Φαίνεται πως κλείδωσε για τα μέσα Μαΐου η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην Άγκυρα και η εκεί συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο Τ. Ερντογάν, σε συνέχεια της Διάσκεψης της Αθήνας που έθεσε το πλαίσιο της «νέας σελίδας» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σύμφωνα με όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας –σπάνια από επίσημες ενημερώσεις τις ελληνικής κυβέρνησης– οι διμερείς επαφές μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών, στα πλαίσια του λεγόμενου πολιτικού διαλόγου συνεχίζονται με αμείωτη ένταση. Για τις 22 Απριλίου είναι προγραμματισμένη η συνάντηση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Αθήνα, ενώ μέσα στον Απρίλιο αναμένεται να πραγματοποιηθεί και η προπαρασκευαστική συνάντηση του υφυπουργού Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη και του ομολόγου του, Μπουράκ Ακτσαπάρ, με θέμα το σχεδιασμό των από κοινού δράσεων σε τομείς της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» (οικονομική συνεργασία, τουρισμός, χορήγηση βίζας κ.ά.).
Η Αθήνα συνεχίζει να κινείται στη λογική της «πάση θυσία» διατήρησης των «ήρεμων νερών», ενώ κατ’ εντολή των ΗΠΑ προωθεί μια σειρά διευθετήσεις με την Τουρκία. Αγοράζουμε χρόνο και πρόσκαιρη ηρεμία, αποδεχόμενοι όμως δια της ολισθήσεως την υποχώρηση σε μια σειρά τουρκικών διεκδικήσεων. Τι μεσολάβησε όμως από τη διάσκεψη του Δεκεμβρίου. Η, από κοινού, συμφωνία για αποφυγή ενεργειών και δηλώσεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένταση και δίνει στην Τουρκία την έξωθεν καλή μαρτυρία που είχε ανάγκη για την επαναπροσέγγιση με τη Δύση, παράγοντας ήδη αποτελέσματα όπως το ξεμπλοκάρισμα της αναβάθμισης των τουρκικών F-16 (μαζί με ένα συνολικό πακέτο εξοπλισμών) από τις ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν πάψει οι προκλήσεις τόσο με λόγια όπως οι προκλητικές δηλώσεις Ερντογάν για την Κύπρο, όσο και με έργα όπως οι συχνές NAVTEX της Τουρκίας που δεσμεύουν περιοχές του Αιγαίου, προκαλώντας αμηχανία στην Αθήνα. Στο όνομα του διαλόγου, τα παραπάνω αποσιωπούνται, ως λεπτομέρειες. Άλλωστε προέχει η «θετική ατζέντα» που παράγει ήδη αποτελέσματα και ο «πολιτικός διάλογος» για τα μείζονα προβλήματα των «θαλάσσιων ζωνών» που πρέπει να επιταχυνθεί, σύμφωνα με τον Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Γεραπετρίτη.
Έχουν τεθεί οι βάσεις για μια μεγάλη αναδιανομή σε ολόκληρη τη Μεσόγειο εν μέσω μεγάλων γεωπολιτικών σεισμών στην ευρύτερη περιοχή μας. Η αναβάθμιση της ισχύος της Τουρκίας, η επιδίωξή της να καταστεί σημαντικός βραχίονας στην ασφάλεια τής περιοχής, καθώς και τα διαρκή της παζάρια με τη συλλογική Δύση αποτελούν υπαρξιακή απειλή για τον Ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο. Απέναντι σε αυτή την απειλή θα ήταν απαραίτητο να αντιταχθεί μια εθνική στρατηγική άμυνας από κοινού Ελλάδας και Κύπρου και η μέγιστη συσπείρωση των λαών και των χωρών της περιοχής μας που βλέπουν παρόμοιους κινδύνους. Αντί αυτού, έχουμε την πλήρη πρόσδεση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής –εσχάτως και της πολιτικής ελίτ στην Κύπρο– στο αμερικανοΝΑΤΟϊκό άρμα και τη συμμετοχή σε όλες τις τυχοδιωκτικές της κινήσεις στην περιοχή μας.
