Μια συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή, με αφορμή την ταινία “Ταξίδι στη Μυτιλήνη”.
Ο Λάκης Παπαστάθης, συντελεστής της μακροβιότερης εκπομπής της κρατικής τηλεόρασης «Παρασκήνιο», είναι σκηνοθέτης και των βραβευμένων ταινιών «Θεόφιλος», το 1987, και το «Μόνον της ζωή του ταξείδιον», το 2001. Πριν ένα μήνα, κυκλοφόρησε η τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του, το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», που παρουσιάζει την επιστροφή του πρωταγωνιστή στο νησί, μετά από πολλά χρόνια απουσίας στο Παρίσι. Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει με πολύ επιμελημένο τρόπο αυτή τη συγκινητική ιστορία. Με τη χρήση μιας υποκειμενικής κάμερας, το βλέμμα του ήρωα ταυτίζεται μ’ ό,τι βλέπει η κάμερα, άρα και ο θεατής. Έτσι, δημιουργείται μια αμεσότητα, ενώ ταυτόχρονα τηρείται και μια απόσταση. Το διπλό ταξίδι του ήρωα, στον τόπο του και στις οδυνηρές αναμνήσεις του, αποτυπώνεται με μια κατακερματισμένη, μη γραμμική φιλμική αφήγηση, καθώς οι μνήμες, διάσπαρτες στην ταινία, παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από έγχρωμες ενότητες, σε μια αναδρομή στην παιδική του ηλικία, ενώ το παρόν, σημαδεμένο από τις ενοχές για τις οικογενειακές δυστυχίες, παρουσιάζεται ασπρόμαυρο.
Μεγαλωμένος και ο ίδιος στη Μυτιλήνη, ο σκηνοθέτης νοιάζεται να καταγράψει το χαρακτηριστικό τοπικό ηχητικό ιδίωμα και να αποτυπώσει την εξαιρετική της ομορφιά. Με τη χρήση μονοπλάνων ενώνει το παρόν με το παρελθόν στον ίδιο χώρο, με μια θεατρικότητα, που πετυχαίνει επί σκηνής τη χρονική μετάβαση. Η αναπαράσταση της ζωής μπλέκεται με θεατρική αναπαράσταση. Τα τροπάρια και τα τραγούδια εποχής, το άκουσμα της ντοπιολαλιάς και γενικά το ακουστικό πεδίο, σε συνδυασμό με τις προσεγμένες φυσιογνωμίες των ηθοποιών και τις εικόνες του τοπίου της Μυτιλήνης φανερώνουν τη βαθιά αγάπη που τρέφει ο Παπαστάθης για μια ελληνικότητα, ενώ δεν παραλείπει τις λογοτεχνικές αναφορές: Βιζυινός, στην ταινία «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» και Κάλβος, στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», με τους στίχους της περίφημης ωδής «Αι Ευχαί», επίκαιρης όσο ποτέ.
Κύριε Παπαστάθη, ο γενέθλιος τόπος του ήρωα, η Μυτιλήνη, είναι και το δικό σας νησί. Πόσο επηρέασε αυτό τις αναφορές σας;
Παρά το ότι γεννήθηκα στο Βόλο, μεγάλωσα στη Μυτιλήνη. Εκεί τελείωσα το δημοτικό και το γυμνάσιο και εκεί κατάλαβα τον εαυτό μου. Ήμουν, όμως, διχασμένος, μισός Βολιώτης, μισός Μυτιληνιός. Όταν προσπάθησα να κάνω αυτή την ταινία για την επιστροφή, ένιωσα βέρος Μυτιληνιός, που σημαίνει ότι μέσα από τη δημιουργικότητα μπορεί να κατακτήσεις το νόστο. Ξαναθυμήθηκα τους ανθρώπους, ξαναέφτιαξα στη μνήμη μου το τοπίο που είχε αλλάξει εντελώς, ξαναέζησα την πόλη του τότε. Ο νόστος, ως κύριο θέμα, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ανέφικτος. Δεν είναι δυνατόν να γυρίσεις πίσω σε κάτι που δεν υπάρχει. Με τη μνήμη, όμως, το επιτυγχάνεις, καταφέρνεις να ξαναζήσεις τη γειτονιά που μεγάλωσες, τους ανθρώπους που έχουν πεθάνει, και έτσι, νιώθεις κατά κάποιο τρόπο πως ο θάνατος δεν είναι και τόσο σπουδαίο πράγμα. Κάνοντας την ταινία, τους φαντάζεσαι ζωντανούς κάθε μέρα, δίπλα σου, νικώντας, ουσιαστικά, το χρόνο. Έτσι, μέσα από αυτή την ταινία έγινε και η δική μου επιστροφή στη Μυτιλήνη.
