Της Μαρίας Θ. Μάρκου*

 

Η εφαρμογή προγράμματος δομικής προσαρμογής σαν προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, είναι επιλογή καινοφανής στο ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά κοινότυπη στον αναπτυσσόμενο κόσμο εδώ και τριανταπέντε χρόνια. Ο μέχρι τώρα απολογισμός του ελληνικού πειράματος δεν δείχνει ένα τραγικό λάθος αλλά μια στρατηγική οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής διάλυσης της χώρας με ρυθμούς χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της, προκειμένου να εμπεδώσει ένα νέο ρόλο στην κατανομή γεωπολιτικής ισχύος που εξελίσσεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η συνείδηση αυτού του γεγονότος, που η πλειονότητα του ελληνικού λαού ζει σαν προσωπική καταστροφή, έφερε στην κυβέρνηση για πρώτη φορά ένα αριστερό κόμμα. Αυτό δεν δίνει το μέτρο του πολιτικού κόστους που θα έχει για τον ΣΥΡΙΖΑ το ν’ αποδεχτεί το μονόδρομο της δομικής προσαρμογής. Δίνει το μέτρο της ιστορικής του ευθύνης για την αναστροφή μιας καταστροφής.

Διαθέτουμε μεγάλη πια βιβλιογραφία σχετικά με την καταστροφική λειτουργία των πολιτικών δομικής προσαρμογής. Σε τούτο το σημείωμα θα θυμίσω ένα παλιότερο κείμενο, όχι μόνο γιατί συνοψίζει τις πολλαπλές παραμέτρους του ζητήματος, όχι γιατί προοικονομεί με εφιαλτική ενάργεια ό,τι ζούμε σήμερα, αλλά γιατί αποδεικνύει ότι αυτό δεν νομιμοποιείται. Ο λόγος για την έκθεση σχετικά με τις «επιπτώσεις που έχουν οι πολιτικές δομικής προσαρμογής στην πλήρη απόλαυση των ανθρώπινων δικαιωμάτων», την οποία το 1999 παρέλαβε (με μάλλον περιπετειώδη τρόπο) η Επιτροπή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ από εντεταλμένο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, τον Αιθίοπα οικονομολόγο Fantu Cheru. Θ’ αναφερθώ στα βασικά σημεία της που τεκμηριώνουν ότι η επιμονή των θεσμών του Bretton Woods στο δανεισμό των φτωχών χωρών με την προϋπόθεση της εφαρμογής προγραμμάτων δομικής προσαρμογής είχε καθαρά αρνητικό αντίκτυπο στον κοινωνικό τομέα, δηλαδή στα δικαιώματα που προστατεύονται από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, πλήττοντας είτε τις συνθήκες ζωής των κατοίκων τους είτε τον ίδιο τον κοινωνικό τομέα, η ύπαρξη του οποίου προστατεύεται από το Σύμφωνο. Αυτό θέτει τις πολιτικές δομικής προσαρμογής εκτός της διεθνούς νομιμότητας.

Όπως επισημαίνει η έκθεση, εξαιτίας αυτών των πολιτικών, στο μεγαλύτερο μέρος του «παγκόσμιου νότου» η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται συνεχώς και οι συνθήκες ζωής της πλειονότητας του πληθυσμού υποβαθμίζονται δραματικά σε μια κρίση οικουμενικής κλίμακας και απερίγραπτης βιαιότητας. Τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων υπονομεύονται συστηματικά από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν ως μόνο στόχο να υποχρεώσουν πάμφτωχα κράτη να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς τράπεζες και κυβερνήσεις της Δύσης, διαθέτοντας μέχρι και το 30% των ισχνών εσόδων τους. Αυτό αποτρέπει τις, κρίσιμες για την ανθρώπινη ανάπτυξη, δημόσιες επενδύσεις, οδηγεί σε εξοντωτική λιτότητα, γεννά βίαιες εκφράσεις απελπισίας και θυμού, μετατρέπει φτωχά αλλά αυτάρκη κράτη σε παρίες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Για τους παγκόσμιους οργανισμούς, ανάπτυξη σημαίνει δυτικοποίηση και αστικοποίηση, εκβιομηχάνιση, μεγάλα έργα υποδομής, τουριστικά συγκροτήματα και στάδια και, πάνω απ’ όλα, εξαγωγική γεωργία και εξορύξεις που διαιωνίζουν τις συνθήκες άνισης ανταλλαγής μεταξύ βορρά και νότου, μαζί με την ανάγκη δανεισμού για άχρηστα φαραωνικά έργα που επιβαρύνουν το περιβάλλον, οδηγούν σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και στην υφαρπαγή της γης τους.

