Η πρώτη μου επαφή με την Ιταλία ήταν η πιο ευχάριστη, με τη διαμεσολάβηση του Σέρτζιο Εντρίγκο, του Πεπίνο ντι Κάπρι, του Αντριάνο Τσελεντάνο και του Τόνι Πινέλι. Ο πρώτος πρόσφερε με τη βαθιά αισθηματική φωνή του τις μελωδίες που μας ενθάρρυναν να σηκωθούμε και να ζητήσουμε από το κορίτσι που μας συγκινούσε να χορέψουμε ένα «μπλουζ» με την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει μεταξύ μας. Ο δεύτερος ήταν ο εκπρόσωπος της ξενοιασιάς και η μεσογειακή προσέγγιση στην αμερικάνικη ποπ κουλτούρα που τραγουδούσε καλύτερα απ’ τον Πατ Μπουν, το Speedy Gonzales, ίσως το πιο αγαπημένο μας τουίστ μαζί με το Let’s twist again του Τσάμπι Τσέκερ. Με γυαλάκια ο ένας, μαύρος από τα γκέτο ο άλλος, ήταν πιο προσιτοί από τους κοστουμαρισμένους καθωσπρέπει λευκούς του American Dream. Ο Τσελεντάνο ήταν ο πιο απρόβλεπτος, ο πιο ασουλούπωτος, ο πιο-πιο Ιταλός που μπορούσαμε να φανταστούμε, φιγούρα βγαλμένη από τις καταπληκτικές ταινίες της Τσινετσιτά με τη Τζίνα Λολομπριτζίτα και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη ή τα σπαγγέτι γουέστερν με τις θρυλικές μουσικές του Ένιο Μορικόνε. Και ο Πινέλι ήταν ο συμπαθής Ιταλός που η μοίρα τον έφερε να κάνει καριέρα στα αθηναϊκά κλαμπάκια τραγουδώντας στα ελληνοϊταλικά με τη γουστόζικη προφορά του Λατίνου. Για μερικά χρόνια, το Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο ήταν πιο ενδιαφέρον για μας από το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης.
Μεγαλώνοντας, αυτή η παιδική ανέμελη εικόνα της Ιταλίας ξεθώριαζε και αναδυόταν μια άλλη εικόνα πιο σοβαρή, με ευθύνες, αντιθέσεις και προτάσεις. Οι Ιταλοί δεν ήταν πια ούτε οι μακαρονάδες του Μουσολίνι που τους είχαμε κατατροπώσει στο αλβανικό μέτωπο με το ΟΧΙ του Μεταξά και το γράμμα του Ζαχαριάδη ούτε οι Ιταλοί που δίνανε καμιά κουραμάνα στον αχόρταγο Σπίθα του Μικρού Ήρωα. Ιταλία ήταν η Fiat του Ανιέλι, ο Πάπας της Ρώμης και οι Χριστιανοδημοκράτες, αλλά και τα μεγάλα εργατικά συνδικάτα με το πανίσχυρο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του Τολιάτι και του Μπερλινγκουέρ κάτω από τη σκιά του Γκράμσι. Για μας, η Τζιλιόλα Τσινκουέτι, ο Νίκο Φιντένκο και η Ρίτα Παβόνε είχαν αντικατασταθεί από τον Λούτσιο Ντάλα, τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ και την Γκαμπριέλα Φέρι. Ακόμα και η Ραφαέλα Καρά ήταν μέλος του ΚΚΙ! Δεν πηγαίναμε πλέον να δούμε τη Σοφία Λόρεν ή τον Αλμπέρτο Σόρντι (με εξαίρεση την Ορνέλα Μούτι!), αλλά τον Μπερτολούτσι, τον Σκόλα, τον Παζολίνι, τον Τορνατόρε και τους αδελφούς Ταβιάνι.
