O Έλληνας εφοπλιστής Πίτερ Νομικός ως σύγχρονος Ρομπέν των Δασών ξεκίνησε εκστρατεία αποπληρωμής του δημόσιου χρέους της πτωχευμένης Ελλάδας. Του Σταμάτη Μαυροειδή
Έστησε μια μη κυβερνητική φιλανθρωπική οργάνωση με έδρα την πολιτεία Delaware των ΗΠΑ, την ονόμασε GDF (Greece Debt Free) κι άρχισε να χτυπά πόρτες. Η Ελληνογερμανική Αγωγή, εκπαιδευτήριο που διατηρεί στενές σχέσεις με το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα προθυμοποιήθηκε να συνδράμει την πρωτοβουλία του εφοπλιστού, διοργανώνοντας τη βδομάδα που μας πέρασε εκδήλωση με θέμα: «Τέχνη και Αλληλεγγύη: Από τον κόσμο των χρωμάτων στο παράλληλο σύμπαν των αγορών». Στην εκδήλωση το κομμάτι της πολιτικής και των αγορών εκπροσώπησαν οι υπουργοί Αρβανιτόπουλος και Σταϊκούρας, ο Γερμανός πρεσβευτής και αρκετά ακόμη μέλη και στελέχη του εγχώριου κόσμου των επενδυτών και επιχειρηματιών. Ως προεξάρχουσα του καλλιτεχνικού χώρου παρέστη η ισόβια διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, κ. Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα.
Οι παραπάνω θέλησαν να τιμήσουν τους 32 Έλληνες εικαστικούς οι οποίοι μετά από πρόσκληση της Ελληνογερμανικής Αγωγής προσέφεραν ισάριθμα έργα για να δημοπρατηθούν στο Λονδίνο (αφιλοκερδώς, πάντοτε) από τον οίκο Bonhams. Τα λεφτά που θα συγκεντρωθούν θα δοθούν στο αλληλέγγυο και φιλάνθρωπο σωματείο GDF, εκείνο με τη σειρά του θα αγοράσει από τη δευτερογενή αγορά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που θα ακυρωθούν στη συνέχεια, έτσι ώστε να μειωθεί το εθνικό χρέος, το οποίο (σημειώνουμε) χάρη στη Γερμανο-αμερικάνικη… αλληλεγγύη της τρόικας και την εφοπλιστική ροπή προς τους αφορολόγητους παραδείσους των νησιών Καϊμάν έχει εκτιναχθεί στο αστρονομικό ποσό των περίπου 400 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ας πάμε, όμως, στο καθαυτό αντικείμενο, καθώς η στήλη εντρυφεί περισσότερο στον κόσμο των χρωμάτων απ’ ό,τι στο αχαρτογράφητο -γι’ αυτήν- σύμπαν των αγορών. Μας προτρέπουν, άλλωστε, να κινηθούμε προς την παιδεία και τις τέχνες τόσο η επισήμανση της Ελληνογερμανικης Αγωγής, η οποία αναφέρει ότι «στον αγώνα για τη μείωση του χρέους τα δεδομένα δεν είναι αυστηρά οικονομικά, αφού υπάρχει η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι μας», όσο και η «ποιητική» μπούρδα της κ. Μαρίνας Πλάκα ότι «οι Έλληνες ήταν πάντα εθελοντές μιας ρεαλιστικής ουτοπίας». Αν η επιδίωξη του ελληνο-γερμανικού σχολείου είναι να συμβάλει στη δημιουργία κριτικών και ευαισθητοποιημένων συνειδήσεων δεν έχει παρά να προϊδεάσει τους σπουδαστές του ότι το σύμπαν της τέχνης (οφείλει να) πορεύεται κόντρα στο ρεύμα των αγορών και των εξελιγμένων μηχανισμών του καταναλωτικού προτύπου που έχουν επιβάλλει. Να αποκαλύπτει ότι πίσω από την αθωότητα των λέξεων (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, αλληλεγγύη, ευθύνη, ανθρωπιά και διαφάνεια) ενδέχεται να δρουν αδιαφανείς κερδοσκοπικές εταιρίες και πολιτικές που καμιά σχέση δεν έχουν με την αλληλεγγύη και τη συμβολή στην αλληλέγγυα προσπάθεια που δημοσίως διαφημίζουν.
Και κάτι τελευταίο για τους 32 καλλιτέχνες που δέχτηκαν πρόθυμα να ναυτολογηθούν στη γαλέρα της εποχής τους. Τους τιμά κάθε έμπρακτη συνεισφορά καθώς η τέχνη πράγματι έχει τη δύναμη να εμπνέει, να καθοδηγεί, να μοιράζεται και να στηρίζει. Όταν, όμως, στέκονται δίπλα στον πολίτη, όταν συμπορεύονται, όταν του αποκαλύπτουν τον τρόπο και τους κόμπους που κατασκευάστηκε η θηλιά που σήμερα τον πνίγει. Σε ακραίες συνθήκες εξανδραποδισμού της κοινωνίας, όπως οι σημερινές, κάθε πολιτική αφέλεια που προκύπτει από την αφοσίωση στην τέχνη ή από τη θεμιτή (σε άλλους καιρούς) φιλοδοξία προσωπικής προβολής είναι ασυγχώρητες. Η τέχνη είναι ένα συνεχές ερώτημα, οι καλλιτέχνες πριν απ’ όλα είναι πολίτες. Η ναυτολόγηση, κατά συνέπεια, στη γαλέρα της εποχής τους, που εν προκειμένω ερμηνεύεται: στην κυρίαρχη εφοπλιστική και αφοπλιστική ιδεολογία που εξισώνει τους θύτες με τα θύματα, αθωώνοντας εκείνους που συνέβαλλαν ή δημιούργησαν την κρίση, είναι λάθος.