Διάφορα κέντρα εντός της χώρας και εκτός αυτής προωθούν τις Πρέσπες του Αιγαίου, σαν διέξοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θυσιάζονται έτσι πάγια εθνικά συμφέροντα στο όνομα της προσέγγισης. Πρώτο θύμα η Κύπρος και η ενιαία αμυντική πολιτική των δύο χωρών που μένει κενό γράμμα ενώ η Άγκυρα σταθερά προωθεί την τουρκοποίηση συνολικά του νησιού. Δεύτερο θύμα η αποτρεπτική ισχύς της χώρας μέσω του διαρκώς αποπροσανατολισμού των ενόπλων δυνάμεων από τον αντικειμενικό σκοπό της άμυνας της χώρας στο όνομα των ΝΑΤΟϊκών υποχρεώσεων. Μένει να φανεί τους επόμενους μήνες, ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι σχεδιασμοί θα επιβληθούν στην ίδια την κοινωνία που ακόμη καταγράφεται ως το βασικότερο εμπόδιο στην απώλεια της εθνικής κυριαρχίας της χώρας.
Προκλητικός Ερντογάν εποφθαλμιά ολόκληρη την Κύπρο
«Στην πραγματικότητα, ίσως αν είχαμε πιέσει προς τα νότια, ίσως να μην υπήρχε πια νότος και βορράς και η Κύπρος να ήταν εντελώς δική μας». Τα παραπάνω λόγια του Τούρκου προέδρου, Τ. Ερντογάν, σε σύναξη αξιωματικών του τουρκικού στρατού μάλιστα, αποκαλύπτουν τις πάγιες προθέσεις της τουρκικής ηγεσίας για το μέλλον του νησιού. Η Τουρκία γιορτάζει την 50ή επέτειο του Αττίλα προετοιμάζοντας το έδαφος για τα νέα τετελεσμένα που θέλει να προκαλέσει στην περιοχή με σκοπό τον πλήρη έλεγχο της. Ο Ερντογάν είναι ξεκάθαρος όταν εδώ και χρόνια δηλώνει πως δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, κάνει λόγο για αναγνώριση του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού, προβάλλοντας τη λύση των δύο κρατών ως μοχλό ελέγχου ολόκληρου του νησιού.
Στη Αθήνα και τη Λευκωσία πέφτουν από τα σύννεφα κάθε φορά που ο Ερντογάν τοποθετείται με ανάλογο τρόπο. Για «απαράδεκτες και προκλητικές δηλώσεις» κάνει λόγο η κυπριακή κυβέρνηση, με τον εκπρόσωπό της Κωνσταντίνο Λετυμπιώτη να συμπληρώνει πως «το απαράδεκτο των λεγομένων και η χρονική συγκυρία που επιλέγηκε από τον πρόεδρο Ερντογάν καταδεικνύουν την έλλειψη σεβασμού προς το διεθνές δίκαιο. (…) Ο Τούρκος πρόεδρος επιλέγει να στέλνει μήνυμα διχασμού, έμπρακτα παραβιάζοντάς και αγνοώντας τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών». Ενώ ορθά αναγνωρίζει πως «οι απαράδεκτες δηλώσεις Ερντογάν αποδεικνύουν για άλλη μια φορά το αυτονόητο: δεν χωρούν αναχρονιστικές εγγυήσεις σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος. Δεν νοείται κανένα κράτος να είναι έρμαιο των ορέξεων και των επεκτατικών διαθέσεων ξένων κρατών». Παρ’ όλα αυτά επιμένει στην ίδια αποτυχημένη τακτική που έχει δώσει τον χώρο στις τουρκικές προκλήσεις, δηλώνοντας πως «θα συνεχίσουμε να καταβάλλουμε το σύνολο των δυνάμεών μας στην προσπάθεια επανέναρξης των διαπραγματεύσεων (…) με στόχο την οριστική επίλυση του κυπριακού προβλήματος, στην βάση της Διζώνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα».
Από κοντά και η ελληνική κυβέρνηση που βλέπει τις δηλώσεις αυτές να περιγελούν τις προβλέψεις της πρόσφατης διακήρυξης των Αθηνών και να απειλούν «τη προσπάθεια επανεκκίνησης των συνομιλιών που κάνει ο νέος απεσταλμένος του ΟΗΕ στην Κύπρο». Ενώ τα ΜΜΕ και διάφοροι δημοσιολόγοι βλέπουν λόγους εσωτερικής πολιτικής (εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών) πίσω από τις εν λόγω δηλώσεις, με χαρακτηριστική την αναφορά της υπερμάχου της «ελληνοτουρκικής φιλίας» Ντ. Μπακογιάννη που έκανε λόγο για προσπάθεια του Ερντογάν «να απευθυνθεί σε ένα ακροδεξιό ακροατήριο, επειδή τώρα βγήκε στις δημοσκοπήσεις μπροστά ο Ιμάμογλου», υποβαθμίζοντας έτσι τη σημασία και το βάθος των δηλώσεων.
