Διάλογος για την προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ. Του Ανέστη Ταρπάγκου

Περισσότερο παρά ποτέ, σήμερα, είναι επιτακτικά αναγκαία η καθαρή αποκρυστάλλωση των προγραμματικών πολιτικών κατευθύνσεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, έναντι φαινομένων αμφισημίας, δυϊσμού, θολότητας. Η αντιμνημονιακή-αντινεοφιλελεύθερη πολιτική αντιπροσωπεύει την αναγκαία αντιπολιτευτική βάση της πολιτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, όμως, δεν είναι επαρκής όρος για την διαμόρφωση της Αριστερής Εναλλακτικής Λύσης και την ανάδειξη των απαραίτητων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών. Μ’ αυτή την έννοια προτείνεται η συγκρότηση αυτής της προγραμματικής κατεύθυνσης σε τέσσερεις άξονες:
1. Κατάργηση της αντιδραστικής πολιτικής των Μνημονίων, Μεσοπρόθεσμων Προγραμμάτων και Δανειακών Συμβάσεων, ακύρωση όλων των νόμων της τελευταίας διετίας που εφάρμοζαν αυτή την πολιτική (ασφαλιστικών, εργασιακών, φορολογικών κ.λπ.), απαλλαγή από την «πολιτική εποπτεία» και την «οικονομική κηδεμονία» της υπερεθνικής καπιταλιστικής τρόικας, επαναφορά μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών, δημόσιων επενδύσεων κ.ά., στο επίπεδο του 2008.
2. Ριζοσπαστικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής που, μεταξύ των άλλων,  περιλαμβάνει: Ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου που έχει παραχθεί με την καπιταλιστική ανάπτυξη 1996-2008. – Αύξηση της φορολογίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων με φορολογικό συντελεστή στο 45%. – Επανάκτηση της δημόσιας ιδιοκτησίας, κοινωνικού και εργατικού ελέγχου όλων των ΔΕΚΟ και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας που έχουν αποκρατικοποιθηθεί, χωρίς αποζημίωση των ιδιωτών στους οποίους είχαν μεταβιβαστεί, εν όλο ή εν μέρει. – Εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση όλου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, λειτουργία της πίστης με λαϊκά και παραγωγικά επενδυτικά κριτήρια, κοινωνικού χαρακτήρα. – Επιδόματα ανεργίας σ’ όλους τους ανέργους χωρίς προϋποθέσεις και για όσο διάστημα διαρκεί η ανεργία, στο ύψος του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ κ.λπ.
3. Παύση πληρωμών των τόκων και χρεολυσίων για όλα τα δάνεια που έχουν συναφθεί (προκειμένου να στηρίζονται και να ενισχύονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις), με την εξαίρεση των δανείων που αφορούν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων. – Διαγραφή όλου του «επαχθούς» χρέους κατά τρόπο μονομερή, κατά τα πρότυπα της Αργεντινής, της μεταπολεμικής Γερμανίας, του Ισημερινού κ.λπ.
4. Συνθετικός πολιτικός προσδιορισμός των αριστερών θέσεων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα: Ούτε «επανίδρυση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που έχει μετεξελιχθεί στην πλέον αντιδραστική μορφή υπερεθνικής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης), ούτε άμεση «αποδέσμευση» από αυτήν (εφόσον αποτελεί πεδίο της κοινής ταξικής πάλης των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων απέναντι στον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό). Ούτε «κοσμοπολιτισμός», αλλά ούτε και «εθνικός απομονωτισμός». Κι όσο το ευρώ αποτελεί μηχανισμό μεταφοράς εισοδήματος από τον ευρωπαϊκό νότο στον ευρωπαϊκό βορρά, αφετηρία δημιουργίας εμπορικών ελλειμμάτων και αντίστοιχων πλεονασμάτων και η «σωτηρία» της Ευρωζώνης προϋποθέτει την συντριβή της μισθωτής εργασίας και των λαϊκών τάξεων, άλλο τόσο η «επιστροφή» στην δραχμή αντιπροσωπεύει με τους παρόντες ταξικούς συσχετισμούς, την κατακρήμνιση σε νέα τάρταρα υποτίμησης και ευρύτατων αντιλαϊκών μέτρων. Έτσι, ρητή και καθαρή προγραμματική θέση της πολιτικής εξουσίας που θα βασίζεται στην πλειοψηφία των αριστερών λαϊκών δυνάμεων, δεν μπορεί παρά να είναι: Άρνηση εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. – Καμία αναγνώριση των ρυθμίσεων του Ευρωσυντάγματος και της Ενιαίας Οικονομικής Διακυβέρνησης. – Κατάργηση της ισχύος του Συμφώνου για το ευρώ κ.ά. Μ’ άλλα λόγια, σ’ ένα πρώτο επίπεδο η καταγγελία και άρνηση της ισχύος όλων των αντιδραστικών ευρωπαϊκών συνθηκών, που επιβλήθηκαν ερήμην των ευρωπαϊκών λαών και τις οποίες η Αριστερά έχει μέχρι σήμερα καταψηφίσει στο Κοινοβούλιο. Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση που θα προκύψει σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με τη συνεπή εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων αριστερής κυβερνητικής πολιτικής θα είναι περισσότερο από εκρηκτική, δηλαδή θα έχει επαναστατικά χαρακτηριστικά ριζικών ανατροπών στην ελληνική και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μπροστά στις λυσσώδεις αντιδράσεις της ελληνικής και των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, όπως επενδυτική αποχή, τιμωρητικά μέτρα, πολεμικές απειλές, φυγή κεφαλαίων κ.λπ. θα τεθεί η επικαιρότητα της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής Λύσης και του εργατικού διεθνισμού σε ευρωπαϊκό (και όχι μόνον) επίπεδο, που θα αποτελεί και την μεγαλύτερη κοινωνική μάχη αυτών των αρχών του 21ου αιώνα.

