του Σπύρου Θεοδωρόπουλου
Ο Γκοντάρ θα είναι για πάντα το όνομα εκείνης της συγκλονιστικής εποχής που ο κινηματογράφος βγήκε με φόρα στις λεωφόρους των μεγάλων πόλεων πασχίζοντας και ποθώντας να σμίξει με τη ζωή, με τους πραγματικούς ανθρώπους, τους έρωτες, τους αγώνες, τους θυμούς, τα συναισθήματά τους.
Από το «Μικρό στρατιώτη» μέχρι τον «Αποχαιρετισμό στη γλώσσα» έψαχνε με δίψα να βρει τα όρια τού μέσου, τα σημεία τομής μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης, αδιαμεσολάβητης ανθρώπινης συμπεριφοράς κι επινοημένου σεναρίου.
ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ να αποτιμήσει το έργο του Γκοντάρ λέγοντας: Το «Με κομμένη την ανάσα» είναι μια στιγμή καθοριστική για την ιστορία του σινεμά, γιατί ενώ στην ουσία είναι ένα γκαγκστερικό φιλμ, αποδιαρθρώνει με τέτοιο τρόπο τη δράση, αποδομεί με τέτοιο τρόπο την αφήγηση, επαναπροσεγγίζει με τέτοιο τρόπο μια σειρά προϋπάρχοντα τεχνικά εργαλεία που εν τέλει το αποτέλεσμα που προκύπτει δεν είναι καθόλου ένα γκαγκστερικό φιλμ, αλλά είναι ένα αναποδογύρισμα της τράπουλας, μια ανατροπή των κανόνων. Μπορεί όμως και πάλι να το κάνει ως εξής: Το «Με κομμένη την ανάσα» είναι μια στιγμή καθοριστική για την ιστορία του σινεμά για όλους τους λόγους που είπαμε πριν, αλλά κυρίως για κάτι πιο αόριστο που δε μπορεί εύκολα να περιγραφεί, παρά μόνο να βιωθεί βλέποντας κανείς τη ταινία και που είναι αυτή η ορμή με την οποία εισβάλλει ο Μπελμοντό σε κάθε πλάνο, αυτή η φούρια με την οποία η κάμερα διαρκώς τον ακολουθεί, αυτός ο αδιανόητος ρυθμός που το έργο αποκτά, θυμίζοντας θαρρείς εκείνη τη τρομερή Μπαρτσελόνα της περασμένης δεκαετίας, που καμιά φορά βρισκόμενη πίσω στο σκορ προς το τέλος του αγώνα έλεγε μέσα της «αρκετό χρόνο χάσαμε, ας σοβαρευτούμε» και ξάφνου έβαζε 4 γκολ σ’ ένα δεκάλεπτο κάνοντας τη μπάλα να χαθεί από τα μάτια μας. Αυτός ο θυμός, αυτή η διάχυτη αίσθηση ότι «πολύ καιρό αφήσαμε το σινεμά στα χέρια άσχετων, ήρθε η ώρα να το κάνουμε δικό μας και να φτιάξουμε ταινίες που μας αφορούν», αυτή η εν σπέρματι καταγραφή όλου εκείνου του εγκλωβισμένου ενθουσιασμού της δεκαετίας του ‘60 που προς τα τέλη της θα εκραγεί, είναι η κινούσα δύναμη όλης της φιλμογραφίας του Γκοντάρ, ο λόγος της αιώνιας νιότης των ταινιών του.
ΙΣΩΣ ΚΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ που επέλεξε να φύγει, μόνος κι εξαντλημένος με υποβοηθούμενη ευθανασία, αυτός που έστρεφε πάντα το βλέμμα προς τη ζωντάνια και τη κίνηση, αυτός που έζησε πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους, να ‘ταν το τελευταίο του σκηνοθετικό τρικ, ένα ύστατο βγάλσιμο της γλώσσας σε κάθε τι συμβατικό.
Στα Cahiers είχε γράψει κάποτε, πώς το σινεμά είναι η Ευρυδίκη και τα λόγια μας είναι ο Ορφέας που γυρνώντας να την κοιτάξει και να την αφουγκραστεί τη ρίχνει και πάλι στον Άδη κι ίσως αυτή η αντίληψή του για το σινεμά, που διέτρεχε όλη τη ζωή του, να ‘ναι ο λόγος που το κάνει τόσο δύσκολο να γράψει κανείς οτιδήποτε για τον επιδραστικότερο σκηνοθέτη όλων των εποχών, χωρίς να νιώθει πώς τα πιο σημαντικά τα άφησε απ’ έξω.