Και όμως όλα δείχνουν πως στο Κυπριακό προετοιμάζονται υποχωρήσεις μεγάλης έκτασης στα πλαίσια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης να τοποθετήσει το ζήτημα της κατοχής της Κύπρου από την Τουρκία στο περιθώριο των ελληνοτουρκικών, αφήνει την Κύπρο εκτεθειμένη στα τουρκικά τετελεσμένα. Και όμως 50 χρόνια μετά τον Αττίλα η απειλή για νέους άμεσους ή έμμεσους αττίλες είναι διαρκώς παρούσα. Η Κύπρος χωρίς την απαραίτητη αμυντική θωράκιση, χωρίς την αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα μένει γυμνή στη στρατιωτική προετοιμασία (εξοπλισμός, βάσεις, οχυρωματικά έργα) της Τουρκίας στα κατεχόμενα. Την ίδια στιγμή η πλήρης πρόσδεση της πολιτικής ελίτ στη Λευκωσία, στο αμερικανοΝΑΤΟϊκό άρμα, υποτάσσει την Κύπρο στους ΝΑΤΟϊκούς τυχοδιωκτισμούς για την υποστήριξη της σιωνιστικής πολεμικής μηχανής, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική παράδοση του νησιού στο διεθνές κεφάλαιο (με Ρώσους, Ουκρανούς ολιγάρχες και προσφάτως κεφάλαια του Ισραήλ) να επενδύουν στο real estate, ρευστοποιεί την κυριαρχία και την ασφάλεια του νησιού. Ας ελπίσουμε δηλώσεις όπως αυτή του Ερντογάν, να αφυπνίσουν όχι τις παραδομένες πολιτικές ελίτ, αλλά την κοινωνία σε Ελλάδα και Κύπρο για να διεκδικήσει άμεσα την αλλαγή πλεύσης σε όλους τους τομείς με σκοπό την ανάκτηση βαθμών κυριαρχίας.
Από τον Θεόφιλο στον Κενάν
30 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη δολοφονία του Θεόφιλου Γεωργιάδη από πληρωμένους δολοφόνους της ΜΙΤ. Ήταν 20 Μαρτίου του 1994, λίγες μέρες πριν τη μέρα του Νεβρόζ, της γιορτής της άνοιξης για τους Κούρδους. Έχοντας συνδέσει τη ζωή και τη δράση του, με τον αγώνα του κουρδικού λαού για ελευθερία, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης, μέσα από την επιτροπή Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν, προσπάθησε να ενώσει τον αγώνα Κούρδων και Κύπριων εναντίον της τουρκικής κατοχής. Αναγνωρίστηκε από τον κουρδικό λαό και τον ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ως αγνός φίλος. Ήταν η εποχή της γεωπολιτικής «αθωότητας», πριν την ελληνική προδοσία εναντίον του Οτσαλάν, πριν η εθνική στρατηγική σε Ελλάδα και Κύπρο, γίνει θυσία στο όνομα της ελληνοτουρκικής φιλίας και του διαλόγου κατ’ εντολή των ΝΑΤΟϊκών «συμμάχων».
Σήμερα 30 χρόνια μετά, έχουμε πειστεί πως το εθνικό μας συμφέρον υπηρετείται καλύτερα στα τραπέζια του υποκριτικού διαλόγου με την Τουρκία και όχι στον κοινό αγώνα για ελευθερία με τον λαό του Κουρδιστάν. Σήμερα, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, οι Κούρδοι αγωνιστές, που έχουν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα και την Κύπρο, διώκονται κόντρα σε κάθε λογική και γίνονται δώρο στο ερντογανικό καθεστώς. Πρόσφατη η περίπτωση του Κενάν Αγιάς, τον οποίο η κυπριακή δικαιοσύνη, εξέδωσε στην Γερμανία για «αστείες» κατηγορίες, με τη δίκη να διεξάγεται αυτές τις μέρες με ανοιχτό τον κίνδυνο καταδίκης του. Μια καταδίκη που αν συμβεί, θα αποτελέσει μια ακόμη εθνική ντροπή.