Ηρακλής Δ. Λογοθέτης, Το αρχιπέλαγος της γραφής, Μαΐστρος, 2006. Του Γιώργου Κοροπούλη.
Η πρώτη ανάγνωση αποκαλύπτει μιαν αλληλουχία μεταμορφώσεων, όπου οι μόνες σταθερές είναι η γερά θεμελιωμένη σχέση του Λογοθέτη με την ελληνική γλώσσα και το αποτύπωμα ενός αυθεντικού συγγραφέα. Η πρωτόλεια Παραληρηματική ελεγεία για το κόκκινο και το μαύρο (Καρανάσης, 1984) είναι άλυσσος κειμένων που «γράφτηκαν σε εφτά πυκνές μέρες σκοτοδίνης, από τις 11 ώς τις 18 Ιανουαρίου του 1984» (όντως; ή πρόκειται για αναφορά στη Λούξεμπουργκ;). Η γυναίκα της Πράγας (Ροές, 1987) είναι αφήγημα που «δουλεύει σαν δίχρονη μηχανή: στα κεφάλαια με τους μονούς αριθμούς, ο αναγνώστης θα βρει την εξέλιξη της πλοκής, τα γεγονότα και τα υλικά που συνθέτουν αυτή την ιστορία», ενώ «στα κεφάλαια με τους ζυγούς αριθμούς, το διασκεπτικό υφάδι του υποστρώματος, τον μίτο της δοκιμιακής ερμηνείας». Έπειτα εκδίδεται Το αρχιπέλαγος της γραφής, στην πρώτη εκδοχή του (Εξάντας, 1990). Κι έρχεται η ώρα των εκδόσεων Ίνδικτος: Το Πουλί της καταιγίδας (1998) είναι ανάπτυγμα (σε 47 παραγράφους) παρέμβασης σε συμπόσιο περί διανοουμένων: κάθε παράγραφος ορίζει, στην παράδοση της καλύτερης σάτιρας, έναν τύπο διανοουμένου («εσπευσμένης φυγής», «λαθροβίου διαμονής», «ελλογίμου σπουδής» κ.λπ.: ο ίδιος ο συγγραφέας συστήνεται ως «ελευθέρας βοσκής»).
Οι Κρουόμενες (1999) είναι τρία πορτρέτα γυναικών, τύπου Αβινιόν (όσον αφορά τη συνθήκη οράσεως που δημιουργεί ο συγγραφέας). Όμως, πίσω απ’ τη βιτρίνα στεκόταν η Νάντια του Μπρετόν, τελικά;΄Ή η Ιουστίνη του Σαντ; Οι Ιχνηλασίες (2001) είναι «δοκιμές κριτικού και αισθητικού προσανατολισμού ή σχόλια σε φιλοσοφικά έργα και στις επιστήμες του ανθρώπου». Το Έτος – Άγος ή Πώς εορτάζεται παρ’ Έλλησιν ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2004) είναι ροϊδικού τύπου λίβελλος: δυσκολότατο είδος. Η δωρεά και το πλήγμα (2004) είναι Παραβολές από τη μυθιστορία της τυφλότητας: διακειμενικό σλάλομ, ειρωνική σπονδή στον οξυδερκή αναγνώστη… Τέλος, συναιρώντας όλα τα προηγούμενα και οδηγώντας τον απολαυστικό πίνακα που σχημάτιζαν προς το σημείο φυγής του, επανεκδίδεται, ριζικά αναθεωρημένο κι εμπλουτισμένο, γραμμένο κατ’ ουσίαν εξ υπαρχής, Το αρχιπέλαγος της γραφής (Μαΐστρος, 2006).
Το αρχιπέλαγος δεν επεξηγείται, δεν συνοψίζεται, καθώς αναπτύσσει το φάσμα της γραφής, των δυνατοτήτων της έρρυθμης γλώσσας, τείνει μάλιστα συνεχώς ν’ αναδεικνύει τα όριά της. Αποτελεί επίτευγμα – αλλά τι επιτυγχάνεται, σε εσχάτη ανάλυση, εδώ; Ποιο είναι το σημείο φυγής; Εδώ ανασυγκροτείται ως γλωσσικό γεγονός (καθώς η γραφή κοιτιέται στον καθρέφτη της) ο δανδής, αυτή η κλασική φιγούρα (και γενέθλια στιγμή) της νεοτερικότητας, όπως τον περιέγραψε ο Καμί: «Ο δανδής δημιουργεί τη δική του ενότητα με αισθητικά μέσα. Αλλά είναι αισθητική παραξενιάς κι άρνησης. “Να ζεις και να πεθαίνεις μπροστά σ’ έναν καθρέφτη”, αυτό ήταν το έμβλημα του δανδή κατά τον Μποντλέρ. Ο δανδής βρίσκεται από καθήκον στην αντιπολίτευση. Συνεχίζει να υπάρχει μέσα στην πρόκληση. Το πλάσμα μέχρι τότε δεχόταν τη συνάφεια με το δημιουργό του. Από τη στιγμή που κόβει, επίσημα, τη σχέση του μαζί του, παραδίνεται στις στιγμές, στις ημέρες που περνούν, στη σκόρπια ευαισθησία.
Πρέπει, λοιπόν, να ξαναπάρει τη διεύθυνση του εαυτού του. Ο δανδής συγκεντρώνεται, φτιάχνει μια ενότητα με την ίδια τη δύναμη της άρνησης. Άστατος σαν άτομο που έχασε κάθε κανόνα, θα μείνει συνεπής σαν προσωπικότητα. Αλλά η προσωπικότητα προϋποθέτει ένα κοινό: ο δανδής δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο αντιμέτωπος στους άλλους. Δεν μπορεί να βεβαιωθεί για την ύπαρξή του αν δεν την ξαναβρίσκει στα πρόσωπα των άλλων.
Οι άλλοι είναι ο καθρέφτης. Καθρέφτης που θολώνει γρήγορα, γιατί η ικανότητα προσοχής του ανθρώπου είναι περιορισμένη. Πρέπει να διεγείρεται ασταμάτητα με τα σπιρούνια της πρόκλησης. Ο δανδής είναι, λοιπόν, υποχρεωμένος να εκπλήσσει πάντα. Προορισμός του είναι η ιδιομορφία, τελειοποιείται στην επιτήδευση. Πάντα σε διάσταση, στο περιθώριο, αναγκάζει τους άλλους να τον δημιουργούν με την άρνηση των αξιών τους. Παίζει τη ζωή του, αφού δεν μπορεί να τη ζήσει. Την παίζει, όμως, μέχρι το θάνατο», (μτφρ. Τζούλια Τσακίρη).