Η Ημερίδα του Δρόμου της Αριστεράς με θέμα Ρήξη ή Ομηρία; Το πολιτικό σύστημα και ο λαϊκός παράγοντας μπροστά στην επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 10/1/2015 στην Αθήνα.
Ακολουθεί μία περίληψη της ομιλίας του Δημήτρη Μπελαντή, μέλους της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ
Η ελληνική κοινωνία απ’ το 2010 και μετά, από την έναρξη δηλαδή της εφαρμογής των μνημονίων, έχει βιώσει μια τεράστια κρίση πολιτικής και κομματικής αντιπροσώπευσης. Το, βασισμένο στο δικομματισμό του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., μοντέλο άσκησης πολιτικής, που χαρακτήρισε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, κατέρρευσε. Ο χώρος της Kεντροαριστεράς, ιδίως του ΠΑΣΟΚ, έχει συντριβεί και είναι αρκετά πιθανό και τα δύο κόμματα που αποτελούν συνεχιστές της παράδοσης του ΠΑΣΟΚ, να βρεθούν εκτός Bουλής. Πιθανόν ο Γ. Παπανδρέου να αποδειχθεί αυτή η κρίσιμη ιστορική φιγούρα που έβαλε την Ελλάδα στα μνημόνια και έβγαλε το ΠΑΣΟΚ από τη Bουλή.
Αυτή η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης σήμανε και μία διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Εκφράστηκε στις αντιστάσεις του εργατικού κινήματος και των άλλων κοινωνικών κινημάτων από το 2010 ώς το 2012 και στο κίνημα των πλατειών. Η συγκυρία του 2012 σήμανε το γεγονός ότι όλη αυτή η κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, η οποία είχε και μια σύμμετρη αντι-ριζοσπαστικοποίηση προς τα δεξιά με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, έφτασε σε ένα σημείο και δεν μπόρεσε να πάρει την κυβερνητική εξουσία.
Νομίζω πως τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ υπάρχουν ακόμα πολλές και σημαντικές εστίες κοινωνικών αγώνων, υπήρξε μία σχετική κινηματική οπισθοχώρηση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ανάμεσα στο 2012 και στο 2014 δεν είναι ότι η πολιτική ηγεσία της Αριστεράς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε μία στροφή προς το μετριοπαθέστερο – που πιστεύω ότι την έκανε. Αυτή δεν οφείλεται σε κάποια πονηρία ή πανουργία αυτής της ηγεσίας, αλλά στο ότι υπήρξε μια προσαρμογή σε μια κοινωνική κατάσταση η οποία έγινε δυσμενέστερη. Η σημερινή συγκυρία δεν έχει τόσο έντονο το στοιχείο που υπήρχε μέχρι το 2012, της κινηματικής επίθεσης και ανάτασης, αλλά περισσότερο της κοινωνικής αγανάκτησης και απελπισίας που λέει «δεν πάει άλλο, πρέπει να υπάρξει μια πολιτική λύση». Αυτό είναι σημαντικό για να δούμε με βάση ποια δεδομένα, αν υπάρξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, θα μπορέσει να διαχειριστεί αυτή την πολιτική νίκη και να την πάει πιο πέρα.
Ο στόχος μας πρέπει να είναι άμεσα, όχι μόνο να είναι πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να υπάρχει αυτοδυναμία. Νομίζω ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία με δυνάμεις που έχουν χρεωθεί στο μνημονιακό στρατόπεδο, όπως το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι ή το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου. Αυτό που έχει σημασία είναι και να είναι αυτοδύναμος ο ΣΥΡΙΖΑ και να είναι σε θέση να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Να μην μπει, δηλαδή, σε τέτοιου τύπου συγκλίσεις που θα καταστήσουν αδύνατη την εκτέλεση του προγράμματός του.
Πρόγραμμα, δυνατότητες, εξάρτηση και δημοκρατία
Ποιο είναι αυτό το πρόγραμμα; Όπως είναι γνωστό σε όλους, υπάρχει ένα μίνιμουμ πρόγραμμα με πυρήνα τις εξαγγελίες του συντρόφου Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη που περιλαμβάνει μέτρα που απαντούν κατ’ αρχήν στο ζήτημα της ανθρωπιστικής κρίσης κι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Αλλά και πέρα από αυτά, στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας μέτρων αλλαγής του κοινωνικού και του ταξικού συσχετισμού δύναμης, που είναι μέτρα μιας πρώτης κοινωνικής και οικονομικής αναδιανομής και σταθεροποιούν, σε κάποιο βαθμό, τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας και εκείνα τα μεσαία στρώματα που έχουν πληγεί μέσα στην κρίση.
