του Κώστα Μελά*

Τελικά ο Ερντογάν άντεξε μόνο 4,5 μήνες με πολιτική επιτοκίων περίπου στο ύψος του πληθωρισμού (ύψος επιτοκίων 17,0% και ποσοστό πληθωρισμού 15,6%). Η αδυναμία τιθάσευσης του πληθωρισμού σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Κεντρικής Τράπεζας δεν επετεύχθη. Αντιθέτως η τάση ήταν ανοδική με αποτέλεσμα η Κεντρική Τράπεζα να προβεί σε αύξηση των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης προκειμένου να προστατευθεί το τουρκικό νόμισμα από νέα διολίσθηση και να αποτραπεί η αύξηση του πληθωρισμού. Η απόφαση αυτή της Κεντρικής Τράπεζας ήταν ικανή να εξοργίσει τον πρόεδρο Ερντογάν, γνωστό θιασώτη των χαμηλών επιτοκίων (σαφέστατα επηρεασμένος από την ισλαμική θεώρηση ενάντια στην καταβολή τόκου) ανεξαρτήτως της διεθνούς συγκυρίας και της κατάστασης της τουρκικής οικονομίας και να απομακρύνει τον κεντρικό τραπεζίτη που ο ίδιος είχε διορίσει πριν 4,5 μήνες προκειμένου να εμποδίσει τη συνεχή διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος. Η πράξη αυτή ήταν αρκετή να πυροδοτήσει την πώληση του τουρκικού νομίσματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές με αποτέλεσμα την έντονη διολίσθησή του, μέχρι την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, και τη διαπραγμάτευσή του λίγο χαμηλότερα από 8/1 έναντι του αμερικανικού νομίσματος.

ΜΑΛΙΣΤΑ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος Ερντογάν προέβη στην αλλαγή του διοικητή της ΚΤ παρότι η ασκηθείσα νομισματική πολιτική δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικά μη επεκτατική. Μπορεί να είχαμε αύξηση των επιτοκίων αλλά αυτό δεν απέτρεψε καθόλου τη μεγάλη πιστωτική επέκταση του τραπεζικού τομέα (κυρίως του ελεγχόμενου από την κυβέρνηση). Κατά το 2020 η πιστωτική επέκταση ανήλθε περίπου στο 37,0%. Μπορεί με τον τρόπο αυτό να επήλθε άνοδος του ΑΕΠ κατά 1,7% το 2020, όταν οι υπόλοιπες οικονομίες οδηγήθηκαν σε μεγάλες μειώσεις του ΑΕΠ, αλλά το βραχυχρόνιο κέρδος δημιουργεί κόστη που εμφανίζονται στο προσκήνιο σχεδόν άμεσα. Αυτό απαιτεί νέα μέτρα κ.λπ., δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο περιδίνησης με αδιέξοδα αποτελέσματα.

Η αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι ενδεικτική μάλιστα σε μια συγκυρία καθόλου ευνοϊκή για τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών και ειδικά για το τουρκικό νόμισμα. Η άνοδος που σημειώνουν τελευταία οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου έχει οδηγήσει το νόμισμα της Τουρκίας στη χειρότερη υποχώρηση από όλα τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών –κατά 8,0%– από τα μέσα Φεβρουαρίου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση του Τούρκου προέδρου να αλλάξει το οικονομικό του επιτελείο τον Νοέμβριο οδήγησε τη λίρα σε συνεχή άνοδο, η οποία σταμάτησε, όμως, στα μέσα Φεβρουαρίου. Αυτό εξανάγκασε τον πρώην διοικητή της ΚΤ, Naci Ağbal, να προχωρήσει στη νέα άνοδο κατά 200 μονάδες βάσης (συνολικά από την ανάληψη των καθηκόντων του κατά 875 μονάδες βάσης). Κάτι που αποδείχτηκε μοιραίο για τον ίδιο αλλά οδηγεί και την τουρκική οικονομία σε πολύ δύσκολες ατραπούς. Η εκροή ξένων κεφαλαίων ήταν έντονη από το πρωί της Δευτέρας, καθώς νόμισμα, μετοχές και ομόλογα καταγράφουν μεγάλες απώλειες, δείγμα της κλιμακούμενης διεθνούς ανησυχίας. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 5% του ΑΕΠ το 2020 και τα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη διαμορφώθηκαν στα 190 δισ. δολάρια (27% του ΑΕΠ). Την ίδια στιγμή, τα αποθεματικά σε ξένο νόμισμα έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί καθώς χρησιμοποιήθηκαν ασκόπως για να στηρίξουν το τουρκικό νόμισμα όταν υπουργός Οικονομικών ήταν ο γαμπρός του Ερντογάν, Berat Albayrak. Εάν μία κρίση ισοζυγίου πληρωμών χτυπήσει τώρα, οι τράπεζες της Τουρκίας είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση για να την αντιμετωπίσουν από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2018. Εξάλλου, αρκετές τράπεζες της Ισπανίας , της Γαλλίας, της Γερμανίας κι άλλων ευρωπαϊκών χωρών διαθέτουν μεγάλο όγκο από τα τουρκικά στοιχεία ενεργητικού καθιστώντας τις μέρος του προβλήματος.

