Ο Νίκος Μότσιος, γεννημένος το 1931 ή 1932, είναι ένας από τους ανθρώπους που ταυτίζονται με την ιστορία, που ιστορία είναι η ίδια τους η ύπαρξη. Ένας Έλληνας πολίτης ο οποίος πήρε μέρος με όλες του τις δυνάμεις στους πιο απαιτητικούς αγώνες του λαού για ένα καλύτερο αύριο. Παρτιζάνος. Μαζί με όλη του την οικογένεια. Τι πιο ωραίο, τι πιο ιδανικό, τι πιο ευγενικό, τι πιο συγκλονιστικό απ’ αυτό. Μετά από πολλές μάχες και μία μακρόχρονη δημιουργική παραμονή στις σοσιαλιστικές χώρες, ο σύντροφος Νίκος ζει πλέον στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο χωριό του, κοντά στα Γρεβενά, από το οποίο είχαν δυο φορές εκδιωχτεί. Και επειδή αυτούς τους ανθρώπους-ιστορία αξίζει να τους φωτίζουμε υπενθυμίζοντας την προσφορά τους, δημοσιεύω τα λεγόμενά του στη ραδιοφωνική μας συζήτηση στο Κόκκινο, με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου του «Από τον εμφύλιο στην προσφυγιά» (εκδόσεις Στοχαστής) μετά το «Οι ήρωες γεννιούνται στη θύελλα» (εκδόσεις Ένεκεν). Είχε προηγηθεί η συνάντησή μας με τον αδελφό του, τον Γιάννη Μότσιο, ο οποίος μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, διακρίθηκε, στη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα, για την ακαδημαϊκή και συγγραφική του καριέρα στον τομέα της λογοτεχνίας και της ιστορίας (βλ. Περίπτερο Ιδεών, Δρόμος φ. 392).
Στέλιος Ελληνιάδης
Δύο φορές καμένοι
Ν.Μ.: Το χωριό μου είναι 15 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά. Το λέγανε Σνίχοβο και έγινε Δεσπότης το 1911, όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον Αιμιλιανό, τον δεσπότη των Γρεβενών. Σήμερα, έχει οχτώ κατοίκους, τρεις εμείς, εγώ, ο γιος κι η νύφη μου, και άλλοι πέντε.
Βγήκα στο αντάρτικο το Νοέμβριο του 1947. Βγήκα όχι μόνο γιατί ο πατέρας μου είχε βγει από το 1946, αλλά και γιατί η οικογένειά μας κυνηγήθηκε. Αν δεν φεύγαμε από το χωριό, θα μας εκτελούσαν όπως έγινε με τους άλλους που είχαν πιάσει. Μας έσωσε ένας λοχίας, που φαίνεται ότι δεν ήταν απ’ τους σκληρούς, επειδή ήμασταν μικροί. Είπε στο σκοπό να μας αφήσει να φύγουμε παρ’ όλο που ο ταγματάρχης είχε δώσει εντολή να μας κρατήσουν γιατί ήμασταν «παιδιά ληστοσυμμορίτου». Αφήσαμε τα πάντα.
