Του Γιάννη Φερτάκη. Σε πρόσφατες ομιλίες και συνεντεύξεις του, ο Αλέξης Τσίπρας έχει σωστά διακρίνει έναν αόρατο αλλά πανίσχυρο αντίπαλο, τον οποίο καλεί το λαό να πολεμήσει: τον φόβο.

«Υπάρχει όμως μία ακόμα μάχη την οποία ο ελληνικός λαός δίνει, και πολύ σύντομα θα κληθεί να δώσει, με όλη του την ψυχική δύναμη. Τη μάχη εναντίον του φόβου», γράφει χαρακτηριστικά. Τι είδους πράγμα είναι όμως ο φόβος, ο συγκεκριμένος αυτός φόβος που βιώνουν πολλοί συμπατριώτες μας σήμερα και τι όπλα διαθέτουμε για να τον πολεμήσουμε;
Ο φόβος είναι ασφαλώς ένας φυσιολογικός αμυντικός μηχανισμός του οργανισμού, σχεδιασμένος να τον προστατέψει από έναν κίνδυνο ή μια απειλή. Σήμερα, βέβαια, δεν μιλάμε για ένα φόβο σαν κι αυτόν που νιώθει κανείς απέναντι σε μια επίθεση με όπλο ή κατά τη διάρκεια ενός σεισμού. Αλλά για ένα συναίσθημα, όχι μεν τόσο οξύ και εντατικό, αλλά με μεγαλύτερη διάρκεια και πιο μόνιμη επιρροή στην ψυχή μας: τον φόβο του σκοτεινού και μη ελέγξιμου μέλλοντος. Είναι φόβος υπόγειος αλλά τόσο ισχυρός, που ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του λαού (το δείχνουν όλες οι μετρήσεις) αντιλαμβάνεται με τη λογική ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές στέλνουν τη χώρα στο γκρεμό συμπαρασύροντας τους ίδιους και τις οικογένειές τους, εν τούτοις οι αντίδρασή τους είναι χλιαρή – και πάντως αναλογικά πολύ μικρότερη.
Όντως «μας ψεκάζουν». Με φόβο για το μέλλον. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να υπομένουν ένα οδυνηρό παρόν επειδή φοβούνται ένα ανεξέλεγκτο μέλλον. Προτιμούν να ζουν «μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή» παρά να διακινδυνεύσουν τα πάντα εμπιστευόμενοι το άγνωστο. Και αυτός ο φόβος καλλιεργείται και υποδαυλίζεται καταλλήλως από την προπαγάνδα του κατεστημένου, που εμφανίζει την αντιπολίτευση ως μια ομάδα ελαφρόμυαλων και άσχετων («πρόεδρος 15μελούς ο Τσίπρας») που έχουν κλίση στην ανομία, ακόμα και στην τρομοκρατία. Πώς να εμπιστευτείς το μέλλον σου σ’ αυτούς;

Από τον Απόστολο Παύλο στο γαλλικό Μάη
Τι μπορούμε να αντιτάξουμε σ’ αυτό τον φόβο; Θα πει κανείς, έναν ολοκληρωμένο πολιτικό και οικονομικό σχεδιασμό που θα πείσει πως υπάρχει εναλλακτική λύση. Όμως αυτό δεν φτάνει. Διότι, όπως είπαμε, βασική ιδιότητα του φόβου είναι πως δεν ελέγχεται από τη λογική σκέψη – τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό. Χρειαζόμαστε μια ίδιου τύπου, αρχέγονη ψυχική δύναμη που να είναι αντίρροπη στο φόβο και να μπορεί να τον νικήσει. Αυτή η δύναμη είναι η πίστη. Σκεφτείτε το! Τις τελευταίες δεκαετίες χάσαμε την πίστη μας σε θεούς, σε ιδεολογίες, σε ηγέτες, σε πολιτικά συστήματα, στον συνδικαλισμό και τις δυνατότητες κοινωνικών αγώνων, στον διπλανό μας, τελικά στον ίδιο τον εαυτό μας. Και άνθρωποι χωρίς πίστη είναι άνθρωποι χωρίς έρμα που γίνονται εύκολα έρμαια του φόβου.
Δεν υπάρχει ανθρώπινο κατόρθωμα, συλλογικό ή ατομικό, που να μη βασίστηκε στην πίστη. Για να επικαλεστούμε τη δική μας ιστορία, θα γινόταν ποτέ η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση, αν οι εμπνευστές της περιορίζονταν να μετρούν δυνάμεις και πιθανότητες, αν δεν πίστευαν σε ένα όραμα που για τους περισσότερους συγχρόνους τους φάνταζε τερατώδες, στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους; Αλλά ακόμα και στον τομέα της επιστήμης η πίστη παίζει καθοριστικό ρόλο: οι μεγάλοι επιστήμονες πρώτα πίστεψαν σε κάτι που συχνά ήταν αδιανόητο για τους συγχρόνους τους και μετά μπήκαν στην επιστημονική διαδικασία να το ερευνήσουν και να το αποδείξουν.
Από τους ορισμούς για την πίστη, πιο πολύ μου αρέσει αυτός του αποστόλου Παύλου: «Πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Η πίστη δίνει στην ελπίδα υπόσταση, έτσι ώστε και αυτό που έμοιαζε πριν αδύνατο στις αισθήσεις και στη λογική, να γίνεται τώρα δυνατό. Αυτό εννοούσε ο γαλλικός Μάης: «Να είσαστε ρεαλιστές, ζητήστε το αδύνατο». Σε πείσμα των ανέραστων λογιστών της ζωής και της εξουσίας, πρέπει εμείς οι ίδιοι πρώτα να αγαπήσουμε και να πιστέψουμε ένα καινούργιο όραμα: στηριγμένοι στις δικές μας δυνάμεις, να βγάλουμε τη χώρα μας απ’ αυτόν τον ζόφο και να δημιουργήσουμε μια κοινωνία πιο ελεύθερη και πιο δίκαιη.
Σκεπτόμενος το θέμα της πίστης, αναρωτιόμουν, τι ήταν εκείνο που γεννούσε και ενδυνάμωνε την πίστη λ.χ. των πρώτων χριστιανών; Τα θαύματα. Ε, λοιπόν ας κάνουμε κι εμείς τα δικά μας θαύματα. Ας δημιουργήσουμε μέσα στην κοινωνία μας ζωντανές εστίες της κοινωνίας την οποία οραματιζόμαστε, ώστε οι άπιστοι Θωμάδες να μπορούν να τις ψηλαφίσουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Οι οργανώσεις αλληλεγγύης, τα κοινωνικά ιατρεία, οι συνεταιρισμοί παραγωγών, οι αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες, θεσμοί που έχουν ήδη αρχίσει πρωτολειακά να λειτουργούν, ανήκουν στην κατεύθυνση αυτή. Ας τους πολλαπλασιάσουμε, ας τους εμπλουτίσουμε και ας τους δώσουμε περισσότερη σημασία.

