Η Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αυτό το Σαββατοκύριακο θα διεξαχθεί σε μια ατμόσφαιρα που εγκυμονεί προσδοκίες γεγονότων κι εξελίξεων, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την ακριβή τους μορφή: Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι θα υπάρξουν κι ότι θα είναι συγκλονιστικά.
Το ιστορικό παράθυρο που άνοιξε η συγκυρία στην πατρίδα μας παραμένει ανοιχτό και το άνοιγμά του μεγαλώνει. Η συγκυρία: Η ιδιαίτερη μορφή της μεγάλης δομικής καπιταλιστικής κρίσης στην πατρίδα μας. Χάρη στην προθυμία της άρχουσας τάξης, πρωτοπόρας στην πρόσκληση του ΔΝΤ στην Ευρώπη και στην προσφορά της χώρας για τη μετατροπή της σε εργαστήρι κοινωνικής μηχανικής για την εφαρμογή μιας πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης ουσιαστικά πρωτόγνωρης σε ζώνη κοινού νομίσματος, με στόχο την επέκταση της εφαρμογής της στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στην πορεία προς μια γερμανική Ε.Ε., οδήγησε σε ουσιαστικά ανεξέλεγκτη ύφεση. 22% σωρευτικά μέχρι σήμερα – συγκρίσιμη στην παγκόσμια νεότερη ιστορία, σύμφωνα με τη νοεμβριανή έκθεση της Merrill Lynch για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, μόνο με την ύφεση στις ΗΠΑ στο μεγάλο κραχ του ’29-’30, που έφτασε σωρευτικά σε περισσότερα χρόνια, το 28%… Με αποτέλεσμα την εντεινόμενη φτωχοποίηση της εργαζόμενης συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας στο φόντο της πιο γρήγορης καταστροφής των μεσαίων στρωμάτων στην ελληνική ιστορία.
Μόνο σαν requiem της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας απέναντι στην πλήρη αποτυχία κι αδιέξοδο αυτών των πολιτικών μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αποστροφή του λόγου του Γεωργίου Παπανδρέου στη συνάντηση του Νταβός τον Ιανουάριο 2011, μια άποψη που ωστόσο ακόμα και σήμερα μοιράζονται όχι ασήμαντα τμήματα του καθεστωτικού πολιτικού προσωπικού: Ακόμα κι αν δεν έκανε η κρίση αναγκαία την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων («άνοιγμα της αγοράς», τσάκισμα των όρων μίσθωσης της εργατικής δύναμης, «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού συστήματος, «αποκρατικοποιήσεις», άνοιγμα των «κλειστών επαγγελμάτων», πάταξη της γραφειοκρατίας κ.ά.), αυτές που από κοινού με την πιο βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή μέσα σε 2,5 χρόνια νέκρωσαν τη χώρα κι έκαναν κόλαση τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, θα έπρεπε να την εφεύρουν…
Επιτρέψτε μου ν’ αναφερθώ σε ορισμένες όψεις της πολιτικής κατάστασης που διαμορφώθηκε στις συνθήκες που επιχειρεί να σφραγίσει και να επηρεάσει η διεξαγωγή της Συνδιάσκεψης.