Την πρώτη φορά μάς κάψανε το σπίτι το 1943, οι Ιταλοί, γιατί το χωριό μας είχε την καλύτερη κομμουνιστική οργάνωση. Και τη μεγαλύτερη. Και την πιο δραστήρια. Το 1936, υπήρχανε τέσσερις οργανώσεις. Δύο στα Γρεβενά, μία στο Σνίχοβο και μία σε ένα άλλο χωριό. Ήτανε μία οργάνωση δυνατή, είχε κινητοποιήσει τον κόσμο, τον συσπείρωσε ενάντια στους καταχτητές. Τότε πληρώναν φόρους στους Ιταλούς. Και δώσανε εντολή στον κόσμο, να μην δώσει τίποτα. Αυτή ήταν μία αιτία που είπαν οι Ιταλοί, πάμε να τους ξεριζώσουμε μια και καλή, γιατί θ’ αρχίσουν και τα άλλα χωριά να παρασύρονται. Οι δικοί μας ήταν οργανωμένοι, κοιμόνταν όλοι στο σχολείο, οπλισμένοι. Οι Ιταλοί κάψαν πέντε σπίτια. Παραλίγο θα χάναμε και τον αδελφό μου. Θα καιγότανε μέσα. Μας λέγανε πάντα, αν συμβεί κάτι, να τρέξουμε να βγάλουμε κάτι να έχουμε να φάμε. Κι ο μικρότερος αδελφός μου, πήρε φωτιά το σπίτι και μπήκε να βγάλει αλεύρι. Και η μάνα μου έκλαιγε, φώναζε. Ένας Ιταλός ρωτάει τον διερμηνέα γιατί κλαίει; Λέει γιατί το παιδί της έμεινε μέσα. Μπήκε ο Ιταλός και τον έβγαλε. Και οι άλλοι γελούσαν, αλλά μετά τους περιποιήθηκαν οι δικοί μας, ήταν και δύο ομάδες του ΕΛΑΣ. Έτσι έμεινε η μάχη του Σνιχόβου, η πρώτη μάχη που δόθηκε στην περιοχή των Γρεβενών. Οι Ιταλοί είχαν δεκαπέντε νεκρούς και πέντε πνίγηκαν, γιατί οι δικοί μας είχαν κόψει τη γέφυρα και αναγκάστηκαν να μπουν στο ποτάμι. Από τους δικούς μας σκοτώθηκε ένας σύντροφος κι ένας τραυματίστηκε. Και το ’46, το σπίτι μας το κάψαν οι ταγματασφαλίτες. Είχαμε φύγει από το χωριό, γιατί μας ειδοποίησαν από την οργάνωση των Γρεβενών. Βλέποντας τη φωτιά από μακριά, λέει η μάνα μου, πάει το σπίτι μας, το κάψανε, ξανά.
Σ.Ε.: Το δεύτερο κάψιμο του σπιτιού σας επιβεβαιώνει ότι οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να ανέβουν και να πολεμήσουν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού επειδή υπήρχε μεγάλη τρομοκρατία εναντίον εκείνων που ήταν στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Για να σώσουν τις ζωές τους ανέβηκαν στα βουνά. Υπήρξε ένας εξαναγκασμός που οδήγησε και στη σύγκρουση.
Ν.Μ.: Ακριβώς. Η τρομοκρατία ήταν ανοιχτή. Ο πατέρας μου δεν πρόφτασε. Μόλις παρέδωσαν τα όπλα, έμεινε τρεις-τέσσερις μήνες στο χωριό και έφυγε καταδιωκόμενος στη Βέροια και πέρασε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί δούλεψε κάμποσο καιρό και μετά βγήκε αντάρτης, το ’46.
Αμετανόητοι
Σ.Ε.: Ανέβηκες στο βουνό, τραυματίστηκες πολύ σοβαρά και απέκτησες μία σοβαρή αναπηρία, όμως, δεν έχασες το ηθικό σου.
Ν.Μ.: Όχι, ποτέ. Κατ’ αρχήν, δεν μετάνιωσα για τον αγώνα, ούτε για το τι έδωσα σ’ αυτό τον αγώνα. Γιατί η οικογένειά μου πίστευε στα ιδανικά αυτά. Χωρίς να έχει κάποιες απαιτήσεις. Η μόνη μας απαίτηση ήταν να κερδίσουμε και να δούμε μια Ελλάδα καινούργια. Ένα λαό ελεύθερο και δημοκρατικό. Αυτά τα ιδανικά υπερασπιστήκαμε και τα υπερασπιζόμαστε και τώρα.
Σ.Ε.: Χάσατε τον πόλεμο, αλλά στην ανθρώπινη ιστορία δεν χάσατε, γιατί έτσι δημιουργείται η πρόοδος που είναι το ζητούμενο. Δεν θα έρθει ίσως ο ιδανικός κόσμος στις μέρες μας, αλλά ο καθένας με τη δική του θυσία και τον δικό του αγώνα και τα ευγενικά ιδανικά συμβάλλει σ’ αυτή την πρόοδο για να έρθει κάποια στιγμή ο ωραίος κόσμος.
Ν.Μ.: Ακριβώς. Γι’ αυτό και δεν απογοητευτήκαμε ποτέ, γιατί θεωρούσαμε πάντα ότι αυτός ο αγώνας δεν πήγε χαμένος. Ότι αυτός ο αγώνας έδωσε πολλά ερείσματα στο λαό μας να πιστέψει ότι αυτή η αλλαγή χρειάζεται για την Ελλάδα.
