του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Ελληνικός Ρομαντισμός, όπως διαπιστώσαμε στην πρώτη ενότητα, εκφράστηκε μέσα από μια σειρά ποιητικών έργων. Στη συνέχεια θα διερευνήσουμε τον χώρο της πεζογραφίας. Μου έκαναν εντύπωση κάποιες διαπιστώσεις του Γεώργιου Καλαματιανού στη «Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (έκδ. της Εστίας), ότι «Οι Φαναριώτες διακρίνονται περισσότερο για την ευρωπαϊκή τους μόρφωση και λιγότερο από το λογοτεχνικό τους ταλέντο […] Οι Φαναριώτες είχαν το μεγάλο ελάττωμα να μη γνωρίζουν καλά τη σύγχρονη τους νεοελληνική ζωή» (σελ. 63-68).
Ο Μάριο Βίττι διαπιστώνει ότι «Με τα ανεπανάληπτα βήματα του Κοραή, του Κάλβου και του Σολωμού περάσαμε βαθμιαία από τη δεοντολογία του διαφωτισμού σε μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη, αυτή που ανταποκρίνεται στα καλέσματα του ρομαντισμού». Ενώ στην ποίηση έχουμε συνεχή «ροή», αντίθετα «Η διαμόρφωση εκείνου του αφηγηματικού είδους σε πεζό λόγο, που ονομάστηκε τελικά μυθιστόρημα, καθυστέρησε να εμφανιστεί στη νεοελληνική λογοτεχνία με τη μορφή που κυκλοφορούσε στον δυτικό πολιτισμικό χώρο».
Ποιητές ασχολήθηκαν και με την πεζογραφία, όπως οι Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσοι και ο εξάδελφός τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Επιπλέον ο Ιάκωβος Πιτσιπιός και ο Γρηγόριος Παλαιολόγος κατέθεσαν έργα πεζού λόγου, τα οποία στην εποχή τους, 1830-1880, δεν εκτιμήθηκαν ούτε αξιολογήθηκαν, στις μέρες μας όμως επαναξιολογούνται θετικά.
Όπως τονίζει ο Λάμπρος Βαρελάς, καθηγητής του ΑΠΘ: «Η εικόνα βέβαια που έχουμε σήμερα για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880 έχει αλλάξει άρδην από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 […] Το υλικό που αναδείχτηκε από τη συστηματική βιβλιογραφική έρευνα και τη διεξοδική μελέτη ειδικότερων θεμάτων αποκάλυψε μια ποικίλη λογοτεχνική παραγωγή με πλήθος μυθιστορημάτων και διηγημάτων ».
***
Εμείς θα παρουσιάσουμε σύντομα μερικά κείμενα της περιόδου, ξεκινώντας από τον «Λέανδρο» (1834) του Παναγιώτη Σούτσου που εμφανίζεται με μορφή επιστολών:
«Τὴν αὐτὴν ἡμέραν. [14 Ἰανουαρίου 1834])
Περιφέρομαι μόνος, βιασμένος νὰ βλέπω ξένα πρόσωπα καὶ νὰ ἔχω συνοδοιπόρον μου μόνον τὸν ἐρημίτην συλλογισμόν· φεύγω· ποταμοὶ, βουνὰ, μένουσιν ὀπίσω μου· κάθε βῆμά μου μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Κοραλίαν μου, καὶ τῆς παρελθούσης εὐτυχίας μου αἱ τελευταῖαι σκηναὶ βαθμηδὸν ἐξαλείφονται.
Πόσον εἶναι σκληρὰ ἡ προσήλωσις τῆς λύπης! οἰκτείρω μόνος ἐμαυτόν· τόσοι βαδίζουσι μετὰ φαιδροῦ προσώπου εἰς τὴν κοινὴν ὁδν, καὶ ἡδονὴν εὑρίσκουσιν εἰς τὰς μονοτόνους σκηνὰς τῆς ζωῆς!».
