του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα
Μια ακόμη αλλαγή που παρατηρώ στην ανάδυση της Αριστεράς, της Νέας Αριστεράς (καμιά φορά όχι και τόσο νέας, αφού εμπεριέχει πολλές από τις προηγούμενες εμπειρίες), είναι η ποιότητα του κοινωνικού κινήματος. Συμβαίνουν δύο πράγματα, καρπός των τελευταίων διαδικασιών παγκοσμιοποίησης της οικονομίας των τελευταίων 30, 40 χρόνων: Μια μεταβολή των εργασιακών συνθηκών, μια μεταβολή δηλαδή των υλικών συνθηκών της εργατικής τάξης, και μια περιπλοκή των κοινωνικών συνθηκών.
Στην πρώτη περίπτωση, η παλιά σύνθεση της εργατικής τάξης της βαριάς βιομηχανίας, του μεγάλου εργοστασίου, της συνδικαλισμένης, πειθαρχημένης εργατικής κοινότητας, που μετέδιδε τη γνώση από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο, που δημιουργούσε σχέσεις εμπιστοσύνης στη δουλειά μέσα απ’ τη μετάδοση ελεγχόμενων από τον εργάτη γνώσεων και ιεραρχιών, έχει χαθεί.
Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι εργάτες στον κόσμο απ’ ό,τι πριν 30 χρόνια. Υπάρχει μια ταπεινωτική διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας σε επίπεδο ανειδίκευτου εργάτη, η οποία συμπεριλαμβάνει κι εμάς που νομίζουμε ότι ανήκουμε στη μεσαία τάξη και πως είμαστε επαγγελματίες. Αλλά πρόκειται για μια άλλη μορφή υποβάθμισης: Κατακερματισμός, διάλυση, νομαδικότητα, χωρίς μετάδοση γνώσεων από τον παλιό εργάτη στο νέο, χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της εργασιακής δομής, αφού όλα αυτά τα ελέγχει η επιχείρηση. Τις γνώσεις πλέον τις ελέγχει η επιχείρηση, δεν τις ελέγχει ο παλιός εργάτης, που τις μετέδιδε στον νέο. Δεν υπάρχουν συνδικάτα, υπάρχει μια γιγαντιαία προσπάθεια διάλυσης του συνδικαλισμού
Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι εργάτες στον κόσμο απ’ ό,τι πριν 30 χρόνια. Υπάρχει μια ταπεινωτική διαδικασία υποβάθμισης της εργασίας σε επίπεδο ανειδίκευτου εργάτη, η οποία συμπεριλαμβάνει κι εμάς που νομίζουμε ότι ανήκουμε στη μεσαία τάξη και πως είμαστε επαγγελματίες. Αλλά πρόκειται για μια άλλη μορφή υποβάθμισης: Κατακερματισμός, διάλυση, νομαδικότητα, χωρίς μετάδοση γνώσεων από τον παλιό εργάτη στο νέο, χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της εργασιακής δομής, αφού όλα αυτά τα ελέγχει η επιχείρηση. Τις γνώσεις πλέον τις ελέγχει η επιχείρηση, δεν τις ελέγχει ο παλιός εργάτης, που τις μετέδιδε στον νέο. Δεν υπάρχουν συνδικάτα, υπάρχει μια γιγαντιαία προσπάθεια διάλυσης του συνδικαλισμού. Τα συνδικάτα είναι μικρά, περιλαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος της εργατικής τάξης. Υπάρχει επείγουσα ζήτηση νεαρών εργατών με άλλες αντιλήψεις, με άλλες ευαισθησίες, μια θηλυκοποίηση επίσης της εργατικής τάξης με άλλου τύπου αναζητήσεις, με άλλου είδους γλώσσα. Διαφορετική από την κλασική «αντρική» γλώσσα, την επικεντρωμένη στη μεγάλη επιχείρηση, στο συνδικάτο. Είναι μια διαδικασία ταξικής μεταμόρφωσης. Η συμπύκνωσή της σε συλλογικό λόγο και οργάνωση, που θα τη μετατρέψει σε ορατή πολιτική δύναμη, θα καθυστερήσει για δεκαετίες. Η εργατική τάξη που γνωρίσαμε στις δεκαετίες του ’20, του ’30, του ’40 του 20ού αιώνα φτιάχτηκε σε εκατό χρόνια. Η ταυτότητά της, οι λόγοι της, οι οργανωτικές της δομές, τα συνδικάτα της, χρειάστηκαν τουλάχιστον εκατό χρόνια για να ωριμάσουν. Αυτή η νέα εργατική τάξη βρίσκεται ακόμη διασκορπισμένη και κατακερματισμένη. Η πολιτική της απεικόνιση, η σύστασή της ως δρώντος πολιτικού υποκειμένου, αποτελεί ακόμη μια μακρά διαδικασία εν εξελίξει, που θα ανταποκριθεί στη νέα υλική σύνθεση του αντικειμένου εργασίας, τόσο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όσο και παγκοσμίως.