Μετωπικές κοινωνικές συμπράξεις και η πολιτική Αριστερά
Συνέπεια αυτής της πολιτικής στάσης, στην οποία προσχώρησε εδώ κι ενάμισι χρόνο η Ν.Δ. και μετεκλογικά επίσης η ΔΗΜΑΡ, υπήρξε η αποδόμηση των παραδοσιακών συμμαχιών της ελληνικής αστικής τάξης και η δημιουργία, για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, της δυνατότητας πρωτοφανέρωτων μετωπικών κοινωνικών συμπράξεων των λαϊκών στρωμάτων για την ανατροπή αυτής της πολιτικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, που σε συνθήκες κατάρρευσης του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού του δικομματισμού, μπόρεσε να εκφράσει την προηγούμενη άνοιξη σε μεγάλο βαθμό αυτές τις διαθέσεις, ανταμείφθηκε με τη γνωστή εκτίναξή του στη δεύτερη και σήμερα, απ’ ό,τι φαίνεται, στην πρώτη θέση, με αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού και της διάταξης των πολιτικών δυνάμεων. Η υστέρηση, ωστόσο, ως προς την κατανόηση του ιστορικού καθήκοντος της περιόδου από μεριάς της κομμουνιστικής κυρίως Αριστεράς, κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής, και άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων, που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, δεν επέτρεψε στις δυνάμεις της να εκφράσουν μέρος αυτών των λαϊκών διαθέσεων. Αποτέλεσμα; Οι δυνατότητες στο κοινωνικό επίπεδο να μην έχουν βρει μια αντίστοιχη πολιτική προοπτική. Η επιλογή μιας πολιτικής αναμονής για την «αποκάλυψη» του διαχειριστικού ρόλου μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αντί της επιλογής έστω της «πίεσής» του «από τ’ αριστερά» ώστε να μην ενδώσει σε ένα ρόλο διαχείρισης, με προφανή στόχο να επωφεληθούν πολιτικά από την κατάρρευση μιας τέτοιας κυβέρνησης, είναι η πλέον κοντόφθαλμη στρατηγική που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Γιατί δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να συλλάβει κανείς το μόνο βέβαιο, ότι η κατάρρευση μιας αριστερής διακυβέρνησης θα πάρει μπάλα οτιδήποτε αριστερό και ριζοσπαστικό υπάρχει στη χώρα, όπως ακριβώς έγινε το 1989 με την κατάρρευση του «υπαρκτού» σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό για την Ελλάδα θα σημάνει επέλαση των μνημονιακών δυνάμεων και πολιτικό πισωγύρισμα ίσως και για γενιές.
Ούτε η κοινωνική ανάλυση δικαιολογεί μια τέτοια στάση: Η σιγουριά για ένα διαχειριστικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ υποτίθεται ότι πηγάζει από μια ανάλυση που θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είτε έτοιμο ν’ αποδεχθεί την πολιτική και κοινωνική στήριξη ή, ακόμα χειρότερα, ν’ αποτελεί ο ίδιος πολιτική έκφραση, σε μεγάλο βαθμό, τμήματος της αστικής τάξης, που συνδέεται κυρίως με την κατεστραμμένη εσωτερική αγορά. Πρόκειται για το επονομαζόμενο και «κόμμα της δραχμής», το οποίο σε αντίθεση με το «κόμμα του ευρώ» υποτίθεται ότι μπορεί ν’ ακολουθήσει αντιμνημονιακή και ανεξάρτητη, απέναντι κυρίως στις ηγεμονικές βλέψεις της Γερμανίας, πολιτική – και επειδή τα συμφέροντά του μπορούν να εξυπηρετηθούν από μια αποτελεσματικότερη, στην περίπτωση της Ελλάδας, αμερικάνικη πολιτική: πράγμα που αναδείχνει αυτό το τμήμα της άρχουσας ελίτ σε είδος «εθνικής αστικής τάξης» στις σημερινές συνθήκες.
Όμως στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε αστική τάξη που να μπορεί να εκφράσει με ανεξάρτητο τρόπο τα συμφέροντα της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, ούτε καν την εποχή της εκβιομηχάνισης, πολύ περισσότερο την περίοδο πλήρους κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Και οι όψιμες πρωινές αντιμνημονιακές κορώνες τμημάτων του κεφαλαίου που μέχρι πρόσφατα υποστήριζαν με μεγάλη επιθετικότητα την πολιτική των Μνημονίων κυβέρνησης και τρόικας, δεν φτάνουν ούτε μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας: Θ’ αρχίσουν να καταγγέλλουν, για παράδειγμα, τις καταλήψεις των Δημαρχείων απ’ τους εργαζόμενους της ΠΟΕ-ΟΤΑ, καθώς αυτό που φοβούνται όλες οι μερίδες του ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου περισσότερο απ’ οποιαδήποτε υποβάθμιση της θέσης τους μπορεί ν’ απεργάζεται η τρόικα, είναι ένας εξεγερμένος λαός που παίρνει ο ίδιος τις τύχες του στα χέρια του.