Ο Αλέξανδρος Σούτσος στο έργο του «Ο εξόριστος του 1831» –εκδόθηκε το 1835– αποτυπώνει το κλίμα της εποχής:
«Ο Έλλην ούτος ήτον ενδεδυμένος την αρματωλικήν στολήν. Αλλά το ήμερον ήθος του και ο τρόπος της ομιλίας του εμαρτύρουν, ότι αυτός δεν ήτον ο συνήθης ιματισμός του. Τριακονταετής μόλις, εβαρύνετο τον κόσμον και απέφευγε τους ανθρώπους. Περιελθών μέρος πολύ της Ευρώπης και μη ευρών αρέσκειαν εις εκνενευρισμένας και μονοτόνους κοινωνίας, επανήλθεν εις την Ελλάδα, προκρίνων την αρχέτυπον και πυρώδη φυλήν των τέκνων της. Αλλ’ εις την Ελλάδα δεν εδύνατο με αδακρύτους οφθαλμούς να βλέπη την Ελευθερίαν, το είδωλον της σταθεράς λατρείας του, καταπατουμένην».
***
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, στο έργο του «Ο Αυθέντης του Μορέως» (1850) μας πηγαίνει στις αρχές του 14ου αιώνα. Όπως γράφει στην Εισαγωγή ο αείμνηστος καθηγητής μας στο ΑΠΘ Απόστολος Σαχίνης: «Είναι ιπποτικό μυθιστόρημα· έτσι, στις σελίδες του δεσπόζει η εξωτερική περιπέτεια. Δεν υπάρχει ψυχογραφικό ενδιαφέρον του συγγραφέα εδώ, ούτε μαθαίνουμε τίποτα από τον εσωτερικό κόσμο των προσώπων του […] Μέγα προτέρημα του μυθιστορήματος αποτελούν οι πολλοί, φυσικοί και άνετοι, διάλογοι ανάμεσα στα πρόσωπα, που αποδεικνύουν και τις δυνατότητες του Α. Ρ. Ραγκαβή ως θεατρικού συγγραφέα». Ένα μικρό δείγμα:
«Εν ωραία ημέρα του Οκτωβρίου του έτους 1209, η Λακεδαίμων ενεδύθη την εορτάσιμόν της στολήν. […]
– Τύφλα! έκραξεν είς των συνδραμόντων, απωθών βιαίως αγροίκον ποιμένα, αρνακίδας περιβεβλημένον, όστις, εν ω εσπούδαζε να κερδήση εν βήμα προς τα εμπρός, τω είχε πατήσει τον πόδα.
– Τόπον! είπεν ο ποιμήν χειρονομών. Θέλω να έμβω.
– Αν θέλης να έμβης, πάτει εις τους πόδας σου, και όχι εις τους πόδας των άλλων.
– Πατώ όπου ευρίσκω, απεκρίθη ο ποιμήν, επιδείξας δύο ηρακλείους γρόνθους, ικανούς και εις τον θρασύτερον να επιβάλωσι σέβας».
***
Αναφέρουμε και τα έργα δύο άλλων σημαντικών λόγιων της εποχής: Ιάκωβου Πιτσιπίου «Ο Πίθηκος Ξουθ» (1848) και του Γρηγόριου Παλαιολόγου «Ο πολυπαθής» (1839).
Ο Ιάκωβος Πιτσιπίος (1800-1869) είχε πλούσιο έργο, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, βρέθηκε πνιγμένος στον Βόσπορο. Από τον Πίθηκο Ξουθ ένα στιγμιότυπο:
«– Σὲ παρακαλῶ, ἀξιέραστε Σουλτανίτζα, μὴν ὐβρίζης τὸν ἔρωτά μου διὰ προτάσεων ἀναξίων τῆς μεγαλοπρεπείας τοῦ χαρακτῆρός μου· ἐξ ἐναντίας καθικετεύω νὰ δεχθῇς τὸν στολισμὸν τοῦτον ὡς μικρὸν δῶρον, ἐκ μέρους μου διὰ τὴν πλησιάζουσαν ἐορτὴν τῶν Γενεθλίων μου.
