του Δημήτρη Κουρέτα*
Στις παλιές γεωργικές κοινωνίες η τροφή αποτελούσε αποθηκευμένη αξία, συναλλαγματικό μέσο και δείκτη πλούτου. Στις σύγχρονες, αστικές, τον ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει το χρήμα, που αποτελεί πιο εύχρηστη μορφή πλούτου, γιατί αποθηκεύεται εύκολα και ανταλλάσσεται άμεσα στο μπακάλικο ή στο σούπερ μάρκετ με τρόφιμα. Η έκφραση «βγάζω το ψωμί μου» είναι ακόμη επίκαιρη σε πολλές γλώσσες. Ακόμη, όταν κάποιος μας κάνει το τραπέζι, είμαστε υποχρεωμένοι να του το ανταποδώσουμε με ένα τραπέζι ίσης αξίας. Βέβαια, μην ξεχνάμε ότι η δεξίωση είναι πάντα τρόπος να περάσουν στους καλεσμένους πολλά νοήματα.
Καθώς οι κοινωνίες πλούτιζαν απομακρύνονταν από τη γη. Πολλές φορές, επειδή το αντιλαμβάνονταν έντονα, εξέφραζαν την επιθυμία να αποκτήσουν επαφή πάλι με το αγροτικό παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην προεπαναστατική Γαλλία, η Μαρία Αντουανέτα είχε βάλει να φτιάξουν ένα αγρόκτημα στις Βερσαλλίες, όπου πήγαινε με τις φίλες της ντυμένες βοσκοπούλες να αρμέξουν. Και σήμερα, όμως, πολλοί πολίτες σε πολλές δυτικές χώρες, καλλιεργούν λαχανικά σε μικρά χωράφια, κυρίως από χόμπι, γιατί όπως λένε προσφέρει φυγή από τον σύγχρονο κόσμο.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει αυτάρκεια σε αρκετά αγαθά όπως κοτόπουλα, λάδι, τυρί, ψάρια, φρούτα, ντομάτες αλλά και έλλειψη σε βασικά, που εισάγει, όπως μαλακό στάρι για ψωμί, κρέας και γάλα. Είναι το τίμημα και η συνέπεια να μιμηθούμε, κακώς κατά τη γνώμη μου, τον τρόπο ζωής των πλουσίων, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα, κυρίως μετά το 1981. Το τροφικό πλεόνασμα μας, που προέκυψε με δάνεια και κάκιστο σχεδιασμό ως κοινωνία, οδήγησε μέσα σε 10 χρόνια σε μια ελληνική κοινωνία που δεν μπορεί να καλύψει πια τα ελλείμματα της.
Σήμερα, οι πλουσιότερες κοινωνίες, είναι αυτές που το μικρότερο ποσοστό πληθυσμού εργάζεται στην παραγωγή. Πριν 30 χρόνια στη Ελλάδα είχαμε το 30% του πληθυσμού στην πρωτογενή παραγωγή και το 12% του ΑΕΠ από αυτήν. Σήμερα, το 12% του πληθυσμού και το 3,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Γίναμε πλούσιοι γρήγορα; Μπορούμε να ξαναγίνουμε κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, για να μην είμαστε φτωχοί; Γιατί διαβάζω συχνά να ξαναγυρίσουμε στην παραγωγή. Ναι πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην παραγωγή. Ποια παραγωγή όμως; Σιτάρι, καλαμπόκι και ντομάτα ή κάτι άλλο;
Η Ελλάδα έχει πρωτογενή παραγωγή αξίας 7 δισ. Εξάγει τρόφιμα αξίας 6 δισ. Μέσα στην κρίση είχε 3,4 δισ. εξαγωγές τροφίμων το 2012, 5,1 δισ. το 2014. Και εισαγωγές βέβαια αξίας 5 δισ. με 2,7 γαλακτοκομικά. Απαράδεκτο μια χώρα με την δυνατότητα της Ελλάδας να εισάγει τέτοιες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων.
Ο κλάδος των τροφίμων ήταν ο μόνος που άντεξε μέσα στην κρίση. Και μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να προχωρήσει. Η Ελλάδα, σαν μια περιοχή πρωτογενούς παραγωγής, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους μαζικής, φτηνής παραγωγής, γιατί το μέγεθός της δεν επιτρέπει την μετάβαση σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις. Το πλεονέκτημά της (υπήρξε και οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει) ήταν οι μικρές παραγωγές που με κόπο, μεράκι και σεβασμό στον άνθρωπο μπορούσε να αντλήσει από το χώμα της. Η ελληνική γη και οι άνθρωποί της, απόλυτα συμφιλιωμένοι με το κοινό τους μέλλον, μπορούν να παράγουν καταπληκτικά προϊόντα. Σαφέστατα, οι συνέργειες τέτοιων μικρών παραγωγών μπορούν να δώσουν το απαραίτητο μέγεθος εξωστρέφειας, χωρίς όμως να υποτιμούμε τις διατροφικές ανάγκες της ίδιας της χώρας.
Ο κλάδος των τροφίμων ήταν ο μόνος που άντεξε μέσα στην κρίση. Και μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να προχωρήσει. Η Ελλάδα, σαν μια περιοχή πρωτογενούς παραγωγής, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους μαζικής, φτηνής παραγωγής, γιατί το μέγεθός της δεν επιτρέπει την μετάβαση σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις. Το πλεονέκτημά της (υπήρξε και οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει) ήταν οι μικρές παραγωγές που με κόπο, μεράκι και σεβασμό στον άνθρωπο μπορούσε να αντλήσει από το χώμα της
Ποια είναι λοιπόν η τύχη της Ελληνικής Γεωργίας; Σαφώς και δεν μπορούμε να επιστρέψουμε εκεί όπου η γεωργική παραγωγή αποτελούσε συναλλαγματική αξία.
Σε ένα θετικό σενάριο για το μέλλον, οι εναπομείναντες αγρότες ‐ επιχειρηματίες με ικανοποιητικού μεγέθους εκμεταλλεύσεις (παράλληλα με την οργάνωση των κτηνοτρόφων) θα οργανωθούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ομάδες οι οποίες θα παράγουν και θα εμπορεύονται δυναμικά μια σημαντική ποσότητα προϊόντων, θα μπορούν να διαχειρίζονται πιο εύκολα κοινοτικά κονδύλια και να συνεργάζονται με φορείς που θα δημιουργούν γνώση χρήσιμη για την εφαρμογή καινοτομιών και εν γένει βελτιώσεων στα μέλη της ομάδας. Σε αυτές τις ομάδες, η ανάπτυξη είναι βέβαιη καθώς η ζήτηση των προϊόντων μάλλον αναμένεται καλή και το κόστος καλλιέργειας μπορεί να συγκρατηθεί λόγω της περαιτέρω εκμηχάνισης, αυτοματοποίησης, καινοτομιών και μαζικών αγορών εφοδίων για την ομάδα. Αναμένεται να καλλιεργούνται πολλά σιτηρά και κτηνοτροφές (κύρια ψυχανθή), κηπευτικά (θερμοκηπιακά αλλά και φυλλώδη και τομάτα για μεταποίηση), ενεργειακά φυτά και δενδροκομικά είδη. Η ορθή διαχείριση των βοσκοτόπων πρέπει επίσης να διερευνηθεί, καθώς ανοίγονται σημαντικά κεφάλαια για βιολογικούς βοσκότοπους, εμπλουτισμό με συγκεκριμένα είδη φυτών για την υγεία των ζώων, κ.λπ.
Η εκτατική καλλιέργεια κηπευτικών, στις κατάλληλες περιοχές, με την κατάλληλη μηχανοποίηση και σύνδεση με την αγορά μέσα από κατάλληλα οργανωμένες ομάδες παραγωγών, αλλά και μετά από οργάνωση ερευνητικών μελετών προς αυτήν την κατεύθυνση, θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική λύση για την αντικατάσταση παραδοσιακών, αλλά αντιοικονομικών, για την Ελλάδα καλλιεργειών.
Επίσης, ο τομέας των φαρμακευτικών φυτών αποτελεί για τη χώρα ότι το πετρέλαιο για τους Άραβες. Μια χώρα σαν τη δική μας, ευρισκόμενη στη δεύτερη θέση παγκόσμια σε βιοποικιλότητα. Στις εξαγωγές φαρμακευτικών φυτών, πριν λίγα χρόνια, στην ευρωπαϊκή ήπειρο πρώτη ήταν η Αλβανία με 13.000 τόνους, ενώ η Ελλάδα σχεδόν τελευταία με 900 τόνους. Από όλα αυτά τα ενδημικά φυτά έχουμε πιστοποίηση και καλλιέργεια μόνο σε 4 (ρίγανη, μέντα, φασκόμηλο, τσάι του βουνού). Τραγικό ε;
Και φυσικά, επανέρχομαι για τη δημιουργία πρότυπων αγροκτημάτων σε κάθε περιφέρεια, όπου οι νέοι, κυρίως, αγρότες θα μαθαίνουν να καλλιεργούν πρότυπα τις καλλιέργειες της κάθε περιοχής.
* * *
Μπορούμε, όμως, και οφείλουμε να κάνουμε δύο βασικά πράγματα: 1) Τα ελληνικά προϊόντα είτε θα χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή καινοτόμων, μοναδικών τροφίμων, ελκυστικών στον καταναλωτή, ικανών να εξαχθούν στην παγκόσμια αγορά είτε 2) θα εξαχθούν ως έχουν, ως μοναδικά ελληνικά προϊόντα, ύστερα από μία βασική επεξεργασία (όπως καθαρισμός), και κατάλληλα συσκευασμένα με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές. Με τον τρόπο αυτό θα δούμε τις εξαγωγές να εκτινάσσονται στα 10 δισ. σε 2-3 χρόνια. Ο οδικός χάρτης είναι καταγεγραμμένος. Εδώ βρισκόμαστε τώρα.
* Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας