε σηκώσει αγόγγυστα στη ζωή του, τώρα που ο κόσμος είναι ρέστος, που μετράει κάθε δεκάλεπτο, και η προσπάθεια, το βάρος, η καρτερία, είχανε χάσει το νόημά τους. Προς τι, γιατί; Με πεσμένο το ηθικό, απογοητευμένος, φάντασμα του εαυτού του, με ανοσοποιητικό σύστημα υπό παραίτηση, έφτασε το κακό στα κόκαλα. Μπήκε στο νοσοκομείο, τον αγαπούσανε τον Γιάννη, αλλά τι να του κάνουν; Δεν είχε τίποτα να τον εμψυχώσει, να τον κρατήσει, κι ας ήτανε με τον τρόπο του αγωνιστής, απλός, άσημος, στην άκρια του δρόμου. Στο καφενείο, το «Πανελλήνιον», που ήταν καλοδεχούμενος από τον κυρ-Νίκο και τον Γιάννη,  έπινε καμιά μπίρα, έλεγε και καμιά κουβέντα, στωικά αντιμετώπιζε τον ερχομό του τέλους. Τίποτα δεν περίμενε πια. Κι όταν καμιά φορά για πλάκα, γιατί είχε πολύ χιούμορ, του λέγαμε, κάτσε, ρε Γιάννη, όπου να ’ναι έρχεται η ανάπτυξη, θ’ αρχίσει ο κόσμος να ξανατρώει φρούτα, γελούσε μισά κι έλεγε με συγκρατημένο σαρκασμό, ναι, κι εγώ θα ξαναγίνω είκοσι χρονώ!

Στυλοβάτες του λαϊκού τραγουδιού

Παρακολουθώντας τον Γιάννη, ακούγοντας τις ιστορίες του, για τον μόχθο του, για τις προτιμήσεις του, για τις αντοχές του, για τις σχέσεις του με τους πελάτες και τη γειτονιά, για τα βάσανά του, για τις χαρές και τις λύπες του, για την καλή ζωή και τα ανεκπλήρωτα όνειρα, για τη δική του κουλτούρα και για το ρόλο του λαϊκού τραγουδιού στη ζωή του, γειωνόμουν σε μια πραγματικότητα που δεν είναι ίδια με τη δική μου, αλλά είναι η φάτνη από την οποία προέρχονται τόσα όμορφα πράγματα που αγαπώ και ευχαριστιέμαι που υπάρχουν.

Πολλοί άνθρωποι απεχθάνονταν το λαϊκό τραγούδι επειδή το ταύτιζαν με τους κοινωνικά «παρακατιανούς», με την κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων που δεν διεκδικούσαν ούτε τίτλους ούτε κοινωνική αναγνώριση. Αυτών που έκαναν χειρονακτικά, βαριά και μουντζούρικα επαγγέλματα, χωρίς πτυχία ανωτάτων σχολών και ξένες γλώσσες. Λαχαναγορίτες, μαστοράντζες, φαναρτζήδες, φορτηγατζήδες, λιμενεργάτες, σερβιτόροι, οικοδόμοι, μαγαζάτορες, μικρέμποροι, μικροβιοτέχνες και αγρότες που ανήκαν κοινωνικά στις κατώτερες τάξεις ακόμα κι αν έβγαζαν λεφτά.

Αυτοί ήταν θαμώνες των λαϊκών κέντρων διασκέδασης, των μπουζουξίδικων, τα οποία λειτουργούσαν σαν θερμοκήπια μέσα στα οποία καλλιεργούσαν, έσπερναν και θέριζαν, οι μουσικοί και οι στιχουργοί τα λαϊκά τραγούδια. Χωρίς αυτούς τους βιότοπους, λαϊκό τραγούδι δεν θα μπορούσε να υπάρξει με τις μορφές που το γνωρίσαμε. Το σμυρνέικο, το ρεμπέτικο και το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι προέρχονται από τέτοια μικροκλίματα, τα οποία ανήκουν στο μεγαλύτερο σύμπαν των λαϊκών στρωμάτων που είχαν τις δικές τους αξίες, τους δικούς του κανόνες σκέψης και συμπεριφοράς, τις δικές τους συνθήκες διαβίωσης, τους δικούς τους κώδικες κι αλγόριθμους. Αυτός ο κόσμος, ο ελάχιστα έως καθόλου αξιοσέβαστος από τους πάνω, τους αστούς, τους ευκατάστατους και τους διαβασμένους, ήταν τόσο χυμώδης που από καμιά άλλη κοινωνική ομάδα δεν βγήκε σε επίπεδο συλλογικής έκφρασης κάτι τόσο σπουδαίο, τόσο πλούσιο, τόσο ευφάνταστο, τόσο καλλιτεχνικό, τόσο εκφραστικό και τόσο γνήσιο. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι, οι μεροκαματιάρηδες, με τα λαϊκά γνωμικά, με την ντομπροσύνη τους, με τα ρυτιδιασμένα χέρια, με το ασικλίκι τους, οι δερβίσηδες, οι λαϊκοί, ήταν το κοινό και οι πρώτοι άμεσοι αποδέκτες αυτού του τραγουδιού, του τόσο εύληπτου και παλλαϊκού. Του τραγουδιού που βγήκε μέσα απ’ αυτή τη φάτνη και εν τέλει μάγεψε τον κόσμο όλο, και τους αστούς και τους διανοούμενους, και τους ταπεινούς και τους σνομπ, και τους μορφωμένους και τους αμόρφωτους, τους φτωχούς και τους πλούσιους, τους δικούς μας και τους ξένους. Γι’ αυτό χρωστάμε πολλά στους αφανείς, ασήμαντους Γιάννηδες, σαν τον μανάβη της γειτονιάς μας, που έφυγε μαραμένος από ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο τραχύς και αφιλόξενος για κάθε απλό άνθρωπο, ατελή αλλά γνήσιο, που δεν επιζητεί δόξες και βίλες, αλλά μόνο μια γωνιά που να μπορεί να αναπνέει λίγο ελεύθερα, να ζει από το μόχθο του και να ακούει χωρίς παράσιτα τη φωνή του Στράτου, του κιμπάρη, του μάγκα, του μπεσαλή.

 

Ο Μανάβης και ο Λουλουδάς

Στην κηδεία του Γιάννη, παραβρέθηκαν καμιά σαρανταριά άνθρωποι. Οι μισοί ήταν συγγενείς και φίλοι του και οι άλλοι μισοί επαγγελματίες στην περιοχή που είχε το καρότσι του∙ ο Κώστας Βαθειάς που έχει φωτοτυπείο απέναντι από το Χημείο, ο παρκαδόρος στη Μαυρομιχάλη και ο Γιάννης που κρατάει το καφενείο που παίζουνε σκάκι, και καμιά δεκαριά δικηγόροι που ήταν τακτικοί του πελάτες και τον εκτιμούσαν, ανάμεσά τους και ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Παξινός. Έτσι έφυγε άλλη μία εμβληματική μορφή από τη γειτονιά μας στα Εξάρχεια, όπως πριν από λίγα χρόνια είχε φύγει από τη γωνία Χ. Τρικούπη και Σόλωνος ο Κώστας ο Λουλουδάς. Και δεν μπορώ να ξεχάσω που ο Δήμος της Αθήνας δεν έδωσε την άδεια που είχε ο Κώστας στα ορφανά παιδιά του για να βγάζουν ένα μικρό μεροκάματο. Έκτοτε, το πόστο του έμεινε άδειο και τα παιδιά, ποιος ξέρει πώς τα βγάζουν πέρα.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!