Η λαϊκότητα και η ταξικότητα της οργανωτικής δομής
Δύο είναι τα οργανωτικά ζητήματα που προβάλουν στον ΣΥΡΙΖΑ και επιζητούν την επίλυσή τους: Η απουσία μαζικής συμμετοχής των μελών των συνιστωσών στις Επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ και η σχετική ατροφία των Κλαδικών Επιτροπών, μια και το βάρος έχει δοθεί στις Τοπικές Επιτροπές. Έτσι, σήμερα, με βάση τόσο την επιθυμητή φυσιογνωμία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς όσο και τις μέγιστες πολιτικές ανάγκες της περιόδου κοινωνικής και παραγωγικής καταστροφής που επιφέρει η πολλαπλή κρίση (υπερσυσσώρευσης, χρέους) και η ακραία νεοφιλελεύθερη διαχείρισή της, απαιτείται:
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο η συμμετοχή του συνόλου των μελών των συνιστωσών στις οργανωτικές δομές του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που για να υπάρξει χρειάζεται την έμπνευση αυτού του αριστερού κόσμου από μια ορισμένη πολιτική γραμμή με συνθετικά χαρακτηριστικά , ενωτικές ριζοσπαστικές διεργασίες και κοινωνικό εναλλακτικό οραματικό πλαίσιο.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο είναι αναγκαία η εφαρμογή της πολιτικής κατεύθυνσης της συμμετοχής του συνόλου των στρατευμένων μελών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ταυτόχρονα και παράλληλα και στις δύο βασικές οργανωτικές μορφές, δηλαδή την Τοπική και την Κλαδική. Ένας εργαζόμενος καθηγητής συμμετέχει τόσο στην Κλαδική Επιτροπή των Εκπαιδευτικών, όσο και στην Τοπική Επιτροπή του τόπου κατοικίας του. Μία εργαζόμενη στη βιομηχανία παίρνει μέρος τόσο στην Τοπική Επιτροπή του τόπου κατοικίας της  όσο και στην Κλαδική Επιτροπή του χώρου εργασίας της, δηλαδή των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Η μονοδιάστατη πριμοδότηση της μιας ή της άλλης μορφής οργανωτικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταστρεπτική και κινδυνεύει στη μία περίπτωση να απολέσει τα χαρακτηριστικά της ταξικότητας, στην άλλη περίπτωση τη φυσιογνωμία της λαϊκότητας.
Όλα τα μισθωτά εργαζόμενα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν μέρος στις Κλαδικές Επιτροπές των χώρων παραγωγής τους, που αντιπροσωπεύουν πρωτογενή πεδία ταξικής διαπάλης (Ιδιωτικός Τομέας, Εκπαίδευση, Νοσοκομεία, Δημόσιος Τομέας κ.ά.), ασκώντας ριζοσπαστική πολιτική στα ζητήματα της μισθωτής παραγωγικής εργασίας (που δεν ταυτίζεται με την επιμέρους συνδικαλιστική δράση, η οποία όταν δεν έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, μπορεί να εκφυλιστεί σε μια συντεχνιακή λογική).
Ταυτόχρονα, όλοι οι στρατευμένοι αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχουν στην αντίστοιχη Τοπική Επιτροπή του τόπου κατοικίας τους, κι αυτό τους δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας με τις λαϊκές δυνάμεις που βρίσκονται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας (έτσι με ανέργους, συνταξιούχους, νέους, πλειοψηφία των εργαζομένων εκτός των δομών του εργατικού κινήματος, γυναίκες κ.λπ.).

