Του Μάρκου Δεληγιάννη. Τούτες τις νύχτες του χειμώνα, καθώς ο θάνατος στήνει καρτέρι στο αύριο, οι νεκροθάφτες προβάρουνε τη μάσκα την κατάλληλη -αυτήν του άμετρου θράσους- που ταιριάζει σε τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Βέβαια, εκεί δεν πρόκειται συζήτηση καμιά να γίνει, για την ανήκουστη αρπαγή, απ’ την τσέπη τη ρηχή τόσων χιλιάδων συνταξιούχων. Όχι. Ποιος νοιάζεται, τώρα, για δέκα ασήμαντες ημέρες χαμένης σύνταξης. Πάνε, αυτές ανελήφθησαν, όχι στους ουρανούς, αλλά στους άπατους θύλακες της διεθνούς των τοκογλύφων. Έχουν καθήκον σοβαρό την μακαριότητα και την ηρεμία των φοροφυγάδων να προστατεύσουν. Τώρα από τηλεπαράθυρο σε τηλεπαράθυρο θα περιφέρονται -θίασοι περιοδεύοντες- για να σπείρουν τον τρόμο, την αντιζηλία, την απάθεια στους περιδεείς υπηκόους.
Από κοντά τους και οι σύμμαχοι οι πιστοί: τα υπόδουλα, τα δημαγωγικά Μedia που κρατούν το τέμπο, όταν εκτελείται η συμφωνία σε ρε έλασσον: Η πάνδημη μιζέρια. Αναμφίβολα, προέχει της κυβέρνησης το αρραγές μέτωπο να μη διαρραγεί. Η σταθερότητα πάνω από όλα, μα και των εδράνων η κατοχύρωση – αλήθεια, με τι κόπο αποκτήθηκαν; Γι’ αυτό χωρίς σκέψη περίσσια, όλοι στοιχήθηκαν πίσω απ’ τη λέξη τη μαγική: Αυταρχισμός. Άλλωστε δεν είναι πρώτη φορά που τη φαιά σημαία του τρόμου αναδιπλώνουν. Εξήγγειλαν, με ύφος βαρύγδουπο, επίθεση «νομιμότητας». Ποιοι; Οι αρχιερείς της παρανομίας. Άρχισαν από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Απεργοί επιστρατεύθηκαν. Απεργίες κηρύχτηκαν παράνομες, εν μια νυκτί και Κυριακάτικα. Τα αιτήματα της χειμαζόμενης αγροτιάς αντιμετωπίζονται με δακρυγόνα. Η δημόσια περίθαλψη τελεί υπό κατεδάφιση. Η Παιδεία καταρρέει. Και οι γενναίοι ραβδούχοι ελαύνουν ανενόχλητοι. Χτυπούν, βιάζουν, τρομοκρατούν, παραποιούν, με τον πλέον χονδροειδή τρόπο, δηλώσεις βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ. Οι Συλλογικές Συμβάσεις, κατάκτηση του περασμένου αιώνα, τοποθετείται στα… ράφια της μνήμης, παρελθόν μακρινό.
Πόσο επίκαιροι στ’ αλήθεια είναι του Βάρναλη οι στίχοι! Λες και γράφτηκαν τώρα δα:
«Σου πήρανε, λαέ μου,/ το δίκιο του πολέμου/ οι πατριδοκαταλύτες,/ ξένοι και ντόπιοι αλήτες!/ Έξω του αφέντη η αρμάδα/ φυλάει, με μπούκα ορθή το λείψανό σου Ελλάδα/ μην ξάφνου αναστηθείς».
Ντροπή! Σκέπτομαι: Άραγε, στέρεψαν οι λέξεις της οργής; Ή μήπως κείτονται αδύναμες στο περιθώριο της μνήμης; Αναρωτιέμαι: Άραγε θα ’ρθει ποτέ στιγμή που ο καθένας από εμάς θα νιώσει πως ο αγέρας που αναπνέουμε, πολύ καιρό τώρα, είναι βρόμικος; Ανάβεις, φίλε μου, το τζάκι σου και καις τα έπιπλα που σου έχουν απομείνει. Παραδίνεις στους αργυραμοιβούς της ελπίδας τα πατρογονικά σου κειμήλια.
Στέκεσαι ταπεινά στις ουρές -πρόβατο για σφάξιμο- τα χαράτσια στους αφέντες να πληρώσεις. Κι ύστερα εκλιπαρείς τους «φιλάνθρωπους», λίγα απ’ τα αποφάγια τους να σου πετάξουνε. Φτωχέ ιθαγενή! Σε βρίζουν, σε φτύνουν, σε περιχύνουν ενοχές και συ κοιτάζεις ενεός. Η οργή, ο θυμός, την ψυχή σου ακόμη, φαίνεται, δεν πολιόρκησαν. Αλήθεια, εκείνη η περιώνυμη υπερηφάνεια σου, καύχημα χρόνων αλλοτινών, τι απέγινε; ή μήπως την εκποίησες κι αυτήν στο όνομα μιας αμφίβολης ελπίδας;
Εύκολα συναίνεσες στα όρντινα των Συγκλητικών, το ρόλο του άθλιου καμποτίνου να παίξεις στην αρένα. Κατάπιες χωρίς δυσκολία τις δικαιολογίες που σου πρόβαλαν: Πως δήθεν για το χάλι σου ευθύνονται οι σκουρόχρωμοι φτωχοδιάβολοι, αυτούς που μάζεψε στον τόπο μας το Δουβλίνο II. Αυτοί που τώρα εκπονούν ρατσιστικές επιχειρήσεις, με ονόματα βαρύγδουπα (Ξένιος Δίας), είναι αυτοί που υπερψηφίζουν αδιαμαρτύρητα τα κάθε λογής Δουβλίνα.
Μήπως, φίλε, τούτες τις κρίσιμες ώρες με καθάριο νου και με λεύτερο μάτι ν’ ατενίσεις ψηλά, εκεί, στο βάθος, όπου η θάλασσα πλαγιάζει με τον ουρανό και να στοχαστείς, πως κανείς δεν γεννήθηκε σκλάβος. Κανείς, μήτε θεός, μήτε προφήτης δεν διέταξε το σπέρμα του πατέρα σου να σε γεννήσει σκλάβο. Καιρός να νιώσεις τη δύναμή σου. Αγκάλιασε τον διπλανό σου. Είναι κι αυτός αδικημένος. Τι πειράζει αν είναι δημόσιος ή ιδιωτικός σκλάβος. Αλήθεια, φίλε, δεν νομίζεις πως ήλθε η ώρα για την ντροπή να συζητήσεις, για την ντροπή του σκυμμένου κεφαλιού; Ήρθε η ώρα το χαμένο θυμό ν’ ανακτήσεις.
Να πετάξεις μακριά εκείνο το άλφα το στερητικό, απ’ τη λέξη απάθεια, και να μείνει το πάθος φλογερό κι αστραποβόλο. Σ’ αφήσανε στο έλεος των αφεντάδων. Και εσύ, αναζήτησες το συνδικάτο σου; Υπάρχει; Ή είναι μόνο για να εξυπηρετεί της τρόικας τα κελεύσματα;
Φίλε εργαζόμενε, πορέψου στο οικείο Εργατικό Κέντρο και απαίτησε απεργία τώρα. Να φανείς αλληλέγγυος με τους συναδέλφους σου, που αψήφησαν την κυβερνητική τρομοκρατία και κήρυξαν απεργία. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο έτσι η χαμένη υπερηφάνεια θα επιστρέψει. Τι άλλο ακόμη περιμένεις να σου συμβεί, για να θυμώσεις;