του Λαοκράτη Βάσση
Διαβάζοντας για δεύτερη φορά, κάποιες σελίδες για τρίτη και τέταρτη, το τρίτο μέρος της «Τριλογίας» της Μαρίας Περατικού για την Κυπριακή Τραγωδία, υπό τον ευφημιστικό τίτλο: «Ο Μελιορισμός των Κυκλαμίνων», ένιωθα ένα μεγάλο σφίξιμο στην καρδιά μου απ’ την ασήκωτη συμφορά της Κύπρου μας. Και πώς να μη νιώθεις τέτοιο σφίξιμο, όταν διαβάζεις: «Δύστυχε Λαπηθιώτη, Βαβυλιώτη, Καρμιώτη, Καραβιώτη, Κερυνειώτη… Σε πιάνει το μοιρολόϊ βλέποντας το ανεπίτρεπτο, το επώδυνο, αναγκασμένος, άοπλος, ξυπόλυτος, σχεδόν άντυτος να τρέχεις τρομαγμένος μέσα στους δρόμους που από μικρός περπάτησες, που γνώρισες κάθε πετραδάκι τους. Τώρα τους διαβαίνεις πανικοβλημένος για να γλυτώσεις την αιχμαλωσία και τον θάνατο»! Ή σε άλλες γραμμές: «Ποιος να κοιμηθεί το βράδυ της 20ης Ιουλίου του 1974; Ποιος να κλείσει τα μάτια του και να μη περνούν κάτω απ’ τα βλέφαρά του εικόνες εισβολής και εικόνες επίθεσης; Κράνη, όπλα, ματιές όλο φωτιά και μίσος του πολέμου. Ποιος δεν ακούει την καρδιά του να βροντοχτυπά ταυτόχρονα στ΄αυτιά, στον λαιμό, στο στέρνο, να θέλει να πεταχτεί απ’ τη θέση της, να πετάξει στο σπίτι που εγκατέλειψε, στον τόπο της, στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε;».
Οπότε, σκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι, αν, σε απαιτητικές λογοτεχνικές δημιουργίες με ιστορικό υπόβαθρο και κυρίαρχο τον αλύτρωτο καημό, όπως η μυθιστορηματική «Τριλογία» της Κυπριακής Τραγωδίας της Μ.Π, η κάθαρση συντελείται και ταυτίζεται με τη βαθιά αισθητική βίωση του κυρίαρχου αλύτρωτου καημού, με τον απέραντο πόνο που ματώνει την ψυχή μας. Έτσι, όμως, όπως η βαθιά αισθητική βίωση γονιμοποιεί, καλλιεργεί και πυροδοτεί το αναπαλλοτρίωτο χρέος της λύτρωσης. Που αυτή, εντέλει, είναι και η καθαρτήρια αισθητική λειτουργία του «Μελιορισμού των Κυκλαμίνων», καθώς πρόκειται για μια πολύ ποιοτική, υποβλητική και ουσιαστική υπόμνηση του πάτριου χρέους. Στον αντίποδα των μοιρολατρικών συμβιβασμών, των μοιρολατρικών παραδοχών των τετελεσμένων και του ανάπηρου Κυπριακού μέλλοντος, που εκπορεύεται απ’ τον έρποντα νεο/ραγιαδισμό της λογικής των «συμβιβασμών» και των «τετελεσμένων». Με το πάτριο χρέος να είναι απαράγραπτα χαραγμένο στις υπερτρισχιλιετείς δέλτους της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού της μαρτυρικής μας Μεγαλονήσου. Αλλά και αθάνατα υπομνηματισμένο απ’ το νωπό ακόμη αίμα των ηρώων του Απελευθερωτικού αντιαποικιακού της Αγώνα, το 1955-59. Που προφανώς και πρέπει να λογίζεται ως η τελευταία έκλαμψη του εθνεγερτικού πνεύματος του 1821, αν το αναγιγνώσκουμε κι αυτό σωστά. Με τους Αυξεντίου και τους Παλληκαρίδηδες να είναι οι τελευταίες ηρωικές μορφές της σποράς του Ρήγα και οι τελευταίοι, ως τώρα, εθνομάρτυρες του ανυπότακτου Ελληνισμού.
Διαβάζοντας τη γραφή της Μαρίας Περατικού δεν διαπιστώνεις απλά την καλή χρήση της γλώσσας, που, λόγω της φιλολογικής της ιδιότητας, είναι αναμενόμενη, αλλά μια χαρισματική της χρήση. Που την κάνει να ρέει με απαλή, θωπευτική, θα έλεγα, και ανεπιτήδευτη φυσικότητα, κατοχυρώνοντας την αισθητική ειλικρίνεια και χάρη της ποιοτικής λογοτεχνικής γραφής
Αναφέρομαι στην αισθητική βίωση της Κυπριακής Τραγωδίας και του μεγάλου αλύτρωτου καημού, όπως με την ιδιαίτερη λειτουργία της κάθαρσής της, υπομνηματίζει και τρέφει, με την αρμόζουσα Κυπριακή ελληνοπρέπεια, το απελευθερωτικό χρέος της λύτρωσής της. Γιατί, «Ο Μελιορισμός των Κυκλαμίνων», αλλά και όλη η «Τριλογία» της Μ.Π. δεν είναι βιβλίο ιστορίας, ούτε ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά λογοτεχνικό βιβλίο, μυθιστόρημα, με έντονο όμως το ιστορικό του υπόβαθρο. Που έχει υφασμένη και κεντημένη την πλοκή του στον ματωμένο καμβά της ιστορίας της Κυπριακής συμφοράς, όπως αυτή κορυφώθηκε με τη βάρβαρη τουρκική εισβολή, το 1974. Μια πλοκή, που, σαν τοιχογραφία, ξανοίγει μπροστά στα μάτια μας συγκλονιστικές σκηνές απ’ αυτήν την ανείπωτη τραγωδία. Έτσι που μόνο η αισθητική λειτουργία της απαιτητικής λογοτεχνικής γραφής μπορεί να το πετύχει. Όπως, μάλιστα, συμπυκνώνει στο βάθος της, την ουσία του εξηγητικού και του ερμηνευτικού λόγου τόσο της επιστήμης όσο και της φιλοσοφίας της ιστορίας.
ΜΗ ΜΠΟΡΩΝΤΑΣ, στα περιορισμένα χρονικά περιθώρια της παρουσίασης, να προβώ σε μια στοιχειωδώς επαρκή αισθητική ανάλυση του εξακοσιασέλιδου «Μελιορισμού», θα αποπειραθώ, κατ’ ανάγκην, να σας βάλω, έστω και υποψιαστικά, τόσο στο κλίμα της μορφής, με όλη την ακριβή επένδυση της αισθητικής της προίκας, όσο και στο κλίμα του περιεχομένου, με όλες τις αναπαραστατικές κορυφώσεις της εικονοποιΐας του. Ιδίως αυτές που προκαλούν απέραντο πόνο, όπως ματώνουν την ψυχή, αλλά και εναλλασσόμενα κύματα οργής και αγανάκτησης για το συντελεσμένο μέγα κακό της εθνικής προδοσίας. Με την απόπειρα υποψιασμού σας να περιορίζεται στη γλώσσα και στην πλοκή.