Ο πρόεδρος Ερντογάν, κατ’ εξοχήν πολιτικός παίκτης, δύσκολα θα αποδεχθεί τους περιορισμούς που προέρχονται από το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα. Η ματιά του είναι συνεχώς προσανατολισμένη στον πολιτικό και εκλογικό κύκλο της χώρας του, αλλά και στις γεωπολιτικές επιδιώξεις του

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ της τουρκικής οικονομίας είναι δύσκολο και αβέβαιο. Οι πρώτες κινήσεις του Ερντογάν θα αφορούν σίγουρα διοικητικά μέτρα σχετικά με την αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Sözcü, η κυβέρνηση σχεδιάζει να απαιτήσει από τους κοσμηματοπώλες να συνεισφέρουν, περίπου 50 γραμμάρια χρυσού ο καθένας, που θα κατατεθεί στην Κεντρική Τράπεζα ώστε να συγκεντρωθεί επιπλέον κεφάλαιο για την οικονομία. Στο δημοσίευμά της, με τίτλο «Ζήτησαν από τους κοσμηματοπώλες 20 τόνους χρυσού», η εφημερίδα υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να συλλέξει πόρους με μια μέθοδο φορολογίας που εφαρμοζόταν κατά την οθωμανική περίοδο, ώστε να στηριχθούν τα αποθέματα της χώρας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, αν οι κοσμηματοπώλες δεν καταθέσουν χρυσό, δεν θα μπορούν να φτιάξουν κοσμήματα. Όσοι καταθέσουν την ποσότητα χρυσού που ζητεί η κυβέρνηση ως εγγύηση, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιήσουν, αλλά θα μπορούν να κερδίσουν τόκους. Ο συνολικός χρυσός που εκτιμάται ότι θα συλλεχθεί θα είναι περίπου 20 τόνοι και η αξία του θα ανέρχεται σε περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, ανέφερε η εφημερίδα.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΚΤ της Τουρκίας, το 56% των καταθέσεων στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα είναι τοποθετημένα σε ξένο νόμισμα κυρίως σε δολάρια ΗΠΑ έναντι 50,0% την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Ίσως οι καταθέσεις αυτές να βρίσκονται στον σχεδιασμό του Ερντογάν για να ενισχύσει τα συναλλαγματικά αποθέματα του κράτους.

Πέρα, όμως, από το ύψος των επιτοκίων θα πρέπει εμφατικά να σημειωθεί ότι τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας είναι πολλαπλά και απαιτείται γενικότερη μεταβολή στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα:

Η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι ικανή να μεταβάλλει την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΚΤ της Τουρκίας αποτελεί μόνο ένα πρώτο βήμα προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Μπορεί βραχυχρόνια να κατάφερε να σταματήσει τη διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος (και να μειώσει ελάχιστα την ισοτιμία), αλλά για να έχει μονιμότερη αποτελεσματικότητα θα πρέπει να επιδράσει θετικά στους παράγοντες που δημιουργούν το πρόβλημα, δηλαδή να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών έτσι ώστε να αρχίσει πάλι η ροή κεφαλαίων προς τη χώρα. Αυτό όμως δεν είναι συνάρτηση μόνο των επιτοκίων. Απαιτεί μεγαλύτερη προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής στο διεθνές πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και αναγνώριση των υφισταμένων περιορισμών. Η άνοδος της ισοτιμίας του τουρκικού νομίσματος από την 8η Φεβρουαρίου δείχνει την αλήθεια των παραπάνω λεχθέντων. 

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ του προέδρου Ερντογάν δεν μπορεί εύκολα να δημιουργήσει περιβάλλον μείωσης της υπάρχουσας αβεβαιότητας. Ο πρόεδρος Ερντογάν, κατ’ εξοχήν πολιτικός παίκτης, δύσκολα θα αποδεχθεί τους περιορισμούς που προέρχονται από το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα. Η ματιά του είναι συνεχώς προσανατολισμένη στον πολιτικό και εκλογικό κύκλο της χώρας του, αλλά και στις γεωπολιτικές επιδιώξεις του. Με δεδομένο το αδιέξοδο του περασμένου Φθινοπώρου ακόμη και ο Ερντογάν δέχθηκε τη μισητή άποψη ότι χρειαζόταν κάποια προσαρμογή της οικονομίας (πριν από όλα αύξηση των επιτοκίων). Όμως, για να λειτουργήσει η προσαρμογή θα πρέπει να είναι μακροχρόνια ώστε να είναι και αποδοτική. Δυστυχώς το μακροχρόνιο της προσαρμογής δεν συμβαδίζει με τους σχεδόν καθημερινούς τακτικισμούς του προέδρου Ερντογάν.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!