Η Ιταλία, όμως, ήταν διχασμένη ανάμεσα στο βιομηχανικό Βορρά που συγκέντρωνε όλο τον πλούτο και τον φτωχό αγροτικό Νότο που παραμελημένος επιβίωνε σαν δεξαμενή χεριών για τις φάμπρικες όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και της Γερμανίας και της Αμερικής. Και δεν ήταν μόνο γεωγραφικά κομμένη η χώρα. Ήταν μοιρασμένη σε φέτες παράλληλες που τα καλύτερα έτρεχαν ταυτόχρονα με τα χειρότερα, όλα σε υπερθετικό βαθμό. Μία κατάσταση πραγμάτων που κανένας δεν μπόρεσε μακροπρόθεσμα να διαχειριστεί δημιουργικά, ούτε η Δεξιά που κυβερνούσε με το λάδωμα ούτε η Αριστερά που την αντιπολιτευόταν στο δρόμο και το κοινοβούλιο. Ούτε, εννοείται, τα παρακλάδια τους. Κι όταν αυτοδιαλύθηκαν, τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες όσο και οι Κομμουνιστές, συμπαρασύροντας όλους τους «συγγενείς» τους, από τους πιο συντηρητικούς ως τους πιο ριζοσπάστες, το αποτέλεσμα ήταν ο Μπερλουσκόνι, η Λέγκα, ο Ρέντσι και ο Γκρίλο. Φρακάρισμα, κατάρρευση και εκφυλισμός. Κάθε γοητεία από την Ιταλία χάθηκε στο βούρκο της πολιτικής. Πιο σταθεροί παράγοντες, στην ακμή και την παρακμή, το Βατικανό και η Μαφία. Εξ αιτίας της βαθιάς κοινωνικής τους γόμωσης.
Ο Σάντοκαν
Ο Νάνι Μπαλεστρίνι δεν είναι ένας συνηθισμένος επαγγελματίας γραφιάς. Είναι συγγραφέας φτιαγμένος μέσα από την εμπλοκή και τη σύγκρουση. Καταδιωγμένος από τις ιταλικές αρχές, φυγόδικος για μερικά χρόνια, για τα νταλαβέρια του με την «τρομοκρατία». Και τα άλλα βιβλία του (Τα θέλουμε όλα, Οι αόρατοι, Ο εκδότης, Η χρυσή ορδή κ.ά.) γύρω απ’ αυτό το «συμβάν» τα κλώθει. Στο «Σάντοκαν – Μια ιστορία της Καμόρα», σε μετάφραση του Αχιλλέα Καλαμάρα, από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος του αείμνηστου Μιχάλη Πρωτοψάλτη, ο Μπαλεστρίνι δίνει στεγνά και ωμά, με το χωρίς σημεία στίξης προσωπικό λογοτεχνικό του στυλ, το περίγραμμα μιας «φέτας» της Ιταλίας χωρίς την οποία είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς την τροπή των πραγμάτων στη γειτονική μας χώρα.
Με επίκεντρο ένα χωριό του Νότου, εκτυλίσσεται μία πραγματικότητα η οποία δεν αποτελεί επινόηση του συγγραφέα. Σκαλίζει την κοινωνική βάση της Μαφίας και συνδέει μεταξύ τους τα συστατικά ενός συστήματος διαπλοκής που φτάνει μέχρι την κορυφή της κρατικής ιεραρχίας. Δεν ωραιοποιεί τους «απλούς ανθρώπους» που συμμετέχουν στο οργανωμένο έγκλημα εξ αιτίας του «φυσικού» αποκλεισμού τής κοινωνικής τους τάξης από την ευημερία και την θεσμοθετημένη εξουσία και φωτίζει τη διαφθορά που ρυθμίζει τις αξίες, τους κανόνες και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος στην «κληρονόμο της Αναγέννησης» που είναι (ήταν;) η 6η βιομηχανική δύναμη στον κόσμο. Εργολάβοι, αστυνόμοι, δικαστές, δημοτικοί άρχοντες, συνεταιριστές, ιερείς, βουλευτές, μέχρι και πρωθυπουργοί στην υπηρεσία των φατριών της Μαφίας που καθαρίζουν και λεηλατούν σχεδόν ανενόχλητα με κυριότερο εχθρό τους εαυτούς τους, με αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς που καταλήγουν στην αλληλοεξόντωση.