Από μια τέτοια στάση των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ πρέπει ν’ αντλήσει όχι απορριπτικά για μια πολιτική συμμαχιών συμπεράσματα, αλλά το αντίθετο: να επιμείνει με ακόμα μεγαλύτερη σταθερότητα στην ανάγκη το μέτωπο των ευρύτερων δυνατών κοινωνικών δυνάμεων που θα εκφραστεί κυβερνητικά να έχει κορμό του τον ΣΥΡΙΖΑ και μια συμπαραταγμένη αριστερά. Επειδή αυτό απαιτείται για να έχει πιθανότητες να προχωρήσει μέχρι το τέλος, κάνοντας μόνο τους αναγκαίους συμβιβασμούς, μια αριστερή διακυβέρνηση. Επειδή η δυναμική αυτής της αντίληψης ενότητας δράσης και πολιτικών συμμαχιών εκτίναξε τον ΣΥΡΙΖΑ στο 27%, παρ’ όλη τη μη ανταπόκριση των άμεσα ενδιαφερόμενων, και μπορεί να τον πάει σήμερα πολύ παραπέρα. Τέλος γιατί μόνο αν δεν εγκαταλειφθεί αυτή η αντίληψη για τις πολιτικές συμμαχίες μιας αριστερής κυβέρνησης, υπάρχει ελπίδα αναθεώρησης, μέσα στην πάλη, από μεριάς των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, της ακολουθούμενης από μεριάς τους στάσης και πολιτικής.
Κυβέρνηση λαϊκής ενότητας
Μια τέτοια δική μας εμμονή κάθε άλλο παρά παρεμποδίζει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να επιχειρήσει ως κυβέρνηση λαϊκής ενότητας να προσελκύσει επίσης στην ενεργή άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας όχι μόνο τμήματα μιας ριζοσπαστικής οικολογίας, αλλά και τους καλύτερους αντιπροσώπους και δυνάμεις απ’ την πολιτική βάση της σοσιαλδημοκρατίας, όπως και από τη λαϊκή βάση της Δεξιάς, που σε μια πορεία μέσα σ’ αυτά τα δυόμισι χρόνια ριζοσπαστικοποιούνται και μας προσεγγίζουν.
Το συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα για αναστροφή της πορείας καταστροφής της χώρας και στροφής σε μια πορεία ολόπλευρης παραγωγικής, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ανασυγκρότησης του τόπου προς όφελος του εργαζόμενου άνθρωπου, της νεολαίας και του φυσικού περιβάλλοντος, με καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, συστημικής και μη, είναι πρόγραμμα μιας κυβέρνησης που δεν είναι (ακόμα) αντικαπιταλιστική. Αλλά μπορεί ν’ ανοίξει, μέσα απ’ τις σοβαρές συγκρούσεις που θα μας επιβληθούν, που θα είναι ολοφάνερα το κύριο χαρακτηριστικό για να μπορέσει να εφαρμόσει μια τέτοια κυβέρνηση μια πολιτική σωτηρίας της χώρας, το δρόμο σε μια πολύ ριζικότερα χειραφετητική κατεύθυνση. Το αρχικό πρόγραμμα άμεσων καθηκόντων μιας τέτοιας κυβέρνησης, αλλά κι έτσι όπως αυτό θα εξελίσσεται στην πορεία -εφόσον γίνει δυνατό βέβαια να υπάρξει μια τέτοια κυβέρνηση και να κρατήσει σ’ ένα βάθος χρόνου- θα καθορίσει, σε τελευταία ανάλυση, από την αρχή αλλά και στην πορεία, επίσης τις δυνάμεις που θα συμμετέχουν.
Ευρωπαϊκές και άλλες συμμαχίες
Μια κρατική πολιτική ευρωπαϊκών συμμαχιών προμηνύεται πολύ δύσκολη, καθώς σε κρατικό επίπεδο το πιθανότερο είναι ότι θα πρόκειται για την πρώτη αριστερή κυβέρνηση με πρόγραμμα ενάντια στην πολιτική της συντονισμένης λιτότητας που επιβάλλεται σήμερα λίγο-πολύ σε κάθε κράτος-μέλος.
