Το γράφω αυτό και ένα αλλόκοτο συναίσθημα με διακατέχει. Είναι τόσο εξωπραγματικό να γράφω για τον Νέαρχο σε παρελθόντα χρόνο, είναι τόσο αταίριαστος, τόσο ασύμβατος ο θάνατος με την προσωπικότητά του.
Πολύ πριν τον χάσουμε, σκεφτόμουν πολλές φορές να έγραφα γι’ αυτόν, κι ενώ η στενή συνεργασία και η φιλία μας μετρούσε πάρα πολλά χρόνια, ξαφνικά διαπίστωνα ότι ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, δεν ήξερα τι να γράψω, πώς να προσεγγίσω την προσωπικότητα και το έργο του. Ήταν τόσο «πολύ» σε όλα! Πολυμαθής, πολύπλευρος, πολύπλοκος, πολυεπίπεδος, πολυσχιδής… Πώς προσεγγίζεις έναν τέτοιο άνθρωπο!
Ο Νέαρχος μελετούσε κι έγραφε διαρκώς, στο μυαλό του υπήρχε μια αέναη αναζήτηση του καινούργιου, του πρωτοποριακού. Κάποτε, σε μια συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα, είχε πει για την Κύπρο, ότι «είναι μια χώρα με πολύ υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά δυστυχώς αυτή η κεφαλή είναι κενή από ιδέες και δημιουργικότητα». Στο δικό του κεφάλι, αντιθέτως, οι ιδέες συνωστίζονταν, η μια πιο ρηξικέλευθη απ’ την άλλη. Κι αυτό γινόταν πάντα. Από το σχολείο ακόμα. Δυο εφηβικά ποιήματά του ξαφνιάζουν σήμερα με τη φρεσκάδα και την ωριμότητά τους.
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστός ως μελετητής και συγγραφέας του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων ή ρεμπέτικου, όπως είναι η εμπορική και τουριστική ονομασία του είδους. Στην Κύπρο – περισσότερο ως συλλέκτης, ερευνητής και μουσικός παραγωγός του λαϊκού τραγουδιού. Όμως, πολύ πριν εμφανιστεί στα γράμματα με αυτή την ιδιότητα, είχε εκδώσει στην Κύπρο τρεις συλλογές διηγημάτων φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας, που μάλιστα η μία βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο. Παράλληλα, στα 26 χρόνια που εργάστηκε ως σκηνοθέτης στην κρατική τηλεόραση, γύρισε άρτια ντοκιμαντέρ, που κάποια μένουν μέχρι σήμερα στη μνήμη κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που προβλήθηκαν. Επίσης, ανέπτυξε κοινωνική δράση ιδρύοντας σωματεία και ομίλους, εκδίδοντας λογοτεχνικό περιοδικό, κάνοντας διαλέξεις, γράφοντας κριτική τηλεόρασης και λογοτεχνίας, διοργανώνοντας συνέδρια και εκδηλώσεις τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα και τόσα άλλα. Η πνευματική δραστηριότητά του κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.
Τέλη του 1992, σε κάποιο ταξίδι μου στην Αθήνα, πήρα μαζί μου ένα αντίγραφο του Ρεμπέτικο και Πολιτική που ήταν τελειωμένο εδώ και καιρό, αλλά που ο Νέαρχος δίσταζε να το στείλει ο ίδιος στην Αθήνα σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Ίσως να φοβόταν ότι υπήρχε περίπτωση να το απορρίψουν. Το κράταγε στο συρτάρι του. Εγώ πίστευα πολύ σ’ αυτό το βιβλίο, θεωρούσα ότι ανέτρεπε εκ βάθρων την εντύπωση που επικρατούσε ως τότε για τους λαϊκούς συνθέτες και τα τραγούδια τους, που οι μελετητές λίγο πολύ θεωρούσαν τους μεν συνθέτες χασικλήδες και λούμπεν προλεταριάτο, τα δε τραγούδια τους τραγούδια της φυλακής και του υπόκοσμου γενικά. Το πήρα λοιπόν μαζί μου, χωρίς να το γνωρίζει ο συγγραφέας, και η διαίσθησή μου με οδήγησε στη Σύγχρονη Εποχή. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1993 και από τότε όλα του τα βιβλία, οκτώ συνολικά, τα εξέδωσε η Σύγχρονη Εποχή. Τελευταίο, το 2009, ήταν η βιογραφία της Ρένας Στάμου που το γράψαμε μαζί, με τον τίτλο Ρένα Στάμου – Μια εγκυκλοπαίδεια του Ρεμπέτικου.