Στο Φεστιβάλ Καννών του 1968 που ακυρώθηκε λόγω του Μάη, είχε πει σ’ ένα διαπληκτισμό του με νεαρούς κινηματογραφιστές: «εμείς μιλάμε για αλληλεγγύη με τους φοιτητές και τους εργάτες κι εσείς για κινήσεις της κάμερας και κοντινά πλάνα. Είστε ηλίθιοι». Τέκνο μιας βαθύτατα πολιτικής εποχής που έπαιρνε πάντα θέση για κάθε μεγάλο κοινωνικό ζήτημα (χαρακτηριστική η παρέμβαση του για την παρουσία Ζελένσκι στο Φεστιβάλ Καννών, λίγους μήνες πριν), «μας βοήθησε», σημειώνουν τα Cahiers du Cinéma, «να σκεφτόμαστε και να βλέπουμε το σινεμά στην ιστορικότητα του, αλλά και την ίδια την ιστορία δια μέσω του σινεμά»
ΣΗΜΕΡΑ, όπως και κάθε φορά που φεύγει ένας μεγάλος σκεφτόμαστε να επιστρέψουμε στη βασική του έστω εργογραφία – νομίζω πώς είναι ανούσιο γιατί πολύ απλά δεν φύγαμε ποτέ από αυτή. Το σινεμά του Γκοντάρ δε χρειάζεται ούτε επαναπροσεγγίσεις, ούτε νέες θεάσεις υπό το βάρος της απώλειας, είναι ολοζώντανο, συνεχίζει να ανθεί και δεν θα σταματήσουμε ποτέ να συνομιλούμε μαζί του.
Πολλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας μπορούμε να βάλουμε με το μυαλό μας, αλλά ποτέ δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν κινηματογράφο χωρίς αυτόν
Όπως γράφουν τα Cahiers du Cinéma στο ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας αποχαιρετιστήριο σημείωμα τους: «Ο Γκοντάρ είναι νεκρός και είμαστε πολλοί αυτοί που πιστεύουμε πώς από σήμερα το πρωί ο κινηματογράφος και η ανθρωπότητα είναι πιο ανυπεράσπιστα από ότι χθες.»
(*) Ποια είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σου στη ζωή; Ρωτά η Τζιν Σίμπεργκ τον Ζιαν Πιέρ Μελβίλ στο «με κομμένη την ανάσα». Να γίνω αθάνατος και μετά να πεθάνω, απαντά εκείνος. Κι ίσως αυτός ο μικρός διάλογος, στη πρώτη του κι όλας ταινία να συμπυκνώνει το αποτύπωμα που αφήνει πίσω του ο Ζαν Λυκ Γκονταρ
Μέχρι τέλους
Μέχρι το τέλος ο Γκοντάρ έμεινε πιστός στις αξίες του. Δεν είναι τυχαίο ότι που διαφώνησε ανοιχτά με την ομιλία Ζελένσκι στο Φεστιβάλ Καννών λέγοντας χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων: «Η παρέμβαση του Ζελένσκι στο φεστιβάλ των Καννών είναι προφανής, αν την εξετάσουμε από την άποψη αυτού που ονομάζεται “σκηνοθεσία”: ένας κακός ηθοποιός, ένας επαγγελματίας κωμικός υπό το βλέμμα άλλων επαγγελματιών οικείων επαγγελμάτων. Νομίζω ότι έχω πει κάτι ανάλογο πριν από πολύ καιρό. Χρειάστηκε έτσι η σκηνοθεσία του νιοστού παγκόσμιου πολέμου και η απειλή μιας ακόμη καταστροφής για να μάθει ο κόσμος ότι οι Κάννες είναι ένα εργαλείο προπαγάνδας, όπως όλα τα άλλα. Προπαγανδίζουν τη δυτική αισθητική…
Η συνειδητοποίηση αυτή δεν είναι κάτι σπουδαίο κι όμως ήδη είναι. Η αλήθεια των εικόνων έρχεται αργά. Τώρα, φανταστείτε ότι ο ίδιος ο πόλεμος είναι αυτή η αισθητική που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός παγκόσμιου φεστιβάλ, του οποίου οι ενδιαφερόμενοι είναι τα κράτη που βρίσκονται σε σύγκρουση ή μάλλον “συμφέροντα”, που μεταδίδουν αναπαραστάσεις των οποίων είμαστε όλοι θεατές… εσείς και εγώ. Ακούω συχνά τον όρο “σύγκρουση συμφερόντων”, ο οποίος είναι ταυτολογία. Υπάρχει σύγκρουση, μικρή ή μεγάλη, μόνο αν υπάρχει συμφέρον.
Πέραν της μαζικοποίησης των δολοφονιών, δεν έχουν αλλάξει πολλά: Βρούτος, Νέρωνας, Μπάιντεν ή Πούτιν, Κωνσταντινούπολη, Ιράκ ή Ουκρανία…»
Φίλος της Ελλάδας
Ο Γκοντάρ ήταν φίλος της Ελλάδας και την είχε υποστηρίξει ανοιχτά την περίοδο των απαρχών της κρίσης, τότε που το ευρωπαϊκό και γερμανικό αφήγημα μιλούσε για τους «τεμπέληδες Έλληνες». Υποστήριζε ότι η Δύση, η Ευρώπη και η Γερμανία χρωστάνε στην Ελλάδα και ότι θα έπρεπε όλοι οι δυτικοί να την ευχαριστούν. Χαρακτηριστικά το 2011, είχε δηλώσει στον Guardian: «Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που διατύπωσε το μεγάλο “επομένως”. Για παράδειγμα, “δεν με αγαπάς, επομένως…”. Χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη εκατομμύρια φορές, για να λάβουμε τις πιο σημαντικές αποφάσεις. Ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε να πληρώνουμε για αυτό… Αν κάθε φορά που χρησιμοποιούμε την λέξη πληρώνουμε δέκα ευρώ (σ.σ. στους Έλληνες), η κρίση (σ.σ.: στην Ελλάδα) θα τελειώσει σε μια μέρα.»