Σ.Ε.: Όταν γυρίσατε στην Ελλάδα, ένιωσες καμιά απογοήτευση; Υπήρξε κάτι που σου έδωσε την αίσθηση ότι αυτός ο αγώνας μπορεί να έχει αμφισβητηθεί; Πώς αισθάνθηκες όταν ξαναμπήκες στην ελληνική κοινωνία;
Ν.Μ.: Ήρθα το ’77, αλλά όλοι οι δικοί μου είχαν έρθει το ’75. Σε δύο αιτήσεις που είχα κάνει στην ελληνική πρεσβεία είχα πάρει αρνητική απάντηση για διαβατήριο. Και μετά, όταν ήρθα στην Ελλάδα, έμαθα ότι η αιτία ήταν ότι είχα τελειώσει την κεντρική κομματική σχολή του ΚΚΕ στη Ρουμανία την οποία θεωρούσαν ότι έβγαζε ανθρώπους για να κάνουν κατασκοπία σε βάρος της χώρας μας. Όταν πήγα να πάρω την ελληνική ιθαγένεια, στην Ασφάλεια, μου είπαν ότι καθυστέρησε γιατί ήμουν στο τμήμα σαμποτέρ, ένα από τα επίλεκτα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού. Στην Ελλάδα δεν απογοητεύτηκα από τους ανθρώπους. Αμέσως μας πλησίασαν μερικοί κι άρχισαν να μας λένε «εμείς ήμασταν με την ΕΔΑ, αγωνιστήκαμε, μας κυνηγούσαν» κ.λπ.
Σ.Ε.: Είχατε μια άσχημη εμπειρία με τη χούντα.
Ν.Μ.: Ο πατέρας μας πέθανε στη Ρωσία. Ήξερε ότι θα πεθάνει, είχε καρκίνο, και η επιθυμία του ήταν να θαφτεί στο χωριό κοντά στους γονείς του και τ’ αδέρφια του. Μεταφέρθηκε η σωρός του, αλλά δεν επιτρέψανε σε κανένα, ούτε στη μάνα μου, να τον συνοδέψει. Όταν, όμως, έγινε η κηδεία, πήγε όλο το χωριό. Μετά τους φώναξαν όλους στην αστυνομία επειδή πήγαν στην κηδεία του «συμμορίτη».
Σ.Ε.: Πάντως, κανένα μέλος της οικογένειάς σας δεν μετάνιωσε για τη συμμετοχή του σ’ αυτούς τους ηρωικούς αγώνες.
Ν.Μ.: Όχι, κανένας. Τη μάνα μου, προτού πεθάνει, ήταν περίπου 100 χρονώ, 99 και δέκα μηνών, ένας σύντροφος στα Γρεβενά την πείραζε: Φρόσω, αν γίνει ξανά αγώνας; Κι η μάνα μου του απαντούσε σοβαρά: Και τώρα θα πάω!
Η φιλοξενία
Σ.Ε.: Ήταν καλή η φιλοξενία από τους Ρουμάνους; Γιατί κι αυτές οι χώρες είχανε υποστεί ζημιές από τον παγκόσμιο πόλεμο, είχανε κι αυτοί θύματα και δεν ήσασταν και λίγοι. Δεν γνωρίζατε ούτε τη γλώσσα, πολλοί δεν θα γνώριζαν ούτε πού είναι η Ρουμανία πριν βρεθείτε εκεί. Και είχατε και μικρά παιδιά, ηλικιωμένους ανθρώπους, τραυματίες και ανάπηρους. Βέβαια, συμβάλατε κι εσείς, οι πρόσφυγες, στην ανοικοδόμηση της Ρουμανίας. Εσύ έκανες πάρα πολλές δουλειές, είχες ευθύνες, οργάνωνες και τους υπόλοιπους.
Ν.Μ.: Η φιλοξενία ήταν πάρα πολύ καλή, συγκινητική. Οι Ρουμάνοι περνούσαν κι αυτοί δυσκολίες, κόβανε από τον εαυτό τους για να είμαστε ευχαριστημένοι. Όταν έφτασα, το κεφάλι αν σήκωνα απ’ το μαξιλάρι λιποθυμούσα. Σε τέτοια κατάσταση ήμουν. Με τη βοήθεια των Ρουμάνων γίναμε καλά. Μας φιλοξένησαν στα νοσοκομεία που οι γιατροί ήταν πάνω μας, εντολή του ρουμάνικου κόμματος, και αμέσως μετά μας στείλαν για ξεκούραση.
Πρώτα συγκεντρωθήκαμε όλοι σ’ ένα χωριό που λέγεται Φλορίκα. Αντάρτες κι αυτοί που είχανε ζητήσει άσυλο. Ήμασταν περίπου δυόμιση χιλιάδες. Στην αρχή, μας βάλανε σε κάτι μεγάλες παράγκες, 180 με 200 σε κάθε μία, και αρχίσαμε να δουλεύουμε. Οι Ρουμάνοι άνοιξαν βιοτεχνία στην οποία εργάζονταν πολλοί Έλληνες και αμείβονταν. Εγώ δούλευα σε ηλεκτρολογικό τμήμα. Μετά, μπήκε θέμα απ’ το κόμμα ότι πρέπει να πάμε σε βιομηχανικές πόλεις για να δουλέψουμε στη βιομηχανία. Ήταν δύσκολο απ’ το γεγονός ότι είχαμε συνηθίσει αυτό τον τρόπο ζωής και δεν θέλαμε να χωρίσουμε. Είχαν δημιουργηθεί φιλίες, είχαν δημιουργηθεί έρωτες… Το κόμμα κάλεσε τους κομμουνιστές κι έβαλε ζήτημα ότι πρώτοι θα φύγουμε εμείς για να πάνε μετά και οι άλλοι. Μας έστειλαν σε εργοστάσια πολεμικής βιομηχανίας, κι αυτό δείχνει την εμπιστοσύνη που είχαν οι Ρουμάνοι σε μας. Δούλευα σε τόρνο και μετά ήρθε εντολή να φύγω για την κομματική σχολή Νίκος Μπελογιάννης στο Βουκουρέστι. Τέλειωσε η σχολή και με κράτησαν στο μηχανισμό του κόμματος. Δούλευα κρυπτογράφος στον Ζαχαριάδη και άλλα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, που στέλναν τηλεγραφήματα, βασικά στην Ελλάδα και την Τασκένδη.
Ενθουσιασμός και απογοήτευση
Σ.Ε.: Η Ρουμανία σαν μια χώρα νέα σοσιαλιστική, τι εντύπωση σας έκανε;
Ν.Μ.: Μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε ότι ο λαός ήτανε ενθουσιασμένος. Ενθουσιασμένος γιατί τους είχε επηρεάσει και η μεγάλη επανάσταση του Οκτώβρη∙ είχε οργανωμένο κόσμο οποίος πίστευε στα ιδανικά αυτά, αλλά βασικά είδαν ότι απ’ την αρχή το κόμμα λειτουργούσε σωστά. Ότι είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και για τους εργάτες που ζούσανε σε χαμόσπιτα να τους οικοδομήσει εργατικές κατοικίες∙ ο κόσμος πίστευε ότι το μόνο κόμμα που είναι λαϊκό και παλεύει για τα λαϊκά συμφέροντα είναι το ΚΚ Ρουμανίας. Στη δεκαετία του 1950, πολλοί πίστευαν ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά, είχαμε και τα σκαμπανεβάσματα, είχαμε τα λάθη που δημιουργήθηκαν από το κόμμα… Είχαμε και τις διασπάσεις μας. Το ’56, η διάσπαση ήταν απογοητευτική. Ευτυχώς, στη Ρουμανία, δεν είχαμε αυτά που είχαν στην Τασκένδη, τις εντάσεις και το ξύλο που έπεφτε. Σε μας, η πλειοψηφία ήταν με την καινούργια ηγεσία. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που τους λέγαν Ζαχαριαδικούς. Το βασικό λάθος του κόμματος ήταν ότι αυτούς τους συντρόφους, τους είχε απομονώσει. Βάλανε ζήτημα, δεν θα τους μιλάτε. Εγώ δεν το ήθελα αυτό, γι’ αυτό και τους έκανα παρέα. Ένας σύντροφος ζήτησε τη διαγραφή μου γιατί δεν πειθάρχησα στις εντολές του κόμματος, αλλά ευτυχώς είχαμε έναν Ικαριώτη, ήταν ινστρούχτορας του κόμματος, ο οποίος με υποστήριξε και είπε ότι συμφωνούσε μαζί μου. Γιατί να τους απομονώσουμε; Σύντροφοι είναι. Να μην μιλάω με ένα σύντροφο που παλέψαμε μαζί;
Σ.Ε.: Όλο αυτό το διάστημα ήσουνα μακριά από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς σου.
