Για τον Νεκρό του Τζιμ Τζάρμους
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Γνήσιο τέκνο της υποκουλτούρας του ’70, στην προοδευτική Αμερική της αμφισβήτησης, ο 64χρονος σήμερα Τζιμ Τζάρμους, από τους τελευταίους αυθεντικούς ανεξάρτητους δημιουργούς, σκηνοθέτησε την αριστουργηματική ταινία-σταθμό στην καριέρα του Ο Νεκρός (1995), με τη δική του πρωτότυπη κινηματογραφική γλώσσα, κόντρα στα χολιγουντιανά πρότυπα.
Μέσα του 19ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Μπλέηκ, νεαρός με στρογγυλά γυαλιά, καπέλο, και χαρακτηριστικό καρό κοστούμι, ξοδεύει τα τελευταία του χρήματα, ταξιδεύοντας με τρένο, για να προσληφθεί ως λογιστής, στο εργοστάσιο του Τζον Ντίκινσον, στη μακρινή βιομηχανική πόλη Μασίν. Το πόστο όμως έχει καταληφθεί, οπότε καταλήγει άφραγκος σ’ ένα σαλούν, όπου γνωρίζεται με την όμορφη πωλήτρια χάρτινων λουλουδιών. Ο ζηλόφθονος αρραβωνιαστικός της, γιος του σκληροτράχηλου Ντίκινσον την πυροβολεί, τραυματίζοντας σοβαρά και τον ίδιο, που σκοτώνει τον δολοφόνο και διαφεύγει αιμόφυρτος στο δάσος, όπου επικηρυγμένος από τον βιομήχανο πατέρα, καταδιώκεται από τρεις αδίστακτους φονιάδες. Ένας εύσωμος Ινδιάνος, ο Κανένας, τον φροντίζει και τον οδηγεί προς τη Δύση. Εντυπωσιασμένος από το όνομα του ήρωα, του αφηγείται την ιστορία του, ομολογώντας ότι επέστρεψε από την Ευρώπη, όπου οι λευκοί τον χρησιμοποιούσαν ως έκθεμα σε πανηγύρια, χάρη στην ποίηση του ποιητή Μπλέηκ. Ο ετοιμοθάνατος πρωταγωνιστής γίνεται άθελά του ο πιστολέρο-ποιητής, με νεκρούς στο διάβα του, καθώς «η ποίησή του γράφεται με αίμα», όπως προφήτευσε ο σοφός Ινδιάνος, που αναλαμβάνει να τον ξεπροβοδίσει εκεί που «ο ουρανός σμίγει με την θάλασσα».
Συγχέοντας το δημιουργικό οίστρο της ποίησης με τη διαδικασία γέννησης ενός θρύλου, ο μύθος του πιστολέρο των γουέστερν αποκτά αλληγορική σημασία, με φιλοσοφική διάσταση, στα χέρια του Τζάρμους. Στη μοναδική ταινία του εποχής, έχοντας προηγουμένως ασχοληθεί με διάφορα κινηματογραφικά είδη, ο σκηνοθέτης σπάει τα χολιγουντιανά καλούπια, συμπεριλαμβάνοντας το υπαρξιακό στοιχείο της αγωνίας του θανάτου. Ανακατεύοντας εύστοχα στοιχεία του αμερικάνικου γούεστερν με καλλιτεχνικές αναφορές, σε μια φιλοσοφική περιπλάνηση, δημιουργεί μια αριστουργηματική λυρική ταινία, γεμάτη συμβολισμούς και ποιητικές αναφορές από τον Όμηρο μέχρι τον Γουίλιαμ Μπλέηκ.
***
Εφηβικό ίνδαλμα στο απόγειο της καριέρας του, ο πρωταγωνιστής Τζόνι Ντεπ αποκτά υπαρξιακό βάθος και απαράμιλλο μποέμ εθνογραφικό στυλ, θυμίζοντας την υπνωτισμένη ερμηνεία του Ρίβερ Φοίνιξ στο Δικό μου Αϊντάχο (Γκας Βαν Σαντ / 1991). Ωστόσο, την παράσταση κλέβει ο Καναδός αυτόχθονας Γκάρι Φάρμερ, με τη δυναμική του ερμηνεία στον πολύπλοκο συμβολικό χαρακτήρα του. Ανάμεσα σε γνωστούς ηθοποιούς και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ, ως Ντίκινσον, στον τελευταίο ρόλο της καριέρας του.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, με επιμελημένα καδραρίσματα, συμμετρία σταθερών πλάνων και αποκαλυπτικά τράβελινγκ, ανήκει στον Ολλανδό φωτογράφο του Βέντερς, Ρόμπι Μιούλερ, με όμορφες εικόνες όπως αυτή των δίδυμων φαλακρών κυνηγών, που πέφτουν συμμετρικά νεκροί, ενώ τα ακτινωτά σαν φωτοστέφανο τοποθετημένα κούτσουρα, γύρω από το κεφάλι του ενός, προσδίδουν μακάβρια θρησκευτικότητα. Με αναφορές στο βουβό κινηματογράφο, με το σταδιακό σβήσιμο σε μαύρη οθόνη και τη μη ρεαλιστική ερμηνεία, η ταινία αγγίζει επιβραδυνόμενο ρυθμό εσωτερικευμένης φιλοσοφικής προσήλωσης, γεμάτη αναφορές στον γερμανικό εξπρεσιονισμό και στο γαλλικό σουρεαλισμό, καθώς και στις ασπρόμαυρες γιαπωνέζικες ταινίες του ’50, με τη χαρακτηριστική κινησιολογία των μορφών ανάμεσα στα δέντρα.