α) Ως προς τη γλώσσα: Όπως σημείωνα και στις παρουσιάσεις των δύο άλλων μερών της «Τριλογίας», διαβάζοντας τη γραφή της Μ.Π. δεν διαπιστώνεις απλά την καλή χρήση της γλώσσας, που, λόγω της φιλολογικής της ιδιότητας, είναι αναμενόμενη, αλλά μια χαρισματική της χρήση. Που την κάνει να ρέει με απαλή, θωπευτική, θα έλεγα, και ανεπιτήδευτη φυσικότητα, κατοχυρώνοντας την αισθητική ειλικρίνεια και χάρη της ποιοτικής λογοτεχνικής γραφής. Η λειτουργούσα, μάλιστα, ποιητική φύση της, γιατί η Μ.Π. είναι και εξαιρετική ποιήτρια, πλουτίζει τη μυθιστορηματική της αφήγηση και με μια πολύ ιδιαίτερη λυρικότητα. Πάντοτε, όμως, συγκρατημένη και με αίσθηση του μέτρου, όπως όλη της η γραφή, ακόμα κι όταν αγγίζει θέματα που πονάνε πολύ την ψυχή μας. Καθώς πρόκειται για ένα ήθος και ύφος γραφής, που είναι εναρμονισμένο με τη βαθύτερη ουσία του περιεχομένου της και τους μεγάλους καημούς που το ορίζουν. Ή, καλύτερα, που καταξιώνει αισθητικά τη βαθύτερη ουσία του περιεχομένου της και τους μεγάλους καημούς που το ορίζουν. Με αποδεκτή, εννοείται, την αλήθεια πως τα έργα τέχνης, με πρώτα τα λογοτεχνικά, κρίνονται και δικαιώνονται στο πολύ απαιτητικό πεδίο της αισθητικής τους λειτουργίας. Κι η αισθητική καταξίωση αυτών των μεγάλων καημών, των μεγάλων Κυπριακών καημών του Ελληνισμού, υπηρετεί και την καταλυτικότερη ενστάλαξή τους στο είναι μας. Την καταλυτικότερη, εντέλει, ενστάλαξη του ανυπότακτου πατριωτικού χρέους στα μύχια της ύπαρξής μας.
β) Ως προς την πλοκή. Όπως στη γλώσσα, έτσι και στην πλοκή, δεν μπορώ να μη προτάξω τη διαπίστωση του μαστορικού, επίσης, ξετυλίγματος του μυθιστορηματικού καμβά. Όπου, στην αναπαραστατική σύνθεση της «εικονοποιΐας» του, συναντιέται η χάρη της αβίαστης λαϊκής αφήγησης: με την υποβλητική αμεσότητα της τέχνης των λαϊκών κεντημάτων, των λαϊκών υφαντών και της λαϊκής ζωγραφικής. Γιατί, στον μυθιστορηματικό καμβά της Μ.Π. αποτυπώνονται, σαν σε μακρά τοιχογραφία, όλες οι συγκλονιστικές «σκηνές» της κορύφωσης του Κυπριακού δράματος. Όπως, με περίτεχνη αφηγηματική μαεστρία, τις εναλλάσσει με τη χαριτωμένη πολλαπλότητα των πολλών στιγμών της αθώας καθημερινότητας των πρωταγωνιστών στο τρίγωνο: Κύπρος-Αθήνα-Κρήτη. Που, συνθέτοντας την αντίθεση με την εξυφαινόμενη στα παρασκήνια τραγικότητα, ανήκουν στις πολύ ιδιαίτερες συγγραφικές της διαστάσεις. Αθώα καθημερινότητα, απ’ τη μια, με τις μεγάλες, όπως ο γάμος της Ελένης και του Μενέλαου, και τις μικρές χαρές της. Όπου δίνουν τον πολύ ανθρώπινο τόνο τους οι γιαγιάδες της Ελένης και όλο το Κυπριακό και το Κρητικό συγγενολόϊ. Κι απ’ την άλλη η εξυφαινόμενη και εκτυλισσόμενη πολυαίμακτη τραγωδία, με επίκεντρο πάντοτε την Κύπρο, που είναι και το θέατρό της. Όπως, μάλιστα αναδεικνύει κατά συγκλονιστικό τρόπο το απροσμέτρητο βάθος της μέσα από προσωπικά και οικογενειακά δράματα, σαν τον χαμό του Μενέλαου στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, που δεν τον χωράει ανθρώπινος νους.
ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ πως, έστω και υποψιαστικά, σας εγκλιμάτισα στα της γλώσσας και της πλοκής της μυθιστορηματικής τέχνης της Μ.Π., θα αποπειραθώ, πάλι υποψιαστικά, να σας εγκλιματίσω και στα του περιεχομένου αυτού του τρίτου μέρους της «Τριλογίας» της για την Κυπριακή τραγωδία, αναδεικνύοντας, κατ’ ανάγκην με ενδεικτική επιλεκτικότητα, τις πιο μεγάλες «εικόνες» της μυθιστορηματικής της τοιχογραφίας. Όπως αποτυπώνεται σ’ αυτές η προαναφερθείσα εκτύλιξη: Της αθώας καθημερινότητας, με όλες τις τρυφερές και πολύ ανθρώπινες στιγμές της, και της κορύφωσης του Κυπριακού δράματος, με το πραξικόπημα, την εισβολή, τους σκοτωμούς, τους βιασμούς, τους βανδαλισμούς, τους αιχμαλώτους, τους έγκλειστους, τους αγνοούμενους, τους πρόσφυγες και τη βάρβαρη, τέλος, κατοχή της Βόρειας Κύπρου.
Η «Τριλογία» της Μαρίας Περατικού, όπως εκτείνεται: στον Απελευθερωτικό Αγώνα, στον Διχασμό και στην Τραγωδία της Κύπρου, με βαθιά αισθητική καταξίωση του αλύτρωτου καημού, είναι μια μοναδική εμβάπτιση, μέσα απ’ την καθαρτήρια αισθητική βίωση, στα αξιακά νάματα του προαιώνιου ελληνικού χρέους της Κύπρου
Χωρίς να αγνοώ, κάθε άλλο, την πολύ ιδιαίτερη συμβολή των μικρών «εικόνων» και των «λεπτομερειών» στο τελικό αισθητικό αποθησαύρισμα, όπως, για παράδειγμα, το κρεμασμένο στα χαλάσματα παιδί της Αμμοχώστου ή η επιστροφή αιχμαλώτων απ’ τα Άδανα, θα περιοριστώ να αναφέρω, πολύ ενδεικτικά, μεγάλες «εικόνες» της αφήγησης, όπως:
1η. Απ’ την αθώα καθημερινότητα: τον γάμο της Ελένης και του Μενέλαου, με όλον τον Κρητικό και τον Κυπριακό ηθογραφικό πλούτο του.
2η. Απ’ τον δηλητηριώδη διχασμό, που αυτός έφερε τη μεγάλη συμφορά: το κάψιμο του σπιτιού του καθηγητή Κωστίδη, πατέρα της Ελένης, που είναι το σπίτι της συγγραφέως μας, με την πολύ συγκινητική, με όλα τα άλλα, αναφορά στο «σταχτένιο σχέδιο του κεντήματός» της, όπως το … σεβάστηκε η φωτιά των αθλίων που την έβαλαν.
3η. Οι δαγκάνες του σκορπιού, όπως γράφει η Μ.Π., Χούντας και ΕΟΚΑ Β΄. τα όργια της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, η προδοσία της Κύπρου, υπό τον μανδύα της Ένωσης, με θλιβερούς πρωταγωνιστές: τον Γρίβα, τον «Διγενή» του Απελευθερωτικού Αγώνα, και τον σκοτεινό Ιωαννίδη της εγκληματικής χουντικής συμμορίας των Αθηνών.
4η. Ο θάνατος του Γρίβα, όπου και ο αφανάτιστος αποτιμητικός λόγος της Μ.Π., με πολύ συγκρατημό και δίκαιη κρίση για τον ένοχο ρόλο και τη μοιραία, τελικά, ύστερη αφροσύνη του.
5η. Η κορύφωση του Κυπριακού δράματος: Πραξικόπημα-Εισβολή-Κατοχή, με αφηγηματικές σελίδες που συγκλονίζουν και που μόνο μια προικισμένη λογοτεχνική γραφή μπορεί να δώσει, όπως ενσταλάζει αισθητικά στα κατάβαθα της ψυχής μας τον απέραντο πόνο της μαρτυρίας της.