Το πλαίσιο είναι περίπου προκαθορισμένο: Η Ευρωζώνη εισέρχεται σε περίοδο ύφεσης με απρόβλεπτα εκρηκτικά αποτελέσματα, καθώς η ακολουθούμενη πολιτική συντονισμένης δημοσιονομικής πειθάρχησης σε περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων ενισχύει, με διάχυση μέσω του μηχανισμού των εμπορικών ανταλλαγών, την επίδραση επιπρόσθετα της λιτότητας των άλλων στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Με όλες τις αντιφάσεις της ακολουθούμενης σε επίπεδο Ε.Ε. πολιτικής να οξύνονται με άξονα την αρχιτεκτονική του ευρώ, πολύ ακριβού σχεδόν για όλους, πολύ φτηνού για την ίδια, όπως το έχει οικοδομήσει μια Γερμανία που ανέπτυξε ως μοναχικός παίκτης την ανταγωνιστικότητά της σε βάρος της εργασίας μέσα στην ίδια της τη χώρα – και σε διακρατικό επίπεδο, σε βάρος ακόμα και των στενότερων συμμάχων της, πρωταρχικά όμως των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Με το «λόμπι των εξαγωγών», τράπεζες και βιομηχανίες, προκειμένου να διατηρήσει τα κέρδη του ν’ αλωνίζει πολιτικά και οικονομικά ασύδοτο σε μια μοναδική κατάσταση, καθώς το γερμανικό ΑΕΠ διαμορφώνεται κατά ένα πρωτοφανές 50% από τις εξαγωγές. Κρατώντας «παγωμένη» τη γερμανική εσωτερική αγορά και επιχειρώντας όχι να περιορίσει, αλλά να διευρύνει το πλεόνασμα του γερμανικού ισοζυγίου πληρωμών, που αποσαθρώνει την οικονομική ζωή των υπερχρεωμένων χωρών του Νότου ακόμα παραπέρα. Δοκιμάζοντας να μετατρέψει καθεμιά απ’ αυτές, με πρωτοπόρα και πάλι την πατρίδα μας, σε Ειδική Οικονομική Ζώνη. Και «φυλακίζοντας» από το 2015 όλες τις χώρες στον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, που στις σημερινές συνθήκες μπορεί ν’ αποτελέσει τον πυροκροτητή για τη γενική ανάφλεξη της Ευρωζώνης, αν αυτή δεν έχει ήδη προέλθει από άλλη αιτία.
Η εξέγερση των λαών του Νότου, και όχι μόνο, και η σταθερή επιδίωξη συμμαχιών με τις εργατικές τάξεις της Γερμανίας και των άλλων «Βορείων» ενάντια στα «σαδομαζοχιστικά οικονομικά» της συντονισμένης λιτότητας –παραφράζοντας το twit του Ρουμπινί «ο δρόμος της Ευρώπης προς την ευημερία μέσω των πολιτικών λιτότητας είναι τα οικονομικά του Μαρκησίου ντε Σαντ»– μας δείχνει το δρόμο οικοδόμησης των διεθνών συμμαχιών με τους «κάτω». Περισσότερο ως μια προετοιμασία για το αύριο, δυστυχώς, παρά ως άμεση λύση απέναντι στις δυσκολίες για την οικοδόμηση ενός αναγκαίου διακρατικού μετώπου των χωρών του Νότου ενάντια σε αυτή την πολιτική και για μια ριζική ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα του χρέους.
Η υπόθεση της Κύπρου υπογραμμίζει επίσης τις δυσκολίες για ν’ ακολουθηθεί μια πολυδιάστατη διεθνής πολιτική, και εκτός των ευρωπαϊκών χωρών, στις σημερινές συνθήκες.
