«Στις 13 Ιουλίου 2022 ο Δημήτρης Λιγνάδης, πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, δάσκαλος και διευθυντής επί δεκαετίες στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και του Αρσάκειου σχολείου, κρίθηκε ένοχος για δύο βιασμούς σε βάρος ανηλίκων. Καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 12 χρόνια φυλάκισης χωρίς αναγνώριση ελαφρυντικών… Τρεις ώρες μετά την οριστική καταδίκη του, κρίθηκε ότι δεν είναι πλέον επικίνδυνος και ως εκ τούτου αφέθηκε ελεύθερος… Το δικαστήριο όχι μόνο δεν έκλεισε τον ένοχο παιδοβιαστή στη φυλακή, αλλά επιπλέον ανέχτηκε επί μήνες στη δικαστική αίθουσα να διασύρονται τα θύματα, οι συνοδοί τους, οι μάρτυρες, οι δημοσιογράφοι και ολόκληρος ο πνευματικός κόσμος των καλλιτεχνών ως μέτριοι, επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι, σκευωροί και λαοπλάνοι. Αν συμβαίνουν όλα αυτά σε μια δικαστική αίθουσα με όλα τα φώτα στραμμένα πάνω της, ανατριχιάζουμε στην ιδέα τι συμβαίνει με τα φώτα κλειστά… Από τις 13 Ιουλίου και για κάθε μέρα που ο Δημήτρης Λιγνάδης κυκλοφορεί ελεύθερος, όχι μόνο εμείς, αλλά ολόκληρη η ελληνική κοινωνία κλείνεται φυλακή. Ως άνθρωποι του πολιτισμού, πολίτες της Ελλάδας, πατεράδες και μανάδες παιδιών που μεγαλώνουν εδώ, ζητάμε την άμεση άρση του ανασταλτικού χαρακτήρα της καταδικαστικής απόφασης… Θέλουμε να ζούμε σε έναν τόπο που η δικαιοσύνη θα λάμπει αντίστοιχα της ομορφιάς του, και θέλουμε ο ήλιος της να πάψει επιτέλους να είναι νοητός».
Το παραπάνω κείμενο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, που συνυπογράφεται από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, την Ένωση Τραγουδιστών Ελλάδας και δέκα ακόμη σωματεία καλλιτεχνών και τεχνικών από τους χώρους του θεάματος και ακροάματος, δεν θα είχε κυκλοφορήσει ποτέ σε μια στοιχειωδώς «κανονική» χώρα. Διότι σε μια «κανονική» χώρα ένας καταδικασμένος για βιασμό ανηλίκων θα κλεινόταν σε κελί, έστω και πολυτελείας, για κάποιο τουλάχιστον διάστημα. Τουλάχιστον μέχρι να «ξεχαστεί» η υπόθεση (από την κοινωνία – επειδή τα θύματα, ακόμη και οι οικογένειές τους και οι φίλοι τους, ποτέ δεν θα μπορέσουν να ξεχάσουν…). Στην Ελλάδα, όχι. Όχι, εφόσον ο καταδικασμένος είναι «δικό μας παιδί». Σ’ αυτήν την περίπτωση, γράφονται εκεί που δεν πιάνει μελάνι και οι ισονομίες και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Οι «δικοί μας» απολαμβάνουν του ακαταδίωκτου και της ατιμωρησίας, όποιο κι αν είναι το έγκλημά τους. Και μάλιστα με προκλητικό τρόπο, αλαζονικό, που φτύνει χωρίς προσχήματα την κοινωνία.
Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλούν εντύπωση τόσο οι οργανωμένες από τους ηθοποιούς όσο και οι, πολύ περισσότερες, αυθόρμητες διαμαρτυρίες του κόσμου σε θέατρα και φεστιβάλ, και η κατακραυγή τους εναντίον όποιων μελών της κυβέρνησης Μητσοτάκη που έχουν το θράσος να εμφανίζονται εκεί. Η έκφραση της δυσαρέσκειας, ακόμη και της οργής, είναι εύλογη, παίρνει δε, εξίσου εύλογα, και πολιτικό χαρακτήρα. Οι πολίτες, όλο και περισσότερο πιεσμένοι και καταπιεσμένοι σε όλα τα επίπεδα, νιώθουν στο πετσί τους την αδικία. Και καταλαβαίνουν ότι ολόκληρο το σύστημα των ελίτ δεν δίνει δυάρα για το τι τραβάνε και τι πιστεύουν, και τους κοροϊδεύει κατάμουτρα. Η οργή δυναμώνει αν κάποιος διαβάσει την πρωτοφανώς προκλητική ανακοίνωση της νέας διοίκησης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Οι κύριοι αυτοί ζητούν και τα ρέστα, δηλώνοντας ότι θα κάνουν ό,τι αυτοί νομίζουν «σωστό» (δηλαδή εξυπηρετικό για τα εκάστοτε «δικά μας παιδιά» που τα εγκλήματά τους δεν μπόρεσαν να συγκαλυφθούν και άρα είχαν την ατυχία να φτάσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου), κι ότι δεν θα δίνουν λογαριασμό σε κανέναν – πόσο μάλλον στον… αδαή περί τα νομικά απλό κόσμο.
Η εν λόγω κατάπτυστη ανακοίνωση, που έχει το θράσος να αναφέρει ότι στήνονται «λαϊκά δικαστήρια»(!), καταλήγει με την «προειδοποίηση» ότι δεν θα περάσει ο… εκφοβισμός των εκπροσώπων της δικαιοσύνης. Ποιοι το λένε αυτό; Αυτοί που έχουν κουρελιάσει κάθε έννοια δίκιου και κοινής λογικής, δικαιολογώντας τα πάντα – από μνημόνια και απαγορεύσεις απεργιών ως «αναστολές» σε καταδικασμένους βιαστές ανηλίκων. Ο «θεσμός» έχει καταφανώς ξεφύγει, και το όνειρο όσων τον κανοναρχούν είναι η επιστροφή στις πιο σκοτεινές στιγμές του, με βασική τους έγνοια να προσφέρουν κάλυψη στο αμαρτωλό πολιτικό και επιχειρηματικό σύστημα, και δη της Δεξιάς, και στα «δικά μας παιδιά». Τσίπα δεν έχει μείνει…