Οι ήρωες σιγοτραγουδούν αγαπημένα τους τραγούδια, ακόμα και τροπάρια, κάτι που σπάνια συναντάμε στις σημερινές ταινίες. Τι σημαίνει αυτό για σας;
Υπήρξε μία εποχή, τους γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους, που τραγουδούσανε δίπλα-δίπλα εκκλησιαστικά τροπάρια, αντάρτικα, ρεμπέτικα και ελαφρά. Τα τροπάρια τα λέγαν με διαφορετικό τρόπο, όχι όπως οι παπάδες, αλλά όπως τραγουδάμε ένα ρεμπέτικο ή ένα ελαφρό τραγούδι. Όλα αυτά τα τραγούδια ήταν η προίκα του ελληνικού λαού, μ’ αυτά μπορούσε να εκφραστεί.
Το έργο σας χαρακτηρίζεται και από αναφορές στην ελληνική τέχνη και λογοτεχνία. Έχετε αφιερώσει μια ταινία στον Θεόφιλο, ενώ στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» ακούγονται εδάφια από τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, αλλά και στίχοι από τις ωδές του Κάλβου. Πώς το σχολιάζετε;
Από το ’65 και μετά, η γενιά του νέου, τότε, ελληνικού κινηματογράφου, δεν ήθελε να είναι η συνέχεια της Φίνος Φιλμ, του εμπορικού κινηματογράφου. Θεωρήσαμε ότι είμαστε παιδιά του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και της ελληνικής λογοτεχνίας. Κάναμε σινεμά δηλαδή, θαυμάζοντας λογοτέχνες. Αυτό είναι ευτυχία και δυστυχία μαζί. Το να θαυμάζεις τον Κάλβο και να κάνεις σινεμά δεν είναι εύκολο, αλλά είναι και πολύ δημιουργικό, διότι πρέπει κάτι να προβάλεις πάνω στην ποίησή του. Αν ψάξει κανείς την ιστορία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ), θα δει πάρα πολλές αναφορές στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στα τραγούδια, ιδιαίτερα στην ποίηση και στους γενάρχες του ΝΕΚ, ακόμη και στον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Δεν είδαμε, όμως, την ταινία σας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Γιατί;
Φέτος, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου με πλήγωσε. Από 20 χρονών, όταν έκανα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους, ανέβαινα πάντα στο Φεστιβάλ, είτε είχα ταινία, είτε όχι. Όλοι πηγαίναμε, τότε, στη Θεσσαλονίκη, βλέπαμε όλες τις ταινίες, τις συζητούσαμε και κρίναμε τα βραβεία. Έτσι, νιώθαμε μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας, της κοινότητας των ελλήνων κινηματογραφιστών. Αυτό το Φεστιβάλ υπηρετούσε τον Ελληνικό Κινηματογράφο. Με τον καιρό προέκυψε η ανάγκη να γίνει διεθνές. Λίγο-λίγο όμως, το Φεστιβάλ, έδιωξε τον ελληνικό κινηματογράφο, και φέτος, εγώ που έκανα ταινία, ένιωσα εξόριστος στον τόπο μου, και δεν πήγα. Άλλωστε, ο διευθυντής του, ο κύριος Εϊπίδης, έχει αφελληνίσει πλήρως και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, στο οποίο προΐσταται. Και όποιες ελληνικές ταινίες δέχτηκαν τους όρους του, και πήγαν στη Θεσσαλονίκη, τις εξόρισε κυριολεκτικά σε μία αίθουσα, χωρίς καμία προώθηση, με αποτέλεσμα να μην τις δουν και να τις κρίνουν, ώστε να εξακολουθήσει το Φεστιβάλ να προβάλλει τον ελληνικό κινηματογράφο. Και το δραματικό είναι ότι τόσο η επίσημη ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ., όσο και οι δημοσιογράφοι θεώρησαν αυτό το Φεστιβάλ πετυχημένο. Κάτι πρέπει να γίνει. Το ελληνικό σινεμά πρέπει να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος, του ΦΚΘ. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα υπάρξουν πολλές αντιδράσεις.