Χρέος, ιδιωτικοποιήσεις, τράπεζες και μια αριστερή διακυβέρνηση
Δεν ξέρω τι επιμέρους «λύση» για το χρέος θα δοθεί ή και δε θα δοθεί απόψε προκειμένου να καταβληθεί η δόση –αυτή η δόση για την οποία στην Ελλάδα η τρικομματική κυβέρνηση τα έδωσε όλα, συμπεριλαμβανομένης και της δημοκρατίας, προεξοφλώντας την έλλειψη μέλλοντος ακόμα και των εγγονιών μας- αλλά αν έχει σχέση με τις πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν αυτές τις μέρες, όχι μόνο αποκλείεται ένα «κούρεμα» του λεγόμενου «κρατικού χρέους», αλλά επιλέγεται ένα «μείγμα» μέτρων, το οποίο οι «αγορές», περιγράφοντάς το για παράδειγμα στις νοεμβριανές εκθέσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους της Goldman Sachs και την Merrill Lynch, έχουν ήδη «προεξοφλήσει»: Το χρέος θα παραμείνει «μαύρη τύπα», μη βιώσιμο.
Πολύ περισσότερο που, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του κυριακάτικου Τύπου, επιλέγεται και πάλι μέσω της επαναγοράς χρέους (που δεν απέδωσε τίποτα ως κύρια μέθοδος για τον περιορισμό του χρέους στο διάστημα 1970-1995 στις χώρες της Λατινικής Αμερικής) ένα δεύτερο -πάνω στα ήδη «κουρεμένα» ομόλογα- PSI, επαναλαμβάνοντας τα ίδια που μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση: το «κούρεμα» και πάλι «του εαυτού μας». Το «κούρεμα» της Ελλάδας, αν δοθεί τέτοια «λύση βιωσιμότητας» για τη δόση, προβλέπεται να φτάσει τα 10 δισ. για τις ελληνικές τράπεζες, ανοίγοντας νέα «τρύπα» και ανάγκες πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης στα ίδια κεφάλαιά τους. Και θα ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ «κούρεμα» στα νέα ομόλογα των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης, με αποτέλεσμα απ’ αυτό και μόνο να προκύψει το επόμενο δραστικό «κούρεμα» στις παρεχόμενες συντάξεις…
Αυτή η εξοργιστική κατάσταση πρέπει να συνδυαστεί με τις πρόσφατες δηλώσεις σχετικά με την πιθανότητα ενός πραγματικού «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, του Υπεύθυνου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών για τον προϋπολογισμό Νόρμπερτ Μπάρτλε, για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος: «Ως τώρα συμμετείχαμε στη βοήθεια στην Ελλάδα ως κράτος μέσω εγγυήσεων και πιστώσεων, που δεν κόστιζαν πρακτικά τίποτα. Το “κούρεμα”, αντίθετα, θα κοστίσει πολλά χρήματα, που θα τα φορτωθούν άμεσα οι φορολογούμενοι. Ως τώρα είχαμε εξασφαλίσει τη συμφωνία τους με την υπόσχεση ότι αναλαμβάνουμε ρίσκα, όχι χρηματικές απώλειες. Τις τελευταίες δεν πρόκειται να τις δεχτούν».
Για να μην καταλήξουμε «αποικία χρέους» και «αποικία καταναγκαστικής εργασίας μορφών ΕΟΖ», χρειάζεται το ελληνικό χρέος ν’ αντιμετωπιστεί ριζικά ώστε να γίνει βιώσιμο: δραστικό «κούρεμα», μορατόριουμ καταβολής των τοκοχρεολυσίων μετά το «κούρεμα» ώστε να μην καταλήγει σε νέα μεγάλη προσθήκη χρέους, αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης. Και πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι –και να το κάνουμε αυτό καθαρό– και για μονομερείς ενέργειες: Αν θέλουμε να έχουμε πιθανότητες να πετύχουμε επαρκείς παραχωρήσεις χωρίς μονομερείς ενέργειες.
