Του Μάρκου Δεληγιάννη
Τώρα που οι πλατείες, ύστερα απ’ της γιορτής το τέλος, τις σημαίες και τα συνθήματα βιαστικά καταχώνιασαν όπως-όπως στης λήθης τα ντουλάπια, απειλητική η καθημερινότητα προβάλλει. Κι εσύ, σύντροφε, είσαι πάλι αντιμέτωπος με τον ανελέητο δικαστή, τον εαυτό σου! Στέκεσαι γυμνός μπρος στον καθρέφτη κι αναρωτιέσαι, άραγε με πόσους καθημερινούς θανάτους έρχεσαι αντιμέτωπος; Με την αδιαφορία μπροστά στην κραυγή των δολοφονημένων χαμόγελων, με τη σιωπή μπροστά σε τόσους βιασμούς παιδικών ψυχών, με τη δειλία μπροστά στους κυνηγούς του κέρδους, με τους προσκυνημένους στου φόβου τα ιερατεία και στης προσδοκίας τη μάταιη αναμονή και τέλος με των συντρόφων την πεποίθηση, ότι κατέχουν τη μόνη και μοναδική αλήθεια; Κάθε μέρα τα ίδια ερωτήματα, οι ίδιες αγωνίες.
Ελπίζεις στον ερχομό της μεγάλης στιγμής, όταν τα σήμαντρα θα σημάνουν την έλευση κάποιου μεσσία, που θα δώσει ζωή στα όνειρά σου. Καθισμένος σε ξεκοιλιασμένες καρέκλες, αναπνέεις τον καπνισμένο αγέρα τον κομματικών γραφείων κι εκεί αναπολείς ναυάγια συγκλονιστικά, αναίτιους ηρωισμούς. Την ίδια στιγμή εναποθέτεις τις ελπίδες σου στις επερχόμενες φουρτούνες, που τώρα γεννιόνται στις θάλασσες τις ανοιχτές.
Κι η τρικυμία ήρθε κι οι ναυαγοσώστες, πριν τον κάβο το σωτήριο πετάξουν, τη συγκατάθεσή σου απέσπασαν: Να εφαρμόσεις πράγματα, να εκχωρήσεις προνόμια που στο κοντινό παρελθόν, ούτε να τα διανοηθείς δεν θα ‘θελες. Τώρα όμως, τη στενωπό πρέπει να περάσεις. Εκεί, ο άνεμος λυσσομανώντας, καρτέρι έχει στήσει παρέα με το κύμα το ανταριασμένο κι από κοντά η Σκύλλα και η Χάρυβδης παραμονεύουν, στο σκάφος κατοχή να κάνουνε. Φίλε μου, αντιλαμβάνεσαι πολύ καλά, κύριο μέλημα είναι το σκάφος τη στενωπό να περάσει. Μα αυτό για να γίνει, πλήρωμα χαλκέντερο πρέπει το πλοίο να διαθέτει. Ναύτες που τους ανάθρεψε της θάλασσας η αλμύρα. Κι αν χρειαστεί το μπάρκο αβαρίες να κάνει, ή, πορεία για λίγο ν’ αλλάξει, ο καπετάνιος θα το αποφασίσει. Εκείνο που προέχει είναι το φτάσιμο στου προορισμού το λιμάνι με τις λιγότερες απώλειες. Μα αλήθεια, σύντροφε, το πλήρωμα ποιος το ναυτολόγησε;
Τούτες τις κρίσιμες στιγμές, όταν του πλοίου τη σκάλα διαβείς, και το τιμόνι αδράξεις, τα πόδια δυνατά κι αμετακίνητα να μείνουν, σαν δέντρο βαθύρριζο που ξέρει στις θύελλες ν’ αντέχει. Και το μέτωπο κι η όψη χαραγμένα απ’ του ανέμου και της θάλασσας το μαστίγωμα ν’ αναδίνουν γαλήνη, γνώση κι ειρήνη. Ύστερα, όταν στεριά πατήσεις, πρέπει να μάθεις στης πραγματικότητας τη λεωφόρο να βαδίζεις.
Όμορφα είναι τα τραγούδια μας. Κανείς γι’ αυτό δεν αμφιβάλλει. Μα, σύντροφε, θυμάσαι εκείνους τους νεολαίους που βάδιζαν στις μεγάλες λεωφόρους τραγουδώντας και κρατώντας όρθια κοντάρια έτοιμα να πετάξουν στα ουράνια. Μόνο που κανένας δεν έστερξε το βλέμμα του ψηλά να σηκώσει για να δει πως σημαίες δεν υπήρχαν στων κονταριών την άκρη.
Τη στενωπό αυτή για να διαβούμε και το σκάφος της Αριστεράς αλώβητο στο λιμάνι να καταπλεύσει, προέχει, επιτέλους, με την καθημερινότητα να ζυμωθούμε. Τα άμεσα προβλήματα του κόσμου ν’ αγκαλιάσουμε. Δεν ωφελούν οι αναίτιες θυσίες, οι υπεροψίες, οι φιλοδοξίες. Οι φαιές ορδές καραδοκούν. Ο χρόνος καλπάζει απειλητικά. Η ενότητα στη δράση, η οργανωμένη πάλη, είναι τ’ απαραίτητα εργαλεία για να φύγουμε μπροστά.