Παράλληλα μ’ αυτό υπάρχει η εμφάνιση νέων παραγόντων, πιο λαϊκών κοινωνικών υποκειμένων δηλαδή, που συναρθρώνονται όχι ανά κέντρο εργασίας, αλλά ανά θέμα. Είναι πιο ευέλικτα ως προς τον τρόπο διασύνδεσής τους και πιο πλουραλιστικά: κινητοποίηση για το χρέος, κινητοποίηση για τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, κινητοποίηση για την παιδεία. Εκεί μέσα υπάρχουν εργάτες αλλά και μεταφορείς, έμποροι, φοιτητές, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, επαγγελματίες… και οι οργανωτικές και διοικητικές δομές τους είναι πιο ευέλικτες και πιο πρόσκαιρες. Διαρκούν κάποιο διάστημα, υπάρχουν για μερικούς μήνες, και μετά διαλύονται. Όμως έχουν επιτύχει κάποιο αποτέλεσμα. Και θα κληθούν ξανά για ένα άλλο ζήτημα και, αφού κινητοποιηθούν, θα προκύψουν νέες ιεραρχίες. Δεν υπάρχει πλέον ένα και μοναδικό κέντρο κινητοποίησης, ούτε ένα μόνο θέμα δράσης. Σε μια κινητοποίηση ένας κοινωνικός φορέας θα είναι ο ηγέτης. Σε άλλη κινητοποίηση κάποιος άλλος θα είναι ο ηγέτης. Σε κάποιες περιπτώσεις θα είναι τα συνδικάτα αυτά που θα συσπειρώνουν τους υπολοίπους. Σε άλλες περιπτώσεις θα είναι οι φοιτητές που θα συσπειρώνουν τα συνδικάτα και τους απλούς ανθρώπους. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι υπάλληλοι δημόσιων μέσων μεταφοράς που θα συσπειρώνουν φοιτητές ή επαγγελματίες. Υπάρχει μια πολυπλοκότητα στις διαδικασίες κινητοποίησης, και εμείς οι επαναστάτες πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε αυτήν την ιδιότητα της συλλογικής δράσης, αυτήν την ελαστικότητα, τη θεματοποίηση της συλλογικής δράσης. Μπορούμε να την ονομάσουμε «λαϊκή μορφή της σύγχρονης συλλογικής δράσης», που αντιστοιχεί στα πρωταρχικά επίπεδα της δόμησης της εργασιακής ταυτότητας και του εργατικού κινήματος.
Η νέα σχέση μεταξύ κόμματος και κοινωνικών κινημάτων στον 21ο αιώνα
Ένα από τα καινούρια πράγματα, αν λάβουμε υπόψη μας το τι συνέβη μεταξύ του 1950 και του 2000, αλλά όχι και τόσο καινούρια αν επιστρέψουμε στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι η σχέση μεταξύ κόμματος και κοινωνικού κινήματος.
Η εμπειρία της Αριστεράς στον 21ο αιώνα έχει αλλάξει τη συζήτηση που είχαμε κληρονομήσει από τη δεκαετία του ’40. Από τη δεκαετία του ’40 το βασικό θέμα ήταν από τη μια πλευρά η πρωτοπορία: ένα κόμμα-επιτελείο, ένα κόμμα επαγγελματιών επαναστατών, με τους ακτιβιστές του, τους διανοουμένους του, την κεντρική του επιτροπή, ένα κόμμα που ήταν ο εγκέφαλος, η πρωτοπορία και το επίκεντρο της επανάστασης. Από την άλλη, υπήρχαν οι συλλογικότητες, κυρίως εργάτες ή αγρότες, που έπρεπε να ακολουθούν, να στηρίζουν τις αποφάσεις, το δρόμο που είχε σχεδιάσει η πρωτοπορία: ένοπλη πρωτοπορία, εκλογική πρωτοπορία, πρωτοπορία στην παρανομία, αλλά σε κάθε περίπτωση πρωτοπορία. Κάτι τέτοιο δεν λειτουργεί σήμερα. Όχι μόνο γιατί απέτυχε στο παρελθόν, αλλά γιατί σήμερα απλά δεν λειτουργεί.
