Της Αγγελικής Ντουσάκη
Μπορούμε εδώ; Να μείνω ή να φύγω; Ένα ερώτημα που κλήθηκαν να απαντήσουν χιλιάδες νέοι τα τελευταία χρόνια και δυστυχώς πολλοί από αυτούς δε βρίσκονται σήμερα εδώ. Και η ηλικία αυτών; Συνήθως κάτω των 30.
Αυτή την αγωνία με την οποία ο καθένας μας ρωτούσε τον εαυτό του αν μπορεί να τα καταφέρει εδώ, αντιλήφθηκαν ο ΝΕΣΚΑΦΕ κι ο ΣΕΒ και πήραν την πρωτοβουλία για την κίνηση «Μπορούμε εδώ». Η απάντηση που δίνουν είναι ότι μπορούμε να μείνουμε εδώ εάν καταρτιστούμε καλύτερα. Με τα προγράμματα κατάρτισης του ΣΕΒ θα είναι πιο εύκολο να βρούμε δουλειά κι έτσι δε θα αναγκαζόμαστε στη φυγή.
Για τον νέο που έμεινε στη χώρα πώς φαντάζει η κίνηση αυτή; Ένας άνθρωπος που όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια που ζήσαμε αποφάσισε να μη φύγει, έμεινε εδώ για κάτι πιο βαθύ. Η Ελλάδα για τους νέους τα τελευταία πέντε χρόνια δεν ήταν ο χώρος εκπλήρωσης των ονείρων τους, αλλά ένας τόπος που κάθε μέρα που περνούσε άνοιγε πληγές. Κάποιοι έμειναν γιατί δεν αντέχουν τους αποχωρισμούς, άλλοι γιατί έλπιζαν ότι μπορεί και να αλλάξουν τα πράγματα, κάποιοι ίσως γιατί ήθελαν να φανούν χρήσιμοι στη χώρα τους. Αυτοί οι άνθρωποι, όλοι εμείς, ακούγοντας ότι το πρόβλημα για την ανεργία είναι η ελλιπής κατάρτιση, γίνεται να μη νιώθουμε προσβεβλημένοι; Γίνεται όσοι επέλεξαν να μείνουν εδώ, να ξεγελαστούν με ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης που θα τους λύσει το πρόβλημα;
Σε όσους έφυγαν τι έχει να πει η κίνηση αυτή; Ότι ήταν ελλιπώς καταρτισμένοι, γι’ αυτό και δε βρήκαν δουλειά στην Ελλάδα;Κι όμως, όσοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τη χώρα, επειδή έβλεπαν τα όνειρά τους να ματαιώνονται, είναι κυρίως άνθρωποι που έφαγαν αρκετά χρόνια για εκπαίδευση και κατάρτιση πριν αναγκαστούν τελικά να ζήσουν κάπου αλλού με αξιοπρέπεια. Κίνηση αξιοπρέπειας ήταν η μετανάστευση για μια γενιά που δεν μπόρεσε να κάνει κάτι στον τόπο της. Πρόκειται για ανθρώπους που έκλαψαν φεύγοντας και που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο εδώ μήπως καταφέρουν να γυρίσουν. Αρκετοί από αυτούς, ζήτησαν να έρθουν να ψηφίσουν στις τελευταίες εκλογές για να επιστρέψει η δημοκρατία στον τόπο τους.
Δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα κατάρτισης. Κι αυτοί που έμειναν κι αυτοί που έφυγαν ζήτησαν χώρο για να δημιουργήσουν, να εκφράσουν αυτό το μοναδικό συναίσθημα που έχει ο νέος που του λέει μην αφήσεις τίποτα ίδιο με το παρελθόν, άλλαξέ τα όλα, χτίσε έναν καινούριο κόσμο. Κι όσο γεμίζει με θυμό και αγανάκτηση κανείς, βλέποντας τη διαφήμιση αυτή να ρίχνει την ευθύνη για την ανεργία και τη μετανάστευση στους ίδιους τους νέους, άλλο τόσο προβληματίζεται. Τελικά, «θα μπορέσουμε εδώ»; Όσοι έμειναν εδώ κι όσοι παλεύουν για να επιστρέψουν πίσω θα τα καταφέρουν; Οι λόγοι που μας κράτησαν εδώ, η πεποίθησή μας ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα έχουν βάση σήμερα; Υπάρχει κάποιος που να μπορεί να ακούσει και να καταλάβει την αγωνία των χιλιάδων νέων ανθρώπων; Να καταλάβει, όχι τόσο την ανάγκη τους να εργαστούν, όσο τη βαθειά τους πεποίθηση πως το να θες να ζεις στην Ελλάδα δεν είναι χαμένη υπόθεση!