Η γερμανική προεδρία της Ε.Ε. παρακολουθεί εδώ και μήνες με πλήρη απάθεια, αν όχι με κρυφή συναίνεση –εκ του αποτελέσματος δεν έχει μεγάλη διαφορά– την Τουρκία να εκδηλώνει τα επεκτατικά της σχέδια σε όλα τα μέτωπα: Προσάρτηση της Αμμοχώστου, παράνομες γεωτρήσεις και έρευνες σε Κύπρο και Ελλάδα, επέμβαση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και τις περασμένες μέρες εκ νέου στη Συρία, συνεχής προκλητικός εξοπλισμός των φιλότουρκων δυνάμεων Σάρατζ στη Λιβύη.
Η γερμανική προεδρία κατάφερε, με πιέσεις και εκβιασμούς, να αναβάλλει κάθε συζήτηση περί κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας με πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε την κατάσταση. Ακόμα και τώρα αρνείται να δει ότι αυτή η πολιτική επιτάχυνε τον επιθετικό βηματισμό της Τουρκίας σε βάρος των λαών της περιοχής.
Ήδη, παραμονές της Συνόδου Κορυφής, η καγκελάριος Μέρκελ έχει δημιουργήσει το αναγκαίο κλίμα και συσχετισμούς ώστε να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο ουσιαστικών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας παρά τις δεσμεύσεις περί του αντιθέτου που είχαν αποφασιστεί στην προηγούμενη σύνοδο. Σε πρόσφατη, ενδεικτική των προθέσεων της Γερμανίας, συνέντευξη τύπου η Μέρκελ αποσαφήνισε ότι η Ε.Ε. οφείλει ευγνωμοσύνη στην Τουρκία καθώς «φιλοξενεί 4 εκατομμύρια πρόσφυγες στα εδάφη της προστατεύοντας την Ευρώπη από μια μεταναστευτική πλημμυρίδα.» Έτσι, καταλήγει, στην ανάγκη διατήρησης της «θετικής ατζέντας» και της αποφυγής κυρώσεων παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα «διάψευσε τις ελπίδες της» για αποκλιμάκωση της επιθετικής πολιτικής της.
Δεν είναι αφελής η καγκελάριος Μέρκελ για να έχει τέτοιες αυταπάτες. Ούτε για να πιστεύει ότι, για δεύτερη φορά, η απόσυρση του τουρκικού ερευνητικού από τη Ν.Α. Μεσόγειο παραμονές της συνόδου κορυφής αποτελεί δείγμα αλλαγής πολιτικής από την Τουρκία ούτε ακόμα για να μην αντιλαμβάνεται την αξιοποίηση των προσφυγικών ροών ως όπλο γεωπολιτικών εκβιασμών από τον Ερντογάν. Η στάση της απέναντι στην Τουρκία καθορίζεται από τις γεωπολιτικές επιδιώξεις του Βερολίνου για αναβάθμιση του ρόλου της σε Μ. Ανατολή και Β. Αφρική με την αξιοποίηση της Τουρκίας και από το ύψος των οικονομικών συναλλαγών που διατηρούν οι δύο χώρες.
Υπάρχει κάτι ακόμα εξίσου σημαντικό. Η στάση της Γερμανίας, και του μπλοκ δυνάμεων που τη στηρίζει, διευκολύνεται στον υπέρτατο βαθμό από την εθελόδουλη υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς.
Η στάση της Γερμανίας και του μπλοκ δυνάμεων που ανέχεται και στηρίζει την τουρκική επιθετικότητα διευκολύνεται στον υπέρτατο βαθμό από την εθελόδουλη υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς.
Ανοχή και αποδοχή τετελεσμένων
Η ελληνική πολιτική ελίτ πολύ νωρίς αποδέχθηκε την ανοχή, στα όρια της αποδοχής, που έδειχνε η δυτική συμμαχία στις επιθετικές διεκδικήσεις της Τουρκίας. Αντί να διαμορφώσει ένα σχέδιο ενεργητικής άμυνας υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων και εδαφικής ακεραιότητας αποδέχθηκε αμαχητί τον δυσμενή συσχετισμό σε βάρος της ως ανυπέρβλητο δεδομένο και πολιτεύτηκε αποδεχόμενη τα επιχειρήματα Ε.Ε.-ΗΠΑ-ΝΑΤΟ ευελπιστώντας ότι οι διεθνείς προστάτες της θα αποτρέψουν τον πλήρη εξευτελισμό της.
