Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Εφεδρείες πολιτικής επιβίωσης αναζητούν στο κυβερνητικό στρατόπεδο
Το κυβερνητικό κόμμα, αποδεχόμενο εδώ και καιρό το μνημονιακό καθεστώς, έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο που στην πράξη υποστηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό. Τα λόγια προσαρμόζονται σιγά-σιγά κι αυτά. Ο Αλ. Τσίπρας μιλά στη Θεσσαλονίκη για «αυτορρύθμιση της αγοράς», επιχειρήματα εφευρίσκονται για ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές, ενώ η «ανάπτυξη» εξαγγέλλεται ότι θα έρθει ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που θα φέρει η προσαρμογή στο νέο τοπίο.
Επειδή, όμως, η πολιτική είναι κάτι παραπάνω από την οικονομία, όλα αυτά δεν οδηγούν και στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση του ΣΥΡΙΖΑ με τις υπόλοιπες συστημικές δυνάμεις θα οδηγήσει σε ένα πολιτικό περιβάλλον συναίνεσης χωρίς προστριβές, συγκρούσεις και αναταράξεις.
Ακριβέστερα, είναι το αντίθετο που ισχύει. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει όσα απαιτούν οι «θεσμοί», τον οδηγεί αντικειμενικά απέναντι στην κοινωνία. Για να μπορέσει σε αυτές τις συνθήκες να κρατηθεί στην εξουσία, είναι υποχρεωμένος να θέσει διλήμματα και να πάρει πρωτοβουλίες, προσπαθώντας να αποσοβήσει τη φθορά που επιφέρει η ασκούμενη πολιτική.
Θα προσπαθεί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει κάποια αφήγηση. Ενόσω βέβαια εφαρμόζει το τρίτο μνημόνιο και καλείται να μαζέψει πολλά δισ. ευρώ ακόμα μέσα στα επόμενα χρόνια από τις τσέπες των πολιτών. Κάτι που να πείθει έστω ένα μέρος της κοινωνίας και, αν όχι να απολαμβάνει ενεργητική υποστήριξη, τουλάχιστον να αποσπά ανοχή, ως το «μικρότερο κακό».
Τρία μέτωπα
Έτσι λοιπόν, σε ένα πρώτο επίπεδο θα πρέπει να συντηρεί με κάθε τρόπο την πόλωση με τη Ν.Δ. Όσοι περισσότεροι ανούσιοι σκυλοκαβγάδες στηθούν με τα στελέχη του μητσοτακικού κόμματος για οποιοδήποτε θέμα, τόσο καλύτερα για τον Τσίπρα και την κυβέρνηση.
Για να κρατηθεί στη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει οπωσδήποτε να ηγεμονεύει σε έναν πόλο του κομματικού σκηνικού. Άσχετα με το ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει κάποιο διαφορετικό «μείγμα» πολιτικής, θα πρέπει να εμφανίζεται ως η ηγέτιδα δύναμη της Κεντροαριστεράς που αντιμάχεται τη Δεξιά του Μητσοτάκη. Κάτι που επιχειρούν εδώ και καιρό να ανακόψουν το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, χωρίς όμως να καταφέρνουν να συγκροτήσουν έναν «τρίτο πόλο», ειδικά μετά το πρόσφατο μεταξύ τους «άρπαγμα».
Και επειδή η οικονομική πολιτική είναι δεδομένη (μην ξεχνάμε ότι το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε από πέντε κόμματα και 222 βουλευτές), η αντιπαράθεση θα πρέπει να μετατίθεται σε θέματα που να επιτρέπουν να φαίνεται ότι τα δυο κόμματα διαφέρουν. Γι’ αυτό οι κυβερνητικοί σπεύδουν να αξιοποιήσουν όσο μπορούν το Μεταναστευτικό και θέματα όπως αυτό που προέκυψε στο Ωραιόκαστρο. Προβάλλουν την εικόνα μιας κοινωνικά ευαίσθητης Κεντροαριστεράς που είναι απέναντι στη Δεξιά, ακόμα κι αν στην πράξη έχουν και σε αυτό το μέτωπο ευθυγραμμιστεί πλήρως με την ευρωατλαντική πολιτική (ρόλος ΝΑΤΟ, συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας κ.λπ.).
Επόμενο θέμα, «διαπλοκή». Είναι προφανές, από την εποχή ΓΑΠ ακόμα, ότι η τότε Τρόικα και νυν «θεσμοί», όχι μόνο δεν έχουν κανένα πρόβλημα αν κάποια επιχειρηματικά τζάκια «ριχτούν» και ο ρόλος τους υποβαθμιστεί, αλλά ενίοτε το επιθυμούν κιόλας. Το πράσινο φως από το εξωτερικό, συμπληρώνεται από τη βούληση του ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε ανακατατάξεις στο επιχειρηματικό πεδίο, ώστε να ελέγξει καταστάσεις και να αποκτήσει πρόσβαση σε χώρους απαραίτητους για την άσκηση εξουσίας. Την ίδια στιγμή που είναι φανερό ότι ο Αλέξης Τσίπρας αποκτά νέους φίλους στο εγχώριο κατεστημένο, δεν θα διστάζει να παρουσιάζει αυτές τις ανακατατάξεις σαν «αγώνα κατά της διαπλοκής».