– Οὐδέποτε, οὐδέποτε θέλω στέρξει τὸ τοιοῦτον.
Ἀλλ’ ὁ Καλλίστρατος γονατίσας ἐνώπιον τῆς Σουλτανίτζας, καὶ λαβὼν τὴν χεῖρα αὐτῆς ἐντὸς τῶν δύο αὐτοῦ χειρῶν καὶ σφίγγων μεθ’ ὅσης εἶχε δυνάμεως ἔκραξε: δὲν θέλω ἐγερθῆ ἐντεῦθεν, ἐὰν σκληρὰ δὲν συγκατανεύσῃς εἰς τὴν αἴτησίν μου ταύτην».
«Ο πολυπαθής» του Παλαιολόγου είναι από τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα :
«Είχον την τύχην να σύρω την προσοχήν εμπόρου, όστις ήξευρε τινάς λέξεις ιταλικάς, και μαθών ότι γνωρίζω αυτήν την γλώσσαν, με εμίσθωσε διά να τον διδάξω την αριθμητικήν. Ευχαριστήσας την Ειμαρμένην και δι’ αυτήν την μικράν της παραμυθίαν, ήρχισα το διδασκαλικόν επάγγελμα με τόσην επιτυχίαν, ώστε μετά τριμηνίαν ο τεσσαρακοντούτης και πολυγένειος μαθητής μου επροχώρησεν αρκετά και σπανίως πλέον μετεχειρίζετο τον κομβολογικόν πίνακα, με τον οποίον οι Ρώσοι συνηθίζουν εν γένει να λογαριάζουν».
***
Κλείνουμε με το έργο «Θάνος Βλέκας» (1855) του Παύλου Καλλιγά, που αποτελεί διαχρονικά ένα από τα πιο αγαπητά της περιόδου, ενώ θεωρήθηκε πρόδρομος της ηθογραφίας. Ο Παύλος Καλλιγάς (Σμύρνη, 1814-1896) ήταν Έλληνας νομικός, οικονομολόγος, ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός. Ένα δείγμα:
«Μετὰ τὸ μεσονύκτιον οἱ ἱππεῖς ἔφθασαν εἰς τὴν καλύβην τοῦ Θάνου, ἀλλ’ οὐδένα εὗρον ἐντὸς αὐτῆς. Ἀνάψαντες φῶς παρετήρησαν ἴχνη πρόσφατα παρουσίας ἀνθρώπων, ὅθεν ὑπέθεσαν, ὅτι ἴσως λείπουν οἱ κάτοικοι τῆς καλύβης καταγινόμενοι εἰς τὰ ἔργα των ἢ εἰς κρυφὰς συνεννοήσεις, ἀλλ’ ὅτι μέχρι τῆς πρωΐας θέλουν ἐπιστρέψει. Ἐπειδὴ δὲ ἡ καλύβη δὲν παρεῖχε κατάλληλον θέσιν διὰ τοὺς ἵππους των, κατέβησαν εἰς τὸ ἁλώνιον καὶ τοὺς ἔδεσαν μεταξὺ τῶν θημωνιῶν διὰ νὰ τρώγουν τὸ ἄχυρον. Τοιουτοτρόπως, ἔλεγον, ἂν ὑποπτεύωνταί τι ὁ Θάνος καὶ ἡ μήτηρ του, ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν καλύβην δὲν θέλουν μᾶς ἰδεῖ. Ἡ νὺξ ἦτο τερπνοτάτη, οἱ ἀστέρες ἔλαμπον ἐπὶ τοῦ στερεώματος καὶ αὖρα λεπτὴ ἐδίωκε πτερυγίζουσα πανταχόθεν τὸ καῦμα τῆς ἡμέρας».
Στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με θεατρικά έργα της περιόδου, ενώ σε επόμενες ενότητες θα μιλήσουμε ξεχωριστά για δύο σημαντικά έργα της περιόδου: «Πάπισσα Ιωάννα» (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη και «Λουκής Λάρας» (1879) του Δημήτριου Βικέλα.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής