Ο γνωστός τραγουδιστής μιλά για τον τραγουδοποιό στον Δρόμο και την Τίνα Παππά, ανατρέχει στο χρόνο και ανθολογεί μνήμες και μικρές ιστορίες, από την πολυετή φιλία μαζί του
Καλοκαίρι. Ήμουν δεν ήμουν 7-8 χρονών. Και με πηγαίνει ο πατέρας μου σε έναν θερινό κινηματογράφο, μου παίρνει κι ένα σάντουιτς από την καντίνα, και εκεί που τρώω, βλέπω έναν τύπο να βγαίνει στη σκηνή, με ένα ροζ σατέν πουκάμισο, τον κοιτάω και αμέσως μου έρχεται η όρεξη για κάτι γλυκό. Βγάζω ένα κουτάκι καραμέλες, ξεκινά η μουσική και σκέφτομαι πόσο άψογος ο συνδυασμός της γεύσης με τη μουσική. Βγαίνει κι ο Μητσιάς, και τότε, μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, νιώθω ένα αεράκι να με δροσίζει ακούγοντας «Ντόνα Μαντόνα, γλυκιά Κεφαλλονίτισσα». Το τραγούδι μιλάει για μαχαίρια, πιστόλια, το στοιχείο μου στην ηλικία αυτή.
Μετά από λίγα χρόνια βλέπω κάτι πανό για την προεκλογική εκστρατεία να γράφουν «στον Κληρίδη λέμε ναι». Και πάλι στο μυαλό μου έρχεται ο Λουκιανός. Το ’91 έρχομαι στην Αθήνα για σπουδές, το καλοκαίρι του ‘92 πάω σε μια παράσταση που λεγόταν «Αχ Πατρίδα μου γλυκιά». Και ακούω τον Λουκιανό να τραγουδάει «στη βρύση τη βουνίσια, σιμά είν’ η φλαμουριά» και ξαφνικά μια γλυκιά μελαγχολία με κατακλύζει. «Πόσο θα’ θελα», σκέφτομαι σιωπηρά, «να ήμουν σε αυτήν την παράσταση». Μετά το τέλος, ένας φίλος που ήξερε καλά τον Λουκιανό με καλεί να πάμε σε ένα μπαρ στη Λεμεσό, στην επιγραφή του μπαρ διαβάζω «Western Saloon». Μέσα στο μπαρ ένα πιάνο, ο ιδιοκτήτης κρατάει ένα κλειδί και πηγαίνει να το ξεκλειδώσει. Οι κουρτίνες κλείνουν και ο Λουκιανός παίρνει το ουίσκι του και κάθεται στο πιάνο. Νιώθω να βρίσκομαι σε ένα πλοίο που ταξιδεύει με αυτόν καπετάνιο. Σκέφτομαι «αυτός είναι ο μάγος της νύχτας»…
Στην Αθήνα…
Επιστροφή στην Αθήνα το 1994. Γνωρίζω ένα κορίτσι που η μητέρα της είχε σχέση με τον Λουκιανό, όταν σπούδαζαν μαζί στην Αρχιτεκτονική. Βρισκόμαστε ξανά σε ένα σπίτι, όπου είχαν βάλει σε βίντεο μια συναυλία που είχε δώσει στον Λυκαβηττό. Βάζει ένα ουίσκι, πίνει μια γουλιά και με ρωτάει: «Θέλεις να πούμε αυτό το τραγούδι μαζί;». H πρόταση μένει στο κενό. «Σιγά», σκέφτομαι, «μην το θυμάται κι αύριο»… Πράγματι, δεν τον ξαναείδα για 11 χρόνια. Κι ένα πρωινό με παίρνει η Άννα Βαγενά και μου λέει ότι ο Σπύρος Παπαδόπουλος μιλούσε για μένα στον Λουκιανό «και θέλει να σε γνωρίσει για να κάνετε κάτι μαζί». Πήγα στο σπίτι στον Κεραμεικό και κάθισα μαζί με την Βαγενά στην αυλή. Ξαφνικά κατεβαίνει εκείνος, με το γνωστό χαλαρό στυλ του καουμπόι. Σκύβει και μου λέει στο αυτί: «Εμείς γνωριζόμαστε. Είχαμε κοινά κορίτσια… Εγώ τη μάνα, εσύ την κόρη!». Κοκκινίζω εγώ και συνεχίζει: «Ξέρω τι κάνεις» (είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος Η Αμοργός του Γκάτσου σε μουσική Χατζιδάκι, όπου συμμετείχα) «και τώρα που θα συνεργαστούμε, μην πεις κανένα δικό μου τραγούδι, αν δεν θες…» (ο Λουκιανός ήταν ένας πραγματικά ακομπλεξάριστος άνθρωπος). Κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πει με σοβαρό ύφος «εμένα όλα τα τραγούδια μου είναι το ίδιο τραγούδι» (είχε μια εμμονή με τον τόνο και τη φόρμα που έπρεπε να έχουν τα τραγούδια του, μέχρι που τα κατέτασσε με χρώματα, ανάλογα με τη διάθεση που ενέπνεαν). Στην αρχή, με όλα αυτά που άκουγα, λίγο τον φοβόμουν… Αργότερα, όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στο πατάρι στο Μεταξουργείο, μοιραζόμασταν το καμαρίνι.
Η μια πλευρά, του Λουκιανού, ευλαβικά τακτοποιημένη, μπλε βούρτσα μαλλιών, δίπλα τα μπλε άφιλτρα Gauloises, ένας μπλε αναπτήρας και μια κολόνια Aqua Velva. Μπλε κι αυτή… Κι ο ίδιος στα live έβγαινε στη σκηνή πάντα με ένα μπλε πουκάμισο. Η δική μου πλευρά, σακάκι-παντελόνι-πουκάμισο, άτσαλα ριγμένα στον πάγκο. Καθόμαστε λοιπόν και τον βλέπω να κοιτάζει την πλευρά μου για πολλή ώρα, μ’ ένα περίεργο ύφος. «Θες να μείνεις μόνος;». «Όχι» μου απαντά, «μπορείς να πας έξω να πάρεις ένα ουίσκι και να γυρίσεις; Εγώ θα κάνω κάποιες διορθώσεις στο καμαρίνι». Γυρίζω και τι να δω… Όλα μου τα ρούχα διπλωμένα και τακτοποιημένα. Έμεινα κόκαλο. «Δεν είναι καλύτερα έτσι;», μου λέει. «Ντροπή», σκέφτομαι από μέσα μου… «Σας ευχαριστώ κύριε Κηλαηδόνη». «Θα τελειώνεις με αυτό το κύριε;». Και κάπως έτσι ήρθαμε λίγο πιο κοντά για πρώτη φορά.
Ξανά στο πατάρι, μια μέρα παίρνω κατά λάθος τον μπλε του αναπτήρα. Και βγαίνω στη σκηνή, έχοντάς τον στην τσέπη. Ενώ τραγουδάω, βλέπω απέναντι, στην πορτούλα πίσω από το μπαρ, να ξεπροβάλει το κεφάλι του Λουκιανού και να με κοιτάει. Δεν δίνω σημασία. Ύστερα από 3 λεπτά, εμφανίζεται στο πλάι μου, επί σκηνής: «Καταραμένε, φέρε τώρα τον αναπτήρα!». Φαντάζεσαι… Να ψάχνω έναν αναπτήρα ενόσω τραγουδούσα… Κι αυτός, σε στάση καουμπόι, να είναι έτοιμος να βγάλει το πιστόλι και να με εκτελέσει! Του τον δίνω και μου λέει… «Αυτό να μην επαναληφθεί!». Την άλλη μέρα μου έφερε δώρο ένα κουτί αναπτήρες, άσπρους όμως! Συνεχίζουμε τις παραστάσεις, και λίγο πριν τα Χριστούγεννα του λέω ότι θέλω να μυρίσω την Aqua Velva. Με διατάζει: «Άνοιξε τις χούφτες σου και ρίξτην την όλη στο πρόσωπο και στα μαλλιά σου». Έτσι έκανε κι αυτός. «Μ’ αρέσει πολύ» του λέω, και παραμονή Πρωτοχρονιάς, μπαίνω στο καμαρίνι και βλέπω μια μεγάλη κολόνια και ένα αυτόγραφό του να γράφει «Χρόνια Πολλά, με Aqua Velva»…
Το 2006 η γυναίκα μου μένει έγκυος. Είχαμε συμφωνήσει να μην κάνουμε γάμους και τέτοια τυπικά. Με ρωτάει ο Λουκιανός «η Χαρά πότε θα γεννήσει;». «Σεπτέμβρη», του λέω. Με ρωτάει ξανά, «δεν θα παντρευτείτε;». «Μάλλον όχι» του απαντώ. Και μου λέει, «για ένα φιλότιμο, ρε Δώρο. Το κορίτσι μέσα της θα θέλει…». Κι έτσι, την επομένη της συναυλίας μας στο Ηρώδειο στις 30 Αυγούστου, έρχεται το πρωί ο Λουκιανός στο σπίτι, μας παίρνει και μας παντρεύει στο Δημαρχείο του Υμηττού. Την ώρα που υπογράφει, μου λέει με νόημα «το στυλό μου είναι ειδικό… Το μελάνι μετά από κάποιο χρόνο εξαντλείται!».
Σε ευχαριστώ κύριε Λουκιανέ
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ήμασταν καθημερινά μαζί. Ακόμη κι όταν δεν βρισκόμασταν, με έπαιρνε στη 1 το βράδυ και μου έλεγε «I just called to say I love you». Κάποια στιγμή, κάνουμε περιοδεία με την ΚΟΕΜ (Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής). Έρχεται ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στην Νέα Μάκρη και βλέπει τη συναυλία. Μου λέει «δεν σε ήξερα, αλλά θέλω να πεις ένα τραγούδι του Λουκιανού στην καινούρια μου ταινία, μόνος ή μαζί του». Εννοούσε την ταινία που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Και το τραγούδι ήταν το «Αυτές οι καλύτερες μέρες». Λίγο αργότερα, ο Αγγελόπουλος σκοτώνεται και η ενημέρωση του Κηλαηδόνη ήταν «Δώρο, το τραγούδι θα το πούμε εκεί πάνω…».
Καταπιανόταν πάντα με τη λεπτομέρεια. Στο δωμάτιό του, όπου συνήθιζε να κολλά διάφορα που του άρεσαν σε post-it πάνω σ’ έναν τοίχο, είδα μια φορά που έγραφε «ο Θεός βρίσκεται στη λεπτομέρεια». Εγώ, όπως πάντα αφηρημένος, όταν επισκεπτόμουν το σπίτι του, καμία φορά ξεχνούσα εκεί τα τσιγάρα μου. Ένα βράδυ που είχα ξεμείνει από τσιγάρα, πήγε και μου έφερε όλα τα ξεχασμένα πακέτα τσιγάρα που είχε φυλάξει!
Με όλα αυτά που περιέγραψα, θέλω κυρίως να πω ότι ο Λουκιανός είναι η τελευταία περσόνα συνθέτη που γνώρισα. Ευγενής, μάγκας, γαλαντόμος, περιποιητικός, σχολαστικός, συμπονετικός, ακομπλεξάριστος, με ένα αστείρευτο, σοβαρό χιούμορ. Ένας συνθέτης-σκηνοθέτης. Ένας άνθρωπος παλαιάς κοπής. Ένας ματζόρε συνθέτης, μα από μέσα μινόρε… Σε ευχαριστώ κύριε Λουκιανέ και «ξημερώνοντας την άλλη μέρα, όταν το σύνθημα δώσεις εσύ, σε ένα αερόστατο θα μπούμε όλοι, να συνεχίσουμε στον ουρανό…».