Προγραμματική βάση των αριστερών πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών
Προκύπτει αβίαστα ότι η πολιτική συμμαχιών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν μπορεί παρά να εδράζεται αφετηριακά στην αντι-μνημονιακή και αντι-νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση, και ταυτόχρονα στο Εναλλακτικό Αριστερό Πρόγραμμα κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Ούτε μονομερής επικέντρωση στην αντι-μνημονιακή πολιτική, αλλά ούτε και διαφυγή σε βερμπαλιστικούς ιδεολογισμούς. Αντι-μνημονιακή αντιπολίτευση στο σήμερα, Αριστερή Εναλλακτική Διακυβέρνηση στο αύριο, αυτοί είναι οι δύο άρρηκτα δεμένοι κρίκοι που ορίζουν και την πολιτική των συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ.
Μ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί παρά να επιδιώκεται πραγματικά και ουσιαστικά η συμμαχία των ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ σ’ ένα Αριστερό Λαϊκό Μέτωπο, πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί με «εκκλήσεις», αλλά με συστηματική πολιτική και συνδικαλιστική παρέμβαση με σταθερά ενωτικά χαρακτηριστικά. Αλλά κι αυτή η ενδεχόμενη αριστερή ενωτική συμπαράταξη δεν είναι επαρκής ώστε να εξασφαλίσει την διέξοδο από την κρίση, αν δεν διαμορφώσει τους όρους ενός ακόμη ευρύτερου Λαϊκού Ριζοσπαστικού Μετώπου, με όλο τον εργατικό και μικροαστικό κόσμο που αποδεσμεύεται από τα κόμματα του μνημονιακού «μονοδρόμου» και στρέφεται προς τα Αριστερά.
Βέβαια, αυτή η ενωτική πρόταση «Αντι-νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση-Αριστερή Εναλλακτική Λύση», που αντιπροσωπεύει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή τής κάθε μορφής συμμαχίας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να απευθύνεται και στην ΔΗΜ.ΑΡ., στους Οικολόγους και σε δυνάμεις που εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ καθώς αυτό κατακρημνίζεται και παραφθείρεται. Ωστόσο, οποιαδήποτε μορφή πολιτικής συμφωνίας-συνεργασίας δεν μπορεί να γίνεται παρά στη ρητή και καθαρή αποδοχή του δίπολου «Μαχητική κοινωνική αντι-μνημονιακή αντιπολίτευση-Μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα αριστερής διακυβέρνησης». Οποιαδήποτε άλλη μορφή συμμαχιών ρέπει προς τον καιροσκοπισμό και έχει εμφανώς εκλογικίστικα χαρακτηριστικά, με εξαιρετικά κοντόθωρους ορίζοντες και κινδύνους νέων κρίσεων και διαχωρισμών.

Η πολιτική και κοινωνική προτεραιότητα του ΣΥΡΙΖΑ στη συγκυρία
Ένα ζήτημα είναι σήμερα η προώθηση των αναγκαίων Δικτύων Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αλλά το απείρως σπουδαιότερο θέμα είναι η προαγωγή της αποτελεσματικής ταξικής πάλης του εργατικού κινήματος, γιατί στην τελευταία διετία αυτό σήκωσε το κύριο βάρος της ταξικής αντιπαράθεσης με την μνημονιακή πολιτική, παράλληλα προφανώς με το κίνημα των πλατειών και τις συνοικιακές δράσεις ενάντια στα χαράτσια. Στα σίγουρα το ΕΑΜ οργάνωνε την Εθνική Αλληλεγγύη, ωστόσο όμως κατ’ εξοχήν δρούσε για την προαγωγή της μαζικής λαϊκής πάλης και του ένοπλου αγώνα απέναντι στη φασιστική κυριαρχία. Συνεπώς, η μονομερής αναφορά στην κοινωνική αλληλεγγύη και στην «παρουσία» στους εργατικούς αγώνες απέχουν πολύ από το να ανταποκριθούν στα μέγιστα κοινωνικά καθήκοντα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη  σημερινή περίοδο. Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνουν τη μεγάλη πρωτοβουλία της ανάδειξης ενός ευρύτατου Αγωνιστικού Εργατικού και Λαϊκού Μετώπου (το κοινωνικά αντίστοιχο του πολιτικού μετώπου) συμπαράταξης των δυνάμεων των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, του ΠΑΜΕ, των εργατικών οργανώσεων της βάσης της ΠΑΣΚΕ που έχουν μετατοπιστεί στην αντιπολίτευση, καθώς και όλων των συνοικιακών κοινωνικών κινήσεων, επιτροπών και συνελεύσεων. Αυτό το μέτωπο καλείται να αναλάβει το βάρος διεξαγωγής του λαϊκού αντι-μνημονιακού αγώνα, με συνέπεια, κλιμάκωση, συνέχεια και αποτελεσματικότητα, δίνοντας νικηφόρα προοπτική στους μεγάλους απεργιακούς αγώνες που ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός οδήγησαν στην ήττα, την παραφθορά και την αναποτελεσματικότητα.

* Ο Ανέστης Ταρπάγκος είναι μέλος της Γραμματείας Συντονιστικού Θεσσαλονίκης και του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ.

(Το παραπάνω άρθρο αποτέλεσε την πρόταση αποφάσεων στη συνέλευση
του ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!