Η περίπτωση της Ιταλίας είναι μοναδική ως προς τις ιδιαιτερότητες του μοντέλου, αλλά είναι κοινή ως προς τις επιδιώξεις όλων των μοντέλων που συναποτελούν τον –στην κυριολεξία- διαβολικά πλασμένο πολιτισμένο κόσμο της Ευρώπης. Όποια χώρα κι αν σηκώσεις, σαν τους παπατζήδες, από κάτω θα βρεις μια μαφία να ελέγχει τα πράγματα. Απλά, στις υπόλοιπες χώρες, με σημαντικές διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις, οι μαφίες είναι περισσότερο έως πλήρως ενταγμένες στον κεντρικό πυρήνα του συστήματος∙ δεν αποτελούν άλλο σώμα, ούτε χρησιμοποιούν εξωθεσμικούς εκτελεστές για να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους. Οι Siemens, Novartis, Parmalat, Volkswagen και Deutsche Bank ή οι Barclays και Royal Bank of Scotland που μαζί με τις UBS, JP Morgan, Citigroup, Bank of America, DΒ, RBS και Société Générale, δηλαδή όλοι οι τραπεζικοί γίγαντες που «στήνανε» τα διατραπεζικά επιτόκια (Libor) εξαπατώντας τους πάντες, είναι το ίδιο το κράτος ή μάλλον οι πυλώνες του συστήματος. Τι να την κάνουν την εξωθεσμική μαφία, αφού έχουν όλο το σύστημα δικό τους; Μαφία και κράτος είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Ποιες αρχές και ποιες αξίες; Του Διαφωτισμού ή του Σκοταδισμού;
Στέλιος Ελληνιάδης
Απόσπασμα από το βιβλίο Σάντοκαν – Μια ιστορία της Καμόρα
Ο γραμματέας του σοσιαλιστικού κόμματος ο Μπετίνο Κράξι* που περιοδεύει στην περιοχή ύστερα από μία ομιλία στην Αβέρσα σπεύδει στο χωριό μας με πρόσχημα την επίσκεψη στους συντρόφους της τοπικής οργάνωσης υπάρχει η σκηνή με τον Κράξι που μπαίνει στην έδρα του σοσιαλιστικού κόμματος στη λεωφόρο Ουμπέρτο και κλείνεται εκεί μέσα για κανένα δίωρο με τον Ερνέστο Μπαρντελίνο** για να τον πείσει να μη βάλει υποψηφιότητα τουλάχιστον σ’ αυτές τις εκλογές επειδή ο Τύπος θα επιτεθεί όχι μόνο σ’ αυτόν αλλά και σε ολόκληρο το κόμμα τελοσπάντων γίνεται μια διαπραγμάτευση ο Ερνέστο Μπαρντελίνο υποχωρεί ασφαλώς όχι χωρίς να λάβει ένα γερό αντάλλαγμα και ύστερα υπάρχει η τελική σκηνή στην οποία χαρούμενοι και ικανοποιημένοι βγαίνουν οι δυο τους από τα γραφεία περπατούν ο Κράξι ο Μπαρντελίνο και όλα τα μέλη του σοσιαλιστικού κόμματος και της φατρίας περπατούν στη λεωφόρο Ουμπέρτο προς το Μπαρ Τσεντράλε στην πλατειούλα μπροστά από την εκκλησία και κατά μήκος του δρόμου κι άλλοι ενώνονται στη μικρή πομπή την ακολουθεί ολόκληρο το χωριό και όταν φτάνουν στο Μπαρ Τσεντράλε για να πιουν τον καφέ που ο Ερνέστο Μπαρντελίνο προσφέρει δημοσίως στον Μπετίνο Κράξι το μικρό πλήθος που τους περιτριγυρίζει ξεσπάει σε ένα χειροκρότημα όλοι χειροκροτούν ενθουσιασμένοι φωνάζουν ζήτω ζήτω γελούν ευτυχισμένοι και το πράγμα τελειώνει εκεί
*Ο Μπετίνο Κράξι (1934-2000) υπήρξε ο πρώτος σοσιαλιστής πολιτικός που έγινε πρωθυπουργός της Ιταλίας και ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς της μεταπολεμικής Ιταλίας. Το 1993 προέκυψαν εις βάρος του στοιχεία που τον αναμείγνυαν σε υποθέσεις διαφθοράς και την παράνομη χρηματοδότηση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και το 1994, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε στην Τυνησία υπό την προστασία του δικτάτορα Μπεν Άλι.
**Ο Ερνέστο Μπαρντελίνο ήταν αρχηγός μιας φατρίας της Μαφίας. Δολοφονήθηκε από συνεργάτες του.