Η πολιτική αυτή δεν δικαιώθηκε. Όχι μόνο η γερμανική Ευρώπη αλλά και ολόκληρος ο επίσημος πολιτικός κόσμος της χώρας παρακολουθεί με απάθεια τον Ερντογάν να «αλωνίζει» σε Αιγαίο, Κύπρο, και Ν.Α Μεσόγειο ουσιαστικά αδιαμαρτύρητα. Και αυτό γιατί δεν συνιστά αξιόπιστη και αποτελεσματική διαμαρτυρία η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της θάλασσας ικανή να αποτρέψει τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Ακόμα και η διμερής αναγνώριση ΑΟΖ με Ιταλία και μερικώς με Αίγυπτο, ως πιστοποιητικό φερέγγυας και ειρηνικής χώρας, περισσότερο ευνόησε τις Τουρκικές θέσεις, μερική επήρεια των νήσων επί της ΑΟΖ, παρά απέτρεψε την επιθετικότητα της Άγκυρας.
Και πράγματι θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι η Τουρκία αμφισβήτησε με τη χρήση στρατιωτικής βίας νόμιμα συμβόλαια της Κύπρου με πολυεθνικούς γίγαντες των πετρελαίων, εγκατέστησε γεωτρύπανα εντός της κυπριακής ΑΟΖ και «όργωσε» χιλιάδες τετραγωνικά μίλια θάλασσας με τα ερευνητικά της σκάφη αν αυτό δεν εξασφάλιζε ισχυρά νομικά ερείσματα και κυρίως ισχυρά γεωπολιτικά τετελεσμένα. Έναντι όλων αυτών η επίσημη Αθήνα σιώπησε εκκωφαντικά.
Κατάργηση κόκκινων γραμμών
Σε αμφισβήτηση τα 12 μίλια κυριαρχίας
Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων «αμέλησαν» να οικοδομήσουν ένα τοίχος προστασίας που, μεταξύ άλλων, θα πρόσφερε ένα δίκτυ προστασίας απέναντι στις τουρκικές βλέψεις. Απέφυγαν να ανακοινώσουν, έστω μονομερώς, τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ στον ΟΗΕ ώστε να έχει καταγραφεί επίσημα η «διαφορά» με την Τουρκία που αποτελεί κρίσιμο όρο κάθε μελλοντικής νομικής διευθέτησης. Αρνήθηκαν κάθε συζήτηση για άσκηση του διεθνώς κατοχυρωμένου δικαιώματος για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και κατ’ επέκταση και της ευρωπαϊκής κυριαρχίας αντίστοιχα. Αντίθετα, υπακούοντας στις συμβουλές των αμερικανονατοϊκών , περιόρισαν τα δικαιώματα άσκησης κυριαρχίας στα 6 ναυτικά μίλια δίνοντας περιθώρια στο καθεστώς της Άγκυρας να οργιάζει στο Αιγαίο και στα νότια του Καστελόριζου. Εγκατέλειψαν την Κύπρο μόνη της μπροστά στην ωμή παραβίαση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων με το πρόσχημα των δύο «χωριστών κρατών». Το κυριότερο όμως όλων είναι ότι απέφυγαν να καταγγείλουν, στους διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχει η χώρα, την Τουρκία ως χώρα που επιτίθεται έμπρακτα σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και απειλεί φραστικά με επίθεση σε βάρος ακόμα και αυτή της ίδιας της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Και για τις δύο περιπτώσεις υπάρχουν συμβάσεις που, ακόμα και εάν δεν εξασφαλίζουν την προστασία της χώρας, αναδεικνύουν άλλες δυνατότητες και μέσα προστασίας. Γιατί είναι άλλο να διατυπώνεις μια πολιτική στηριγμένη σε μέτρα προστασίας της εδαφικής σου ακεραιότητας και άλλο να αποδέχεσαι ότι η ουσιαστική διαφορά έγκειται στον καθορισμό της ΑΟΖ, της διαδρομής ενός αγωγού και των όρων συνεκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου μιας «αμφισβητούμενης περιοχής».
Με αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα οδηγείται, από επιλογή και με τη θέλησή της, «άοπλη» στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής. Το ενδεχόμενο καταφυγής σε βέτο μοιάζει απίθανο. Όλοι θα δηλώσουν ευχαριστημένοι από τις «αυστηρές συστάσεις» σε βάρος της Τουρκίας και στην παράταση της περιόδου χάριτος για να αποδείξει η Άγκυρα την υπευθυνότητα της. Στην καλύτερη περίπτωση να υπάρξουν κυρώσεις σε 1-2 στελέχη των εταιρειών που συμμετέχουν στις γεωτρήσεις και τις έρευνες. Και μετά σειρά θα έχουν οι «επώδυνες λύσεις». Μην πουν ορισμένοι ότι για όλα αυτά φταίνε μόνο οι… Γερμανοί.