Ένα δεύτερο ζήτημα που θα κρίνει την πορεία είναι η εξέλιξη της υπόθεσης των ιδιωτικοποιήσεων σε συνδυασμό με τρόπους και τους όρους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Δεν αποτελεί μυστικό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι από τους κύριους λόγους που, σύμφωνα με τον επικεφαλής αναλυτή του Exotix Ντανιέλ Στέρνε, «οι Βόρειοι δεν θέλουν το ελληνικό χρέος να είναι “πολύ βιώσιμο”, το προτιμούν “σχεδόν μη βιώσιμο”, γιατί αλλιώς θα σταματήσει η πίεση για μεταρρυθμίσεις», είναι να προχωρήσει η εκποίηση του δημόσιου τομέα της οικονομίας και της δημόσιας γης.
Με την επικαιροποίηση του Μεσοπρόθεσμου με το νέο νόμο για τις ιδιωτικοποιήσεις, που ψηφίστηκε τον Οκτώβρη, το κράτος ετοιμάζεται να αποχωρήσει απ’ το σύνολο των δημόσιων επιχειρήσεων και ταυτόχρονα της δημόσιας γης. Καθώς είναι αδύνατον το ΤΑΙΠΕΔ να πουλήσει τα πάντα, ακόμα και όλα τα σχολικά κτίρια με τη μέθοδο του sale & lease back, είναι φανερό ότι ετοιμάζεται και η ταυτόχρονη λειτουργία του ως Ταμείο Εμπράγματης Εγγυοδοσίας με τη συγκέντρωση όλων των επιχειρήσεων και του συνόλου της ακίνητης περιουσίας – 250 ακίνητα το τρίμηνο προβλέπεται να περνούν στο ΤΑΙΠΕΔ από το α’ τρίμηνο του 2013. Μέσω ενός τέτοιου δρόμου, ταυτόχρονα ξεπουλήματος και συγκέντρωσης της δημόσιας περιουσίας – σχεδιάζεται ο ακρωτηριασμός της ικανότητας μιας αριστερής κυβέρνησης να μπορεί να πάρει σοβαρές αποφάσεις για το χρέος και τη διακυβέρνηση της χώρας χωρίς διαρκείς εκβιασμούς και χωρίς την αποστέρηση από τα δημόσια εργαλεία άσκησης κρατικής κυριαρχίας και σχεδιασμένης κυβερνητικής πολιτικής. Όπως λέει και η Καγκελάριος Μέρκελ: «Όποιος έχει πάνω από 70-80% χρέος ως προς το ΑΕΠ, θα πρέπει να παραχωρήσει κρατική κυριαρχία».
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα με τις τράπεζες. Οι ξένοι επίτροποι που θα τοποθετηθούν άμεσα θα «ξαναμοιράσουν την τράπουλα» και ως προς τα διάφορα τμήματα κι εκπροσώπους της ελληνικής αστικής τάξης: Απ’ τους Επιτρόπους θα εξαρτάται ποια επιχειρηματικά δάνεια, ανάμεσά τους και των συγκροτημάτων ΜΜΕ, θ’ ανανεωθούν και ποια όχι, ποιες μεγάλες επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε επιθετικές εξαγορές από το γερμανικό κ.ά. μεγάλο κεφάλαιο και ποιες θα συνεχίσουν να φυτοζωούν άμεσα εξαρτημένες απ’ αυτό.