Ο μύθος
Ένας δεύτερος παράγοντας που δυναμώνει την πίστη σε ένα όραμα, είναι η αφήγηση, ο μύθος. Ο μύθος που εκφράζει αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου βοηθάει, συχνά καθορίζει, την προσωπική και συλλογική αυτοσυνειδησία και αυτογνωσία και αναδεικνύει αξίες και ιδανικά που στηρίζουν τον λαό και τον εμπνέουν να δώσει νικηφόρα τη μεγάλη μάχη.
Ο μύθος, επειδή μιλάει με σύμβολα, ανήκει κυρίως στο πεδίο της Τέχνης και έχει διεισδυτικότητα σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, πως η αφήγηση της «ελληνικότητας» που αναδείχτηκε από την καλλιτεχνική «γενιά του ’30», αφήγηση που προσπάθησε να επιτύχει τη συνομιλία του νεωτερικού αισθητικού παρόντος με την ελληνική λαϊκή παράδοση, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε εθνοκεντρισμό και προγονοπληξία, μπόλιασε γόνιμα την εθνική και λαϊκή αυτοσυνειδησία, η οποία (με επιρροές, ασφαλώς, και από άλλα ρεύματα) με τη σειρά της γέννησε μια πίστη, ένα ήθος και έναν πολιτισμό που έλαμψαν στα βουνά της Αλβανίας και στο έπος της Εθνικής Αντίστασης.
Δεν θεωρώ τυχαίο το γεγονός πως στις περιόδους ακμής του λαϊκού κινήματος συνυπάρχει ή προηγείται άνθηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άλλο παράδειγμα είναι η δεκαετία του ’60, της οποίας η καλλιτεχνική δραστηριότητα σφράγισε τη συνείδηση της αντίστασης στη χούντα. Θα μπορούσε άραγε σήμερα, τον καιρό της «πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης» που οι νέοι καλλιτέχνες ακολουθούν ως επί το πλείστον μοναχικές διαδρομές με θέματα και φόρμες απ’ όλο τον κόσμο, να διαμορφωθεί ένα καλλιτεχνικό-πολιτιστικό ρεύμα που να συναντηθεί και με την ελληνική λαϊκή παράδοση και να αποτελέσει μια συνεκτική δύναμη που θα παρηγορήσει και θα εμπνεύσει το λαό; Δεν εννοώ καθόλου –εννοείται– αυτό το είδος της φτηνής «στρατευμένης τέχνης» που μεσουράνησε τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Αλλά οι αληθινοί καλλιτέχνες, κατ’ εξοχήν ευαίσθητοι δέκτες της εποχής τους και ακροατές των «πλησιαζόντων γεγονότων», θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την αναγεννητική προσπάθεια του λαού. Θα βρεθεί, άραγε, κανείς να «τραγουδήσει» τη γενιά της Κρίσης;

* Ο Γιάννης Φερτάκης είναι μέλος της Τ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Εξαρχείων

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!