Τελευταία γίνεται μεγάλη συζήτηση για το νέο νόμο για τον Κινηματογράφο. Ποια είναι η δικιά σας γνώμη;
Ο νέος νόμος έχει δύο άρθρα πολύ ενδιαφέροντα, πολύ θετικά. Το ένα είναι ότι το 1,5% της ΕΡΤ θα δίνεται, στο εξής, υπολογίζοντας και το ανταποδοτικό τέλος. Έτσι η ΕΡΤ, θα μοιράζει κάθε χρόνο γύρω στα 4,5 εκατομμύρια. Δηλαδή θα είναι μια πηγή χρηματοδότησης πιο ισχυρή κι από το Κέντρο Κινηματογράφου, που μοιράζει γύρω στα 3. Το δεύτερο είναι ότι θα υπάρξει επιστροφή φόρου στους παραγωγούς, για τις ταινίες που κόβουν μέχρι 50.000 εισιτήρια. Θέτει όμως στο κέντρο της δημιουργικής διαδικασίας τον παραγωγό και όχι τον σκηνοθέτη. Αυτό είναι τραγικό λάθος. Στην εποχή μου, οι παραγωγοί μάς γύριζαν την πλάτη, μας λοιδορούσαν. Θέλουν να προσποριστούν οφέλη από το υπουργείο, για να κάνουν τις ταινίες υποκουλτούρας που κάνουνε. Αυτό δεν είναι αποδεκτό για μένα. Να δούμε, βέβαια, πώς θα εφαρμοστεί ο νόμος και να αγωνιστούμε να γίνει όσο γίνεται καλύτερος, υπέρ του κινηματογράφου τέχνης, που στην Ελλάδα εξακολουθεί να έχει πολύ λίγο κοινό. Καθοριστικό, βέβαια, θα είναι, να επιλεγούν και τα κατάλληλα πρόσωπα στο Κέντρο Κινηματογράφου.
Θα θέλαμε, τέλος, να μας μιλήσετε για το «Παρασκήνιο».
Το «Παρασκήνιο» ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1976, και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή, ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Πιστεύαμε όμως ότι οι εκπομπές της τηλεόρασης θα έπρεπε να έχουν αυτό το ήθος και αυτή τη γραφή και έτσι συνεχίσαμε.
Το «Παρασκήνιο» έχει καταγράψει την πολιτιστική ζωή της Ελλάδας το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι., πράγμα που έχει εκτιμηθεί, γι αυτό έχει φανατικούς θεατές, σ’ όλη την Ελλάδα.
Η γενική μας αρχή ήταν να συνδυάσουμε το μέσο, που λέγεται τηλεόραση, με τη δική μας εμπειρία, τη γνώση και το θαυμασμό προς το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ. Στην εκπομπή έχουν εργαστεί 180 περίπου σκηνοθέτες, καθένας με το δικό του αφηγηματικό τρόπο, ενταγμένο στο ύφος της εκπομπής.
Ελπίζω το «Παρασκήνιο» να έχει συνέχεια και από τους νεότερους, που θα μας πλαισιώσουν.
Στο τέλος της θερμής συζήτησης που είχαμε στο γραφείο του, με συντροφιά τις χαδιάρικες γατούλες του, ανέφερε ότι υπάρχουν σκέψεις να μεταφερθεί το αρχείο της εκπομπής στο Μουσείο Μπενάκη, ώστε να είναι προσβάσιμο στους μελετητές.
(Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι Κριτικός Κινηματογράφου)