Ας σκεφτούμε για παράδειγμα το –πιθανό κατά Μητσοτάκη ή απίθανο κατά Τσίπρα– σενάριο κατάρριψης του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες στο ΣτΕ. Έχει κανείς αμφιβολία ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πολιτικές πρωτοβουλίες από τη μεριά του νυν πρωθυπουργού; Θα καταδείκνυε σε αυτή την περίπτωση, ότι «τα συμφέροντα μάς ρίχνουνε» και θα προσέφευγε στην λαϊκή ετυμηγορία προσπαθώντας να διαμορφώσει μια ατζέντα βολική για το κόμμα του. Και μετά, βλέποντας και κάνοντας…
Σενάριο τρίτο, η κόντρα με τους «θεσμούς». Δεν ήταν λίγες οι φορές που μεταξύ των μνημονιακών κυβερνήσεων και του Βερολίνου αναπτύχθηκαν σημαντικές αντιπαραθέσεις. Ας θυμηθούμε την πρωτοβουλία του Γ. Παπανδρέου για δημοψήφισμα που τον οδήγησε σε ρήξη με την Μέρκελ και «εκπαραθύρωση» από τους Βενιζέλο – Σαμαρά, ενώ κοιμόταν στο αεροπλάνο για Αθήνα, όπως έχει ισχυριστεί ο ίδιος. Ακόμα και επί δοτής κυβέρνησης Παπαδήμου, υπήρξαν κόντρες με τους «έξω», ενώ και ο Α. Σαμαράς ήταν φανερό ότι είχε χάσει στο τέλος του 2014 την απλόχερη στήριξη που στην αρχή απολάμβανε από το Βερολίνο. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, και λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών του, μια πιθανή προστριβή με τα ευρωπαϊκά κέντρα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εκβιαστούν πολιτικές εξελίξεις.
Μπορεί, λοιπόν, στη ΔΕΘ ο Αλ. Τσίπρας να επισήμανε σε όλους τους τόνους ότι δεν πάμε για εκλογές, αλλά, όπως έχει αποδειχτεί, δεν είναι και για να παίρνει κανείς τοις μετρητοίς όσα λέγονται εκεί. Προσφυγή στις κάλπες μπορεί να υπάρξει είτε «αναγκαστικά» είτε από επιλογή. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να έχει ένα καλό σενάριο ώστε σε πρώτη φάση να συγκρατήσει τις δυνάμεις του, χωρίς να υποστεί τεράστια φθορά. Στη συνέχεια, ίσως προσπαθήσει, σε δεύτερες εκλογές και με το νέο πλέον εκλογικό σύστημα, να επανέλθει συγκροτώντας κάποιες συμμαχίες και απομονώνοντας τη Νέα Δημοκρατία.
Την ίδια στιγμή, ο Τσίπρας προσπαθεί να κρατηθεί από οτιδήποτε του προσφέρεται: Χτυπά την πόρτα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και εμφανίζεται περίπου σαν να ήταν από πάντα μέλος της… μεγάλης αυτής οικογένειας, σε βαθμό που προκαλεί την οργή της Φ. Γεννηματά. Δέχεται, από ό,τι λέγεται, πιέσεις να εγκαταλείψει κάποια στιγμή την (προβληματική για τους νέους φίλους του) συμμαχία με τον Π. Καμμένο ή να τον αντικαταστήσει με τον Β. Λεβέντη. Διαμαρτύρεται που τα ΜΜΕ δεν έριξαν πολύ φως στη «Σύνοδο του Νότου», όπου εμφανίστηκε σαν θιασώτης της ευρωπαϊκής συνοχής με ολίγο από μεσογειακό άρωμα. Εμφανίζει πότε τον Γιούνκερ, πότε τον Ντράγκι, πότε τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου σαν εχθρούς της λιτότητας. Με κάθε τρόπο, δηλαδή, προσπαθεί να πείσει ότι κάτι πετυχαίνει, κάτι αλλάζει, κάπως συγκρούεται με τις πολιτικές της λιτότητας, κι ας τις εφαρμόζει κατά γράμμα.
Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν κινήσεις τακτικές σε συνθήκες έλλειψης οποιασδήποτε στρατηγικής για τη χώρα και με μοναδικό σκοπό την πολιτική επιβίωση. Ένας ακόμα παράγοντας, καθόλου δευτερεύων, οι σημαντικότατες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις στην περιοχή, κάνουν αυτούς τους μικροσχεδιασμούς να φαίνονται ακόμα πιο εφήμεροι.