Η περίοδος αυτή, μέχρι το 2016, προβλέπεται να είναι ταυτόχρονα «περίοδος χάριτος» των παραδοσιακών ελληνικών τραπεζικών οικογενειών, η τελευταία κατά την οποία θα έχουν το management (αλλά ήδη πρακτικά θ’ αποφασίζουν οι ξένοι επίτροποι…), ώστε να προλάβουν να κάνουν τις συμμαχίες τους με το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Γιατί μεταξύ 2016 -όπου για πρώτη φορά στο πρόσφατα ψηφισμένο Μεσοπρόθεσμο εμφανίζονται προς πώληση 1,9 δισ. «τραπεζικές μετοχές που το ελληνικό δημόσιο έχει αποκτήσει μέσω της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης»- και 2020 προβλέπεται η πώληση του 90% των μετοχών των ελληνικών τραπεζών, που με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης θα έχουν περάσει στο Δημόσιο. Κι έτσι οι σχεδιασμοί είναι, έναντι τιμήματος-στόχου όλου-όλου 11,9 δισ. -απέναντι στα 50 δισ. της ανακεφαλαιοποίησης και τα 200 δισ. εγγυήσεων και κεφαλαίων που έχουν δοθεί στις τράπεζες από λεφτά του ελληνικού λαού- μέχρι το 2020 οι τράπεζες να έχουν «φύγει» πλήρως από την Ελλάδα…
Με οδηγό την TREUHAND
Το ότι τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μεταξύ 2017 και 2020 θα προέρχονται αποκλειστικά απ’ τις τράπεζες, σημαίνει ότι μεταξύ 2013 και 2016 (Μεσοπρόθεσμο) ο σχεδιασμός είναι να πουληθούν πρακτικά τα πάντα μ’ εξαίρεση τις τράπεζες: Ή ό,τι είναι δυνατόν, εν πάση περιπτώσει, από επιχειρήσεις μέχρι γη, αντί 7,6 δισ. όλα-όλα (σύνολο πρόβλεψης Μεσοπρόθεσμου για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μέχρι το 1916 9,5 δισ. – και 19 δισ. σωρευτικά μέχρι το 2020). Μετά το 2020, θα πουληθεί ό,τι έχει περισσέψει. Αυτή ήταν και η εμπειρία της TREUHAND: μεταξύ 1990 και 1994 πουλήθηκε το 75% του δημόσιου πλούτου της Ανατολικής Γερμανίας. Το υπόλοιπο 25% πουλιέται μέχρι σήμερα ακόμη.
Τι σημαίνουν αυτά; Ότι πέρα από το βασικό, να εξασφαλιστεί η διατροφή, τα φάρμακα και τα καύσιμα για έναν εξαντλημένο λαό, να ξαναπάρει μπρος ο μηχανισμός μιας κατεστραμμένης οικονομίας, να εξασφαλιστεί όχι μόνο η αποκατάσταση της εθνικής αυτοπεποίθησης των λαϊκών στρωμάτων αλλά προπαντός η ελπίδα για το μέλλον, χρέος, ιδιωτικοποιήσεις και τράπεζες είναι επίσης προβλήματα άμεσης προτεραιότητας, που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει και να λύσει μια αριστερή διακυβέρνηση. Προφανώς μόνο μ’ έναν ενεργό λαό, για να έχει ελπίδα.
Ταυτόχρονα, όλα αυτά δείχνουν γιατί μπαίνει σήμερα ο στόχος για ανατροπή της τρικομματικής κυβέρνησης και της πολιτικής της. Τίποτε δεν μπορεί να περιμένει: Η ζημιά μπορεί να έχει γίνει ανεπίστρεπτη. Και μην περιμένετε ότι θα κηρυχθούν εκλογές σε «ομαλές» συνθήκες. Οι φετινές εκλογές «τραυμάτισαν» ως εμπειρία, απ’ την οποία έβγαλε τα συμπεράσματά της όχι μόνο η ελληνική αστική τάξη, αλλά και η τρόικα. Εκλογές θα γίνουν μόνο αν δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος απ’ το να γίνουν. Δεν θα είναι μόνον οι εκατό πρώτες ώρες ή μέρες μιας αριστερής κυβέρνησης δύσκολες. Οι επόμενες εκατό μέρες από σήμερα θα είναι πολύ δύσκολες. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα θα πρέπει να συμβεί το «κλικ» του κινήματος, η ποιότητα που σήμερα λείπει, και εμείς χρειάζεται να συμβάλουμε σ’ αυτό.
Ζούμε σε μια εποχή τόσο τρομερή, που αν σταθούμε κατώτεροι των περιστάσεων, το τι θα απογίνει η Αριστερά θα έχει μικρότερη σημασία απ’ το τι θ’ απογίνει η χώρα. Και ίσως-ίσως ακόμα και η ίδια η Γηραιά Ήπειρος.