Τα δάνεια προς τις φτωχές χώρες ποτέ δε συνδέθηκαν με τις πραγματικές τους ανάγκες. Μεγάλο μέρος τους διατέθηκε σε εξοπλισμούς, σε πολέμους για τα συμφέροντα των ισχυρών χωρών, τα οποία υπηρετούνται από διεφθαρμένα καθεστώτα, όμως η κρίση χρέους ήρθε από την τραπεζική κερδοσκοπία που υποστήριξαν οι οργανισμοί της Ουάσιγκτον με μονεταριστικές πολιτικές. Οι ίδιοι οργανισμοί που, για να εκταμιεύσουν την αναπτυξιακή βοήθεια έθεσαν υπό επιτήρηση τις οικονομίες των φτωχών χωρών, ως πειραματόζωα μιας μακροοικονομικής πολιτικής που στην ουσία είναι στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού σε πλανητική κλίμακα, πολιτικό σχέδιο για την ανεμπόδιστη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σ’ όλη τη γη.

Τα προγράμματα δομικής προσαρμογής περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις υπέρ της απελευθέρωσης της αγοράς που υποτίθεται ότι θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Περιορίζουν την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, προωθώντας τις εξαγωγές που θα συμβάλλουν στην αποπληρωμή του χρέους. Διευκολύνουν τις ξένες επενδύσεις, ενθαρρύνουν την αποταμίευση, επιβάλλουν ψηλά επιτόκια για τη μείωση του πληθωρισμού, περιορίζουν τις επιδοτήσεις ντόπιων προϊόντων, τους ελέγχους πάνω στις τιμές, την προστασία της εθνικής οικονομίας, το κοινωνικό κράτος.

Αποτέλεσμα είναι συνήθως η επέκταση της φτώχειας. Η ανάπτυξη των εξαγωγών δεν αποφέρει δημόσια έσοδα, οδηγώντας σ’ ένα σπιράλ μείωσης των τιμών των προϊόντων στις διεθνείς αγορές ενώ, παράλληλα, ακριβαίνουν τα αγαθά στην εσωτερική αγορά των φτωχών χωρών. Η απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου τις εκθέτει στον ανταγωνισμό των ισχυρών. Τα υψηλά επιτόκια μειώνουν τη ρευστότητα προς τις μικρές επιχειρήσεις, φρενάροντας την τοπική ανάπτυξη. Η μείωση των δημόσιων δαπανών δεν δίνει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς όταν στοχοποιεί μονόπλευρα τις κοινωνικές υπηρεσίες αντί για τους εξοπλισμούς και τη διαφθορά. Η υπερφορολόγηση και οι οριζόντιες περικοπές στην υγεία, την εκπαίδευση και τις αγροτικές υποδομές οδηγεί στη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών ζωής. Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων δεν αυξάνουν την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητά τους. Παράγουν διαφθορά, αντικαθιστώντας το μονοπώλιο του κράτους με ιδιωτικά μονοπώλια που ανεβάζουν απεριόριστα τις τιμές των αγαθών. Κανένα κέρδος για την ανταγωνιστικότητα αλλά τα καλύτερα κομμάτια από τη δημόσια περιουσία περνούν πολύ φθηνά σε ιδιωτικά χέρια. Η ανθρώπινη ανάπτυξη θυσιάζεται στο βωμό της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς.

Όπως συμπεραίνει η έκθεση, τα προγράμματα δομικής προσαρμογής αποδείχτηκαν ένας πολύ αποτελεσματικός μηχανισμός μαζικής μεταφοράς οικονομικών πόρων από το νότο προς το βορρά, μέσα από την παγκόσμια οικονομική αντεπανάσταση που ξέσπασε τη δεκαετία του ’80, αλλάζοντας τις παγκόσμιες ισορροπίες προς όφελος των ισχυρών χωρών, χωρίς καμιά ένδειξη ανάπτυξης για τις φτωχές, χωρίς την προώθηση της διατροφικής αυτάρκειας, της βιώσιμης ανάπτυξης ή της πολιτικής αυτονομίας. Με κριτήριο τα ουσιώδη, τα προγράμματα των δανειστών, οι πολιτικές λιτότητας και εξάρτησης, έχουν αποτύχει με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο, αφήνοντας στον «παγκόσμιο νότο» μόνο οικολογική καταστροφή, αποβιομηχάνιση, πλήθη από άνεργους, άστεγους και άκληρους, αθλιότητα, υποσιτισμό και επιδημίες, συστήματα υγείας και παιδείας σε κατάρρευση, γενικευμένη έκπτωση της δημοκρατίας.

Ας πάρουμε υπ’ όψη αυτό συμπέρασμα. Οι πολιτικές δομικής προσαρμογής δεν είναι το δικό μας σχέδιο. «Η ανάπτυξη απαιτεί αλλαγές στην κατανομή του εισοδήματος με τρόπο που το μεγαλύτερο δυνατό μέρος του πληθυσμού να απολαμβάνει πλήρως τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά του δικαιώματα». Δεν πρόκειται για ιδεοληψίες αλλά για τη ζωή μας, που πρέπει να υπερασπιστούμε.

 

* Η Μαρία Μάρκου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια ΕΜΠ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!