Το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές μιζάρουν πολιτικούς και όχι μόνο, το ξέρουν οι πάντες στην Ελλάδα. Όπως και ότι η Novartis είχε οργιάσει, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον χώρο του φάρμακου. Όποιος όμως θεωρεί ότι αυτή είναι η μοναδική πλευρά ή αιτία του σκανδάλου, είναι σίγουρα γελασμένος.
Πρώτα απ’ όλα, μιλάμε για μια υπόθεση που ξεφεύγει κατά πολύ από την ελληνική κλίμακα. Ο πόλεμος ανάμεσα στις πολυεθνικές του φαρμάκου των ΗΠΑ και της Ευρώπης είναι ιστορία χρόνων με εμπλοκή κυβερνήσεων και άπειρες πολιτικές και δικαστικές προεκτάσεις.
Ειδικά για τη Novartis, οι ΗΠΑ έχουν μεθοδεύσει μια σειρά διώξεων και καταδικαστικών αποφάσεων εδώ και χρόνια, ήδη από το 2005. Οι Αμερικάνοι κατηγορούν τη –γερμανικών και ελβετικών συμφερόντων– πολυεθνική για μεθόδους αθέμιτου ανταγωνισμού απέναντι στις δικές τους φαρμακοβιομηχανίες. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια τεράστια αγορά με τζίρο πολύ πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια παγκοσμίως.
Όσο αφορά στην ελληνική περίπτωση, είναι πασιφανές ότι το σκάνδαλο Novartis αποτέλεσε ένα σημαντικό ρεγάλο των ΗΠΑ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της φιλικότατης ρύθμισης των θεμάτων που απασχολούν την Ουάσιγκτον στην περιοχή. Έτσι, ένα υπαρκτό σκάνδαλο τυγχάνει διάφορων χειρισμών προς εξυπηρέτηση άλλου είδους συμφερόντων. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας σε σχέση με τον τρόπο που το ελλαδικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει παρόμοια θέματα.
Είναι πασιφανές ότι η υπόθεση αξιοποιείται για προεκλογική χρήση, αφού βολεύει το «θέαμα» των σκανδάλων για να φιλοτεχνηθεί η κόντρα του «νέου» με το «παλιό» ή της «προόδου» με τη «συντήρηση». Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι, όπως και σε μια σειρά παρόμοιων περιπτώσεων, η υπόθεση θα τραβήξει όσο χρειάζεται και στη συνέχεια τα ίχνη θα χαθούν και οι περισσότεροι θα πέσουν στα μαλακά
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι, με τη συνδρομή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των αστυνομικών αρχών των ΗΠΑ, διοχετεύονται αθρόα στοιχεία προς την Αθήνα για την υπόθεση. Το μενού έχει απ’ όλα, προστατευόμενους μάρτυρες, καταθέσεις που «καίνε», διαρροές ονομάτων, όπως και συναντήσεις δικαστικών με κλιμάκια του FBI στη Βιέννη, τη Χάγη και αλλού.
Ούτε είναι τυχαίο που με βάση την υπόθεση κατηγορήθηκαν μια σειρά πολιτικοί που «χρεώνονται» στα ευρωπαϊκά συμφέροντα, όπως ο Βενιζέλος και ο, για 34 μέρες υπηρεσιακός πρωθυπουργός, Πικραμένος, οι οποίοι μαζί με τους Κουτρουμάνη, Λυκουρέτζο, απαλλάχτηκαν χωρίς πολλά πολλά πριν λίγες μέρες.
Η απάντηση των κυβερνητικών, έρχεται σχεδόν αυθόρμητα: Δηλαδή δεν υπάρχει σκάνδαλο; Μήπως είναι άμεμπτοι οι εκπρόσωποι του «παλιού συστήματος»; Μήπως κατά βάθος είσαστε με τον… Κούλη και τον Άδωνη;
Καταρχάς, πουθενά δεν φαίνεται η αντιμετώπιση αυτής της υπόθεσης να εντάσσεται σε κάποια εκστρατεία γενικότερης εξυγίανσης στον χώρο του φαρμάκου ή της Υγείας, όπου οι πρακτικές του παρελθόντος συνεχίζονται ανεμπόδιστα.
Κατά δεύτερο, η υποτιθέμενη διαμάχη του ΣΥΡΙΖΑ με το «παλιό σύστημα» είναι έτσι κι αλλιώς το μεγαλύτερο από τα fake news που κυκλοφορούν. Εκτός των άλλων, οι σημερινοί κυβερνόντες έχουν γίνει ένα με τους μηχανισμούς της διαπλοκής και μάλιστα έχουν μαζέψει μια σειρά πολιτικούς εκπροσώπους της, σημητικής, παπανδρεϊκής ή καραμανλικής προέλευσης. Αλλά και έχουν στήσει εντυπωσιακά γρήγορα ισχυρές γέφυρες με τα ίδια τα επιχειρηματικά συμφέροντα που είναι συνώνυμα της διαπλοκής στη χώρα, και δεν μιλάμε μόνο για την περίπτωση Π. Κόκκαλη.
Είναι πασιφανές ότι η υπόθεση αξιοποιείται για προεκλογική χρήση, αφού βολεύει το «θέαμα» των σκανδάλων για να φιλοτεχνηθεί η κόντρα του «νέου» με το «παλιό» ή της «προόδου» με τη «συντήρηση». Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι, όπως και σε μια σειρά παρόμοιων περιπτώσεων, η υπόθεση θα τραβήξει όσο χρειάζεται και στη συνέχεια τα ίχνη θα χαθούν και οι περισσότεροι θα πέσουν στα μαλακά. Αν κάποιοι την πληρώσουν, δεν θα είναι γιατί έφταιγαν περισσότερο από άλλους αλλά ίσως επειδή θα χάσουν κάποια στηρίγματα ή θα αποδειχτούν περισσότερο «αναλώσιμοι». Άλλωστε, σε αυτές τις ιστορίες, όλοι κρατούν όλους από διάφορες μεριές και οι συναλλαγές οδηγούν συνήθως σε συμψηφισμούς και παραγραφή.
Γ.Π.