Οι έντονες εμπειρίες των κοινωνικών αγώνων στον κόσμο στα τέλη του 20ού και αρχές του 21ου αιώνα μάς δείχνουν έναν άλλο τύπο άρθρωσης. Δείχνουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κομματικοί σχηματισμοί προκύπτουν από το ίδιο το κοινωνικό κίνημα. Ότι το όριο μεταξύ κοινωνικού κινήματος και κόμματος είναι ένα όριο πολύ ασαφές, πορώδες. Ότι οι κομματικές δομές που δίνουν ένα ορισμένο πλαίσιο συνοχής, ενότητας αρχών και οργάνωσης, διατηρούν πολύ άμεσους, πολύ ρέοντες, πολύ οργανικούς δεσμούς με κοινωνικές οργανωτικές δομές καθώς και με τα αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα. Αυτό είναι θετικό, επειδή απορρίπτει την αντίληψη περί πρωτοπορίας και μη συνειδητοποιημένης μάζας, της οποίας ηγείται η πρωτοπορία. Είναι θετικό επειδή δείχνει ότι η μάζα δεν είναι και τόσο μάζα, ότι δεν πρόκειται για μη συνειδητοποιημένη μάζα. Δείχνει ότι η κοινωνία των πολιτών είναι πολύπλοκη, φτιάχνει ηγεσίες, σκέπτεται, κι ότι συχνά χρειάζεται κέντρα συνοχής και ηγεσίας, δηλαδή ένα κόμμα.
Αλλά τι είναι αυτό το κέντρο συνοχής και ηγεσίας; Δεν είναι το πρωταρχικό. Είναι απαραίτητο και έχει δυνατότητα καθοδήγησης μόνο αν τροφοδοτεί διαρκώς τον οργανικό του δεσμό, το μεταβολισμό του, με τις κοινωνικές οργανώσεις, με το κοινωνικό κίνημα. Αυτό καμιά φορά συγκρούεται με εμάς, τους ανθρώπους της παλιάς σχολής, συνηθισμένους στην πειθαρχία, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, τη συνοχή, τη μόνιμη στράτευση, στη σχεδόν ιησουίτικη οπτική της πολιτικής ως οράματος και δέσμευσης. Αλλά σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η στράτευση είναι πιο χαλαρή, πιο ελαστική, πιο ασαφής. Και πρέπει να μάθει κανείς να κατανοεί αυτή τη νέα γλώσσα και να λειτουργεί με βάση αυτές τις νέες ψυχικές προδιαθέσεις του κόσμου.
Αυτό το ασαφές όριο ανάμεσα στο κοινωνικό κίνημα και το κόμμα (όχι πλέον πρωτοπορία αλλά κόμμα, πιο συμπαγές και συνεκτικό, αν και είναι κάτι νέο, που όμως μπορεί ήδη κανείς να το ψηλαφίσει στις διαφορετικές ευρωπαϊκές ή λατινοαμερικανικές εμπειρίες), μας διδάσκει δύο πράγματα – ή μάλλον, τρία.
Δεν υπάρχει Νέα Αριστερά αποκομμένη από το κοινωνικό κίνημα. Και δεν υπάρχει επιτυχημένο κοινωνικό κίνημα που να μην είναι αναγκασμένο να έχει συνέχεια, να αποκτήσει μια οργανική προέκταση σε κομματικές δομές με κρατική βλέψη. Δηλαδή, ένα πολιτικό κόμμα επιτυγχάνει, με τις προτάσεις του για κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό μετασχηματισμό, εφόσον έχει μια συνέχεια, μια συμμετοχή, μια σύνδεση με πλουραλιστικές συλλογικότητες. Και πράγματι, τα παλιά πολιτικά συστήματα δεν διαρρηγνύονται, δεν καταρρέουν, αν δεν υπάρχει η παρουσία ενός δυνατού κοινωνικού κινήματος, το οποίο εισβάλλει στο προσκήνιο, διαρρηγνύει την κρατική κυριαρχία και επαναπροσδιορίζει τις κοινωνικές ταυτότητες. Συγχρόνως, το κοινωνικό κίνημα θέλει να πάψει να αποτελεί μόνο διαμαρτυρία, μόνο μια έκφραση δυσαρέσκειας. Πρέπει να έχει μια κρατική προέκταση. Πρέπει να είναι σε θέση να μεταφραστεί σε φιλοδοξία διαχείρισης και ελέγχου του κράτους. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κοινωνικό κίνημα πρέπει να καταλήξει σε κράτος. Το κοινωνικό κίνημα υπερβαίνει το κράτος. Επί της ουσίας έρχεται αντιμέτωπο με το κράτος. Αλλά η αποτελεσματικότητά του πρέπει να μετρηθεί με την ικανότητά του να προχωρήσει επίσης παράλληλα με έναν κρατικό φορέα. Να είναι κοινωνικό κίνημα εκτός του κράτους, να είναι κοινωνικό κίνημα με ικανότητα επίδρασης, επιρροής και μετασχηματισμού του κράτους.