Τα τελευταία χρόνια, μελετούσε πλήθος ταινιών γουέστερν και βιβλίων για τις ΗΠΑ και κρατούσε σημειώσεις για να γράψει την Ιστορία των ΗΠΑ μέσα από το γουέστερν. Ταυτόχρονα, διάβαζε πολύ και συνέλεγε υλικό για την Κωνσταντινούπολη και είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, παρακολουθούσε την πολιτική και οικονομική επικαιρότητα και έγραφε διηγήματα και άρθρα, που κάποια δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Πολίτης. Όμως, έχει αφήσει πλήθος διηγήματα που είτε δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ είτε δεν εκδόθηκαν σε βιβλίο. Το βιβλίο του για τον Καρυωτάκη βρίσκεται στα συρτάρια της Σύγχρονης Εποχής εδώ και τρία χρόνια. Το πρόλαβε η οικονομική κρίση. Όσοι το διάβασαν σε ηλεκτρονική μορφή είπαν ότι διαβάζεται «απνευστί»! Ο συγγραφέας, μέσα από τα ποιήματα, τη ζωή και την προσωπικότητα του Καρυωτάκη, λύνει τους γρίφους που υπάρχουν στην επιστολή που έγραψε ο ποιητής λίγο προτού αυτοκτονήσει. Ο Νέαρχος ήταν περήφανος που κατάφερε να λύσει το αίνιγμα της αυτοκτονίας του αγαπημένου του ποιητή. Και είναι αλήθεια ότι παρασύρει αβίαστα τον αναγνώστη, οδηγώντας τον στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που διαβάζεται σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα.
Επίσημη αιτία του θανάτου του, σε ηλικία 68 ετών, στις 31 Ιουλίου, ήταν οι κλειστές του αρτηρίες. Όμως, αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς μελαγχολίας και κατάθλιψης και όχι η πραγματική αιτία. Και οι αιτίες ήταν τουλάχιστον μερικές.
Ο Νέαρχος αγαπούσε πολύ την κατεχόμενη σήμερα κωμόπολή του, τη Μόρφου. Αλλά δεν την αγαπούσε με τον τρόπο που εμείς συνήθως αγαπάμε και νοσταλγούμε τα μέρη μας. Η Μόρφου δεν ήταν απλώς ο τόπος του, η Μόρφου συμβόλιζε γι’ αυτόν κυρίως τα πρώτα του όνειρα, τους ρεμβασμούς του στις βόλτες του με το ποδήλατο, την αθωότητά του, τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, είχε γίνει γι’ αυτόν κάτι το ιδεώδες, το άπιαστο, το μάταιο τελικά, σαν τη νιότη του που όλο και ξεμάκραινε, που όλο και ξεθώριαζε… Μέχρι πριν 2-3 χρόνια, πίστευε ότι η Μόρφου θα επιστρεφόταν στους κατοίκους της, ύστερα, βλέποντας τα παιχνίδια της πολιτικής, κατάλαβε ότι δεν έπρεπε πλέον να ελπίζει. Σ’ ένα αδημοσίευτο διήγημά του, Ο άνθρωπος στη σκοπιά, γραμμένο δύο χρόνια πριν, είναι διάχυτος ο θάνατος της ελπίδας, είναι η βουβή κραυγή της ψυχής του. Ουσιαστικά είχε αρχίσει να κυριεύεται απ’ την αίσθηση της ματαιότητας. Το λέει μέσα στο διήγημα καθαρά ότι «υπάρχουν ευαίσθητοι άνθρωποι που όσο περνά ο καιρός υποφέρουν ολοένα και περισσότερο από τα τραύματα του πολέμου. Τους κυριεύει μια αίσθηση ματαιότητας. Νομίζουν ότι η ζωή και η κοινωνία αντί να προχωρά μπροστά πηγαίνει προς τα πίσω και δεν έχουν πολλή όρεξη για να ζήσουν». Και στην τελευταία παράγραφο περιγράφει τον δικό του θάνατο, που ήρθε δύο χρόνια αργότερα, με τη διαφορά ότι ο ίδιος δεν πέθανε στη σκοπιά, όπως ο ήρωάς του, αλλά στο σπίτι του, στην αγκαλιά της γυναίκας του…
Το δεύτερο που τον πίκραινε ήταν που προσπαθούσε να μας ταρακουνήσει, όσους θεωρούσε ανθρώπους του πνεύματος, να οργανωθούμε ενάντια στο διεφθαρμένο σύστημα, στις χρεοκοπημένες ιδεολογίες, να μπούμε μπροστά με νέες ιδέες, με νέα δύναμη. Δυστυχώς, συναντούσε την απάθεια ή τον σκεπτικισμό μας. Κανείς μας δεν τον ακολούθησε, τον αφήσαμε μόνο του…
Το τρίτο που τον βασάνιζε ήταν που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τα γερατειά, ως παρακμή του σώματος και του πνεύματος. Έβλεπε που έμπαινε όλο και πιο βαθιά σ’ αυτή την περίοδο της ζωής μας και μελαγχολούσε. Δεν ήθελε ποτέ να μιλάνε μπροστά του για αρρώστιες, για θανάτους, για λύπες, για ανθρώπους που κάποτε ήταν ακμαίοι και δημιουργικοί και τώρα αργοσβήνανε ανήμποροι και άπραγοι, καθώς βαδίζανε προς το τέλος. Δυσφορούσε και άλλαζε κουβέντα.
