Όταν ο Λόρκα ολοκληρώνει αυτό το έργο, είναι Ιούνιος του 1936. Μόλις δυο μήνες αργότερα θα συλληφθεί και θα τουφεκιστεί από τους φαλαγγίτες του Φράγκο. Αδυνατώ να δεχτώ, εγώ προσωπικά, ότι δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην αυταρχική καταπιεστική φασίζουσα Μπερνάντα Άλμπα και την επέλαση του Φράνκο στην Ισπανία. Για μένα ο ποιητής είναι σαφής: Η μητέρα-Ισπανία εξουσιαστική, η πρωτότοκη κόρη-πλούσια κληρονόμος συντάσσεται με τις επιταγές της μάνας και του συστήματος, η μικρότερη κόρη, η πιο ζωντανή και υγιής επαναστατεί και η προδοσία έρχεται από την πιο αδύναμη.

Υπό αυτό το πρίσμα θα προτιμούσα να δω σ’ ένα θέατρο της Κυψέλης, της πιο γκετοποιημένης γειτονιάς της Αθήνας κάποια υπονοούμενα, όταν π.χ. οι κόρες κοροϊδεύουν τη μητέρα τους θα μπορούσαν να την κάνουν να χαιρετά φασιστικά. Όμως, ο Λιβαθηνός απεκδύεται κάθε πολιτικής αναφοράς, επικεντρώνεται στον πυρήνα του έργου στο αυτό καθαυτό ανθρώπινο δράμα, τονίζει το χάσμα των γενεών και την τυραννική φιγούρα της μάνας, σκηνοθετώντας αριστοτεχνικά, χωρίς να τη μπουκώσει, σε μια πολύ μικρή σκηνή, οκτώ γυναίκες με τα πάθη, τα μίση, τις ζήλιες, τους έρωτες και την προβληματική σχέση με τη μάνα, δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε μία ηθοποιό να ερμηνεύσει πάρα πολύ καλά το ρόλο της.  Ξεχωρίζουν η Μπέτυ Αρβανίτη που ενσαρκώνει, με αγέρωχο και παγερό στυλ, την Μπερνάντα και η Κόρα Καρβούνη που μεταμορφώνεται από αδύναμη αρρωστιάρα και υποταγμένη στη μοίρα της, ασήμαντη κοπέλα-Μαρτύριο, σε γυναίκα που καίγεται απ’ τη ζήλια και τον πόθο.
Το σκηνικό σε ένα -ούτως ή άλλως- κλειστοφοβικό θέατρο, με τα ανθισμένα λουλούδια τονίζει την αντίθεση με τα χαμένα, μαραζωμένα νιάτα των κοριτσιών, αλλά παριστάνει την αυλή μίας χασιέντας, όταν όλο το έργο διαδραματίζεται μέσα σε κλειστά δωμάτια. Η μουσική προσφέρει τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα μιας επαρχιακής ισπανικής πόλης, ενώ κάπως λιγότερο τα κοστούμια.
Δημήτρης Οικονόμου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!