Μπαίνοντας στο φθινόπωρο ο νους όλων στρέφεται στον χειμώνα που έρχεται και αυτό γιατί όλα δείχνουν πως τους επόμενους μήνες θα αναμετρηθούμε με πολλά προβλήματα. Η αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων έχει ήδη εκτοξεύσει το κόστος της μετακίνησης για τους περισσότερους ενώ θα έχει δραματικές συνέπειες και στο κόστος της θέρμανσης. Η κατάσταση γίνεται δε ακόμη πιο δύσκολη αν στην παραπάνω εξίσωση προστεθεί η αύξηση του πληθωρισμού, η αύξηση στο κόστος των σιτηρών παγκοσμίως και άρα η ακρίβεια που εμφανίζεται σε όλα τα προϊόντα, με αυτά που λέμε «είδη πρώτης ανάγκης» να οδηγούν την κούρσα. Έτσι ενώ το οικονομικό πρόβλημα είναι ένα μόνο από όσα αντιμετωπίζει η κοινωνία και η χώρα, οι διαστάσεις που λαμβάνει το καθιστούν για πολλούς συμπολίτες μας πρόβλημα επιβίωσης και αυτό γιατί αγγίζει εκείνα τα έξοδα κάθε οικογένειας που είναι επώδυνο να περιοριστούν αλλά και αδύνατο να κοπούν.
Η κυβέρνηση μαζί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνομολογούν ότι το πρόβλημα είναι αναπόδραστο –κάτι στο οποίο συμφωνούν και διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ– όμως για αυτό μπορούν να γίνουν λίγα πράγματα. Οι παροχές περιορίζονται σε μια γκάμα επιδοτήσεων που λαμβάνονται άπαξ για να καλύψουν τις μεγάλες πληγές, αυτός είναι άλλωστε και ο χαρακτήρας όλων των pass που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση την τελευταία περίοδο. Μέτρα που σαν σκοπό δεν έχουν –ούτε καν διακηρυκτικά– να λύσουν το πρόβλημα, ούτε καν να παρέμβουν στους όρους που το δημιουργούν, ο πραγματικός σκοπός είναι να αποφευχθούν τα χειρότερα. Μόνο που το πολιτικό σύστημα με τον όρο «χειρότερα» δεν εννοεί τη μαζική φτώχεια που απειλεί ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αλλά τις πιο αποκρουστικές πλευρές της, που είναι και εκείνες που γρήγορα μπορούν να πυροδοτήσουν κοινωνικές αντιδράσεις.
Αυτές οι αντιδράσεις είναι τα «χειρότερα», εκείνο που απεύχονται οι ελίτ. Όσο για τη φτώχεια, το πώς θα ζεσταθεί μια οικογένεια το χειμώνα, τι θα γίνει στην επαρχία και ειδικά εκεί όπου ο χειμώνας είναι βαρύς, πώς θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν όσοι είναι αναγκασμένοι να κάνουν διαδρομή μιας ώρας για τη δουλειά τους κ.ο.κ., δεν τους απασχολούν καθόλου. Αυτά όλα είναι θεμιτά για τις ελίτ, είναι μέρος της μεγάλης μετακίνησης πλούτου, της αφαίμαξης των κοινωνιών που προωθείται στα πλαίσια της «πολεμικής οικονομίας».
Πίσω από τις επιταγές του πολέμου και από τα έξωθεν δεινά, κρύβεται ότι οι αυξήσεις ξεκίνησαν πολύ πριν την έναρξη του πρώτου, αλλά και ότι οι σημερινές αναδιαρθρώσεις δεν αφορούν την επίλυση των λαϊκών προβλημάτων αλλά τη μεγάλη κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία. Εξού και οι πρόσφατες δηλώσεις της κυβέρνησης ότι όσοι δεν προσαρμοστούν θα πεθάνουν, μια ίσως ατυχής δήλωση αλλά αρκετά ειλικρινής και ως ένα βαθμό κυριολεκτική. Αφού, οι αναδιαρθρώσεις που προωθούνται είτε ενεργειακές είτε εργασιακές είτε κοινωνικές απαιτούν μπόλικη καύσιμη ύλη και εμπεριέχουν τον αποκλεισμό όσων δεν είναι αρκετά ευέλικτοι.
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η στρατηγική μπορεί να αποδώσει ή αν το χειρότερο σενάριο των ελίτ θα γίνει πραγματικότητα. Αν κρίνουμε από τα ως τώρα δείγματα γραφής, από τις δηλώσεις διεθνών οργανισμών και εκπροσώπων αλλά και από την πυρετώδη προετοιμασία αυταρχικών κρατικών μηχανισμών, ο φετινός χειμώνας προβλέπεται δύσκολος. Και ελπίζουμε να τον κάνουμε δυσκολότερο για εκείνους. Είναι η μόνη μας επιλογή.