Ενδεικτικές εικόνες, όπως ο μηχανοδηγός της ατμομηχανής, με το φτυάρι και το καρβουνιασμένο πρόσωπο, παραπέμπουν σε εικονογραφία αλλοτινής εποχής, ενώ μερικές χαρακτηριστικές σκηνές-φετίχ στο σαλούν αναπαράγουν αισθητική των κόμικς Λούκι-Λουκ. Προβάλλοντας το κωμικό στοιχείο, με τις καρικατουρίστικες φυσιογνωμίες και τους υπερρεαλιστικούς διαλόγους, υποδηλώνεται υπαρξιακή ματαιότητα. Η διαδοχή κοντινών με μακρινά πλάνα, πότε στο εύκρατο βουνίσιο τοπίο, πότε στις σκονισμένες πεδιάδες, δημιουργούν κάδρα προσεγμένων φωτισμών. Η ονομασία της βιομηχανικής πόλης, καθώς και τα κοντινά στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις, ανακαλούν τις πρώιμες σοβιετικές ταινίες. Τα πνιγμένα στους βιομηχανικούς θορύβους πλάνα με τα τεράστια γρανάζια παραπέμπουν στους Μοντέρνους Καιρούς (Τσάρλι Τσάπλιν / 1936), ενώ από Τα Φώτα της Πόλης (Τσάπλιν / 1931), ο Τζάρμους εμπνεύστηκε την πωλήτρια λουλουδιών.
Περιτριγυρισμένος από κακούς οιωνούς που προδιαγράφουν το βραχύβιο ριζικό του, ο ήρωας παρουσιάζεται με φόντο ένα ξύλινο φέρετρο, ενώ το κανό με το οποίο διασχίζει αδύναμος τον ποταμό στο τέλος, παραπέμπει στη βάρκα του Αχέροντα. Γεμάτη επιθανάτιους συμβολισμούς, αυτή η μακάβρια γκόθικ ταινία, παρά τα παράδοξα ευτράπελα και τις χιουμοριστικές αναλαμπές, παραμένει από τις πιο σκοτεινές ταινίες του Τζάρμους, με κυρίαρχη αναφορά στην ποίηση του Γουίλιαμ Μπλέηκ (1757-1827), Άγγλου ρομαντικού συμβολιστή ποιητή και εικονογράφου του 19ου αιώνα, που ανέσυραν από τη λήθη οι μπήτ ποιητές της μεταπολεμικής Αμερικής.
***
Ο Νεκρός εξυμνεί την ποιητική του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, μέσα από τη γέννηση του μύθου της άγριας δύσης, αναφερόμενος στο σπαγγέτι γουέστερν Το όνομά μου είναι Κανένας (Τονίνο Βαλέρι / 1973), με τους Τέρενς Χιλ, Χένρι Φόντα. Στα χνάρια των πολιτικοποιημένων γουέστερν του ’70 (Το Μεγάλο Ανθρωπάκι, Άρθουρ Πεν / 1970), ο Τζάρμους μετατρέπει τον ετοιμοθάνατο πρωταγωνιστικό του χαρακτήρα σε σιωπηλό φάντασμα που πλανιέται στα τοπία μιας ξεχασμένης Αμερικής, αναδεικνύοντας σε σύμβολο τον χειμαρρώδη Ινδιάνο, με τα βαθυστόχαστα υπαρξιακά γνωμικά, που συμπυκνώνει εκτός από την εναρμονισμένη με τη φύση ινδιάνικη κοσμοθεωρία και την αποσιωπημένη γενοκτονία των αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής.
Μεταξύ ηχητικού εφέ και μουσικού πειραματισμού μυστηριακής έντασης, η πρωτότυπη μουσική για ηλεκτρική κιθάρα, συνοδεία οργάνου ή πιάνου, που συνέθεσε ο δεξιοτέχνης κιθαρίστας Νιλ Γιανγκ, τραγουδοποιός της φολκ-ροκ-κάντρι σκηνής του ’70, αποτέλεσε προϊόν αυτοσχεδιασμού, ενώ έβλεπε σε στούντιο την ταινία. Η μουσική αποκτά επική διάσταση, θυμίζοντας ρυθμικές μελωδίες των κλασικών γουέστερν, ενώ με τα χαρακτηριστικά απόκοσμα κιθαριστικά βιμπράτο, με ατμοσφαιρική ενισχυτική ηχώ, αποδίδεται μακάβριος χαρακτήρας. Η αποσπασματική χρήση της μουσικής σε σύντομα ηλεκτρισμένα στιγμιότυπα, ακολουθεί τις παύσεις στο ρυθμό του μοντάζ, σύμφωνα με παλιότερα σκηνοθετικά τεχνάσματα
Μέσα από το ταξίδι προς το θάνατο ενός ήρωα, ο Τζάρμους έγραψε ιστορία, επηρεάζοντας βαθύτατα νέους κινηματογραφιστές. Ζωή και θάνατος, κομβικά σημεία εκκίνησης και κατάληξης της ποίησης της ζωής, παραμένουν η αφορμή της δημιουργίας για τέχνη, που ενσωματώνεται ως έμπνευση στη δημιουργική διαδικασία μιας συναρπαστικής, κλασικής πλέον σινεφίλ ταινίας, που βλέπεται και ανακαλύπτεται ξανά και ξανά.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Η ταινία παίζεται σε επανέκδοση, στο ΑΣΤΥ, σε αποκαταστημένη ψηφιακά κόπια.