Ν.Μ.: Το 1954, μπήκε θέμα απ’ το κόμμα, σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες που βρίσκονταν πολιτικοί πρόσφυγες ν’ ανταμώσουν οι οικογένειες. Τότε φύγαν τα δύο αδέρφια μου. Ήμουν κι εγώ έτοιμος να φύγω, αλλά επειδή είχα κάνει την αίτηση το ’51, προτού παντρευτώ, και μην ξέροντας αν θα μας αφήσουν χωρίς βίζα της γυναίκας μου αποφάσισα να μην πάω. Οι άλλοι, όσοι πήγαν, πέρασαν. Πήγα στην Τασκένδη το ’57 να δω τους γονείς μου, μετά από εννιά χρόνια. Φανταστείτε το κλάμα και τις συγκινήσεις όταν μας συνάντησαν στο σταθμό. Καθίσαμε περίπου είκοσι μέρες στο Ουζμπεκιστάν. Κι εκεί οι Έλληνες βοηθήθηκαν και με το παραπάνω. Πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες είχαν υπεύθυνες δουλειές, μέχρι και διευθυντές εργοστασίων.
Σπουδές και νόστος
Σ.Ε.: Τελικά τα κατάφερες. Είχες μάθει ρουμάνικα, έμαθες και ρώσικα, μπήκες στο Πολυτεχνείο και έγινες ηλεκτρομηχανικός.
Ν.Μ.: Πάντα σκεφτόμουν να σπουδάσω. Και μια μέρα στέλνω τηλεγράφημα στον Ζαχαριάδη. Σύντροφε αρχηγέ, είμαι ο Νίκος ο Μότσιος, θέλω τη συγκατάθεσή σας, να σπουδάσω. Νομίζω ότι σπουδάζοντας θα δώσω περισσότερα και για την κοινωνία. Στέλνει ο Ζαχαριάδης τον Κολιγιάννη, μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Ήρθε ο Κολιγιάννης και μου λέει έγραψες ένα γράμμα και ζητάς να φύγεις. Λέω δεν ζητάω να φύγω. Μετά από μια βδομάδα λέει εντάξει, αλλά δεν μου στείλαν τίποτα και μετά κάνω γράμμα στην Κεντρική Επιτροπή και παίρνω απάντηση ότι όσοι τελείωσαν την κεντρική κομματική σχολή είναι στελέχη του κόμματος και θα μείνουν εκεί που τους λέει το κόμμα. Έτσι χάθηκε αυτή η ευκαιρία, αλλά πήγα αργότερα στη Σοβιετική Ένωση με μια αίτηση που είχα κάνει στον Κοσύγκιν.
Στη Μόσχα, πήγαμε τον Φλεβάρη του ’66, αλλά μας στείλαν σε μια άλλη πόλη που υπεύθυνος σε ένα τμήμα ηλεκτρολόγων ήταν ο αδερφός μου, ο Βασίλης. Δούλεψα ένα χρόνο και πήγα σε μέση τεχνική σχολή όπου βοηθήθηκα πάρα πολύ, για τη γλώσσα, αλλά και για τα βασικά μαθήματα που έπρεπε να δώσω για το Πολυτεχνείο. Όταν, όμως, πήγα να δώσω εξετάσεις είχα πρόβλημα. Στην υγειονομική επιτροπή μού είπαν δεν μπορείς να πας σε τεχνική σχολή γιατί είσαι ανάπηρος. Τότε πήγα στον πρύτανη και του λέω αυτό κι αυτό. Λέει πού τραυματίστηκες; Στην Ελλάδα, ήμουνα αντάρτης. Παρτιζάν; Παρτιζάν. Ο πρύτανης ήταν στρατηγός των παρτιζάνων στην Ουκρανία, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μου λέει, είσαι έτοιμος να δώσεις εξετάσεις; Έτοιμος, απαντάω. Πήγαινε και τ’ άλλα θα τα κανονίσω εγώ. Έτσι αντιμετώπισα κι αυτό το θέμα.
Σ.Ε.: Οι εντυπώσεις σου από την παραμονή σας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση είναι θετικές. Εκθειάζεις τα επιτεύγματα. Εντοπίζεις τις αδυναμίες, τους εκφυλισμούς κυρίως στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας, αλλά έχεις ένα θαυμασμό για το λαό και για τις επιτυχίες στην οικοδόμηση αυτών των χωρών.