6η. Η τραγική μοίρα του Μενέλαου, απ’ τους «αμνημόνευτους» σκοτωμένους στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας Ελλαδίτες καταδρομείς, τι συμφορά κι αυτή!, όπου βρήκαν το πτώμα του οι δικοί του, εκείνη την ώρα του χαλασμού, και τον ενταφίασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη.
7η, τέλος, «εικόνα»: Η δεσπόζουσα μορφή του Μακαρίου, το δολοφονικό μένος της Χούντας εναντίον του, η σωτηρία του κατά το προδοτικό πραξικόπημα, ο ερχομός του στην Αθήνα και η ιστορική ομιλία του από μπαλκόνι της Βρετάνιας, η επιστροφή στην Κύπρο και ο θάνατός του. Με τον κόσμο του Νησιού να θρηνεί και να οδύρεται για τον χαμό του. Με την παραδοχή του κι απ’ τη Μ.Π. να είναι προφανής. Αλλά με στοχαστική ερωτηματικότητα, καθώς σημειώνει: «Ό,τι κι αν έχει συμβεί, ό,τι κι αν έχει γίνει, η πλειοψηφία των Κυπρίων εμπιστεύεται τον Μακάριο. Από εκεί και πέρα θα κριθεί απ’ την Ιστορία κι απ’ τους ιστορικούς».
ΈΧΟΝΤΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, πως δεν μπορεί να χωρέσει μια συναρπαστική μυθιστορηματική αφήγηση εξακοσίων σελίδων σε μια ολιγόλεπτη παρουσίαση, χωρίς να αδικηθεί, κατ’ ανάγκην, το μεγαλύτερο μέρος της, θα ολοκληρώσω τονίζοντας πως η «Τριλογία» της Μ.Π., όπως εκτείνεται: στον Απελευθερωτικό Αγώνα, στον Διχασμό και στην Τραγωδία της Κύπρου, με βαθιά αισθητική καταξίωση του αλύτρωτου καημού, είναι μια μοναδική εμβάπτιση, μέσα απ’ την καθαρτήρια αισθητική βίωση, στα αξιακά νάματα του προαιώνιου ελληνικού χρέους της Κύπρου. Που σημαίνει πως, εκ του αισθητικού αποστάγματος και αποτελέσματος, ο λογοτεχνικός λόγος της «Τριλογίας» είναι λόγος υψηλής πνευματικής ευθύνης, όπως αναδίδει το άρωμα του έλλογου πατριωτικού ήθους και της συνακόλουθής του πατριωτικής αξιοπρέπειας, ως λόγος της αρετής, που διεμβολίζει, κατά Αριστοτέλη, την «υπερβολή» και την «έλλειψη». Όπου, εδώ, υπερβολή είναι η υπερ…πατριωτική αφροσύνη και έλλειψη ο αντι…πατριωτικός ενδοτισμός.
Κλείνω, ευχαριστώντας εκ βαθέων τη Μ.Π. για τη «βίωση» αυτού του χρέους που μου χάρισε η «Τριλογία» της. Μαζί, το ομολογώ, με μια αξεθύμαστη οργή για τους μεγάλους ένοχους της Κυπριακής προδοσίας και τραγωδίας, Ελλαδίτες και Κυπρίους. Αλλά, για να μη ξεχνιόμαστε, και για τους σημερινούς «ανανο/προσαρμοστικούς», που επιδιώκουν να χωρέσουν το μέλλον της Κύπρου στην προκρούστεια κλίνη της «λογικής των τετελεσμένων» (στο γενικότερο, εννοείται, πλαίσιο του έρποντος στους σκοτεινούς διαδρόμους της Ελλαδίτικης και της Κυπριακής πολιτικής ζωής «ανανο/πρεσπισμού», υπό τις ασφυκτικές ευλογίες των …ευγενών επικυρίαρχών μας!).
⃰ Κείμενο αναβληθείσας, λόγω τριήμερου εθνικού πένθους για το δυστύχημα των Τεμπών, παρουσίασης του βιβλίου στο Σπίτι της Κύπρου (2/3/23).