Το τέταρτο, ο εξαναγκασμός του σε παραίτηση, πριν από 10 μήνες, από τον ραδιοσταθμό όπου δούλευε τα τελευταία 13 χρόνια, του έδωσε και το τελειωτικό χτύπημα. Πολλές φορές, με επιστολές του στο διοικητικό συμβούλιο του ραδιοσταθμού, όπου κατέθετε προσεγμένες προτάσεις και ιδέες για τη βελτίωση της ποιότητας και την αύξηση της ακροαματικότητας, είχε προσπαθήσει να προσφέρει την πείρα και τις γνώσεις του. Οι προτάσεις του, όμως, συναντούσαν μιαν αδιαφορία που έφτανε στα όρια της αλαζονείας. Είχε μια δίωρη καθημερινή εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι, που ήταν αληθινό σχολείο, γιατί πήγαινε πάντοτε προετοιμασμένος να μιλήσει όχι μόνο για τον συγκεκριμένο συνθέτη, τραγουδιστή, στιχουργό, αλλά και για την εποχή τους και για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες γράφτηκε το τραγούδι αυτό. Ήξερε τόσα πολλά και ήθελε πάντα να μεταδίδει τις γνώσεις και την αγάπη του. Ποτέ του δεν δούλεψε χωρίς μεράκι, χωρίς ενθουσιασμό. Ποτέ του δεν έκανε διακοπές, Κυριακές, γιορτές πάντα δούλευε, γιατί αγαπούσε με πάθος αυτό που έκανε, ό,τι κι αν έκανε…
Είχα να τον δω ένα μήνα και τον είδα πέντε μέρες πριν φύγει. Αυτό που πρόσεξα ήταν ότι στα μάτια του είχε χαθεί η φλόγα, εκείνο το φως που τα φώτιζε πάντα και που μαρτυρούσε το ενδιαφέρον του για τη ζωή.
Ο Νέαρχος πέθανε, γιατί μέσα του είχε πεθάνει η κινητήριος, η ζωογόνος δύναμή του – ο ενθουσιασμός και η ελπίδα…
Τάνια Ραχματούλινα
Λευκωσία, 18 Αυγούστου 2013
Ποιος ήταν…
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Μόρφου, 6 Νοεμβρίου 1944, και πέθανε στη Λευκωσία, 31 Ιουλίου 2013. Σπούδασε Νομικά και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Φωτεινού – Κατράκη. Ίδρυσε τον «Όμιλο Φίλων Λαϊκού Τραγουδιού», που ήταν η πρώτη θεσμική ομάδα έρευνας, συλλογής, μελέτης και προβολής του Λαϊκού Τραγουδιού, στα 1965. Από το 1973 μέχρι το 1999 εργάστηκε ως σκηνοθέτης και παραγωγός τηλεόρασης στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Από το 1999 μέχρι το 2012 εργάστηκε ως μουσικός παραγωγός στο ραδιοσταθμό Άστρα.
Για σειρά ετών δίδαξε θεωρία του κινηματογράφου και της τηλεόρασης στα επιμορφωτικά μαθήματα του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Επίσης, έγραφε κριτική λογοτεχνίας και τηλεόρασης στον ημερήσιο και περιοδικό κυπριακό Τύπο.
Διοργάνωσε και έλαβε μέρος σε δεκάδες συνέδρια στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες για το Ελληνικό Λαϊκό Τραγούδι. Τον Μάιο του 2003 έκανε σειρά διαλέξεων σε ελληνομαθείς φοιτητές του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ στη Μόσχα, με θέμα το Ελληνικό Λαϊκό Τραγούδι των πόλεων. Έκανε επίσης δεκάδες ομιλίες στην Κύπρο και την Ελλάδα (μέχρι την Αυστραλία) για τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και το λαϊκό τραγούδι.
Η βιβλιοθήκη του αριθμεί γύρω στις 30 χιλιάδες τίτλους βιβλίων. Θέματα που τον ενδιέφεραν πάντοτε, εκτός από αυτά που αναφέρθηκαν, και που έχει πλούσια βιβλιογραφία πάνω σε αυτά, καθώς και σχετικά άρθρα δημοσιευμένα στον ημερήσιο Τύπο, ήταν η κοινωνιολογία, εθνολογία, γλωσσολογία, οικονομία, εμπόριο, ιστορία, πολιτική, φιλοσοφία και πολλά άλλα.
Έργα του Νέαρχου Γεωργιάδη
Ο Μύστης κι ο Ηγέτης (διηγήματα -1975)
Διηγήματα φαντασίας (Κρατικό Βραβείο Κύπρου -1980)
Ο αναλγητήρ (διηγήματα -1982)
Από τις Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή:
Ρεμπέτικο και πολιτική (1993)
Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη (Κρατικό Βραβείο Κύπρου -1996)
Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης (1999)
Το φαινόμενο Τσιτσάνης (Κρατικό Βραβείο Κύπρου -2001)
Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι* (2003)
Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα – Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω (2006)
Κώστας Παπαδόπουλος – Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού* (2007)
Ρένα Στάμου – Μια εγκυκλοπαίδεια του Ρεμπέτικου* (2009)
Για να πάψουν να τρίζουν τα κόκκαλα του Καρυωτάκη (υπό έκδοση)
* Συγγραφή με την Τάνια Ραχματούλινα