Ν.Μ.: Έτσι είναι. Οι Ρουμάνοι, παρά το γεγονός ότι δεν μας γνώριζαν, άκουσαν ότι είμαστε αγωνιστές, μας δέχτηκαν με πολλή αγάπη, με πολύ σεβασμό, μας βοήθησαν πολύ. Στη Ρουμανία ήμασταν έξι χιλιάδες. Τα παιδιά που είχαν σταλεί το ’48 κι εμείς που ήρθαμε ’49 και μετά. Στο Βουκουρέστι κι άλλες έξι βιομηχανικές πόλεις. Αυτή ήταν η εντολή του κόμματος, να πάμε σε βιομηχανικές πόλεις για να αποκτήσουμε βιομηχανική κατάρτιση. Σε όλες τις περιπτώσεις οι Ρουμάνοι μας δέχτηκαν και μας βοήθησαν. Στη Ρωσία το ίδιο.
Σ.Ε.: Παρ’ όλο που περνούσατε καλά και σπουδάσατε, είχατε δουλειές, είχατε σπίτια, κάνατε οικογένειες, εντούτοις είχατε διαρκώς τη νοσταλγία να επιστρέψετε. Αυτό πώς το εξηγείς; Είχατε τα πάντα, γιατί θέλατε να γυρίσετε πίσω, σε μια χώρα καπιταλιστική;
Ν.Μ.: Κατ’ αρχήν, όλη η διαπαιδαγώγηση του κόμματος και των συλλόγων ήταν να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Ο κόσμος δεν είχε απομονωθεί από τη χώρα. Πίστευε ότι κάποια μέρα θα επιστρέψουμε. Τότε ζούσαμε καλά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Εγώ, παραδείγματος χάριν, στην Ελλάδα αισθάνθηκα δυσκολία. Στη Ρωσία όχι. Απ’ όλες τις πλευρές. Το σπίτι ήταν εξασφαλισμένο απ’ το κράτος. Σπουδές, ιατρική περίθαλψη, όλα ήταν στην εντέλεια. Συνεπώς, δεν είχαμε κανένα παράπονο για να φύγουμε. Το μόνο παράπονο ήταν ότι θέλαμε να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχουμε μια γιορτή που να μη λέμε «άντε και του χρόνου στην πατρίδα».
Με είχε πλακώσει το σκοτωμένο άλογο…
«Οι μαχητές συνέχιζαν την πορεία. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε μια τρομακτική έκρηξη και ήταν το αυτοκίνητο που είχαμε πυροδοτήσει με εκρηκτικά. Όπως ήμασταν καβάλα στα άλογα, μου λέει ο Φλόγας να περιμένω εκεί τον λοχαγό Βαγγέλη, να μείνουμε τελευταίοι και να προσέχουμε μην τυχόν και μας λιποταχτήσει κάποιος από τους δικούς μας και κινδυνέψει το τμήμα μας. Έφυγε ο Φλόγας και σε μερικά λεπτά έγινε έκρηξη οβίδας πυροβολικού κοντά στο δρόμο που περνούσε η φάλαγγα των ανταρτών, περίπου στα πέντε μέτρα από το σημείο που ήμουν εγώ. Εκεί τραυματίστηκα βαριά, με διαμπερές τραύμα στον ώμο, δύο τραύματα κατά μήκος του δεξιού χεριού, με κάταγμα στον καρπό ακριβώς στην άρθρωση, τα τρία δάχτυλα και η μισή παλάμη σπασμένα σε τέτοιο βαθμό που έπαιζαν σαν κομπολόι, και μερικά θραύσματα στο δεξί πόδι.»
Μερικές σταγόνες αίματος…
«Νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο του ΔΣΕ στο Καϊμακτσαλάν μέχρι τις αρχές του Φλεβάρη 1949 και μαζί με άλλους βαριά τραυματισμένους αντάρτες, περάσαμε στη Γιουγκοσλαβία. Εδώ τελείωνε ο ένοπλος αγώνας για μας. Ποτέ, όμως, δεν νιώσαμε ότι αυτός ο αγώνας πήγε χαμένος. Απεναντίας, προσωπικά ένιωθα ότι στο κόκκινο λάβαρο του αγώνα υπήρχαν και μερικές σταγόνες δικού μου αίματος.»