Αυτά τα μέτρα αποτελούν και την πρώτη αφετηρία για το ξήλωμα των βασικών μνημονιακών ρυθμίσεων και των εφαρμοστικών τους νόμων. Υπάρχουν πράγματα που είναι υπό διαπραγμάτευση και υπάρχουν και πράγματα που είναι, αυτό που θα έλεγε ο ταξικός μας αντίπαλος, «μονομερή». Το ζήτημα δηλαδή της εφαρμογής του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, και του ξηλώματος των μνημονιακών νόμων, αφορά ένα κυρίαρχο κράτος, είναι δικά μας ζητήματα. Το ζήτημα της διαπραγμάτευσης δεν είναι «μονομερές», προφανώς όμως δεν μπορεί να σημαίνει ότι θα ακυρωθούν τα «μονομερή» μέτρα.
Πρέπει, επίσης, να τεθούν οι βάσεις για μια παραγωγική και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Η χώρα, παρά την καπιταλιστική ανάκαμψη της περιόδου 1996-2004 και με δεδομένο τον σ’ ένα βαθμό παρασιτικό χαρακτήρα της ανάπτυξης, εκείνη την περίοδο, πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χρόνιας αποβιομηχάνισης και καταστροφής του παραγωγικού της ιστού, της διατροφικής και ενεργειακής επάρκειας και συνολικά το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός παραγωγικού μοντέλου που, αυτή τη στιγμή, σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, δεν υπάρχει.
Τα παραπάνω ζητήματα, θέτουν και το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας. Δεν νομίζω ότι είναι εθνικιστικό το να λέει κανείς ότι σήμερα η Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας έχει υποστεί μια σημαντική υποβάθμιση και ότι εξαιτίας της ανυπαρξίας σχεδιασμού και χάραξης κυρίαρχης πολιτικής υπάρχει ένα πρόβλημα πολιτικής εξάρτησης. Όχι με την έννοια ότι η Ελλάδα είναι μια μπανανία, αλλά υπάρχει πρόβλημα διεθνούς πολιτικής εξάρτησης.
Επίσης, υπάρχει το πολύ σημαντικό ζήτημα της λειτουργίας της Δημοκρατίας. Αυτό αφορά και τη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το ζήτημα των μορφών άμεσης συμμετοχής και άμεσης δημοκρατίας. Αυτό που έχει συμβεί στη λειτουργία του Κοινοβουλίου τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είναι απόλυτη τραγωδία και πολιτική οπισθοχώρηση. Τα κοινωνικά δικαιώματα έχουν σφαγιασθεί, ενώ προβλέπονται από το Σύνταγμα. Αυτό το κομμάτι του Συντάγματος και του πολιτεύματος έχει καταστεί ανενεργό, δεν υφίσταται. Οι μνημονιακοί νόμοι, δε, συγκροτούν ένα είδος παρασυντάγματος.
Απαιτούνται μεγάλες ρήξεις
Λέγεται ότι αυτό στο οποίο θα προχωρήσουμε τώρα δεν είναι σοσιαλισμός, δεν είναι η αντικαπιταλιστική ρήξη, δεν είναι η άμεση ρήξη με τις καπιταλιστικές κρατικές δομές ή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτό είναι σωστό αλλά έχει ορισμένες φορές και μια ενοχική διάσταση. Ορισμένα μέτρα που παλιότερα θα θεωρούνταν κλασικά σοσιαλδημοκρατικά, για να εφαρμοστούν, απαιτούν συγκρότηση δυνάμεων για μία πολύ μεγάλη ρήξη. Είναι δηλαδή σχεδόν επαναστατικό το να μπορέσουν να εφαρμοστούν, σ’ αυτήν την Ελλάδα, σ’ αυτήν την Ευρωζώνη και σ’ αυτήν την Ε.Ε.
Πρέπει, ακόμα, να δώσουμε έμφαση και σε ζητήματα της συνεδριακής μας απόφασης που έχουν να κάνουν με τα οικονομικά εργαλεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την κοινωνική αναδιανομή. Είναι πολύ σημαντικά, όπως το ζήτημα των τραπεζών, του δημόσιου ελέγχου και της δημόσιας περιουσίας. Επίσης, υπάρχει το ζήτημα της δημόσιας περιουσίας, των στρατηγικών επιχειρήσεων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή βαίνουν προς ιδιωτικοποίηση από το διαβόητο ΤΑΙΠΕΔ. Εκεί πρέπει να υπάρξει ανάσχεση και ανάκτηση σε σχέση με την προηγούμενη διαδικασία.
Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτά τα μέτρα, παρ’ ότι δεν είναι άμεσα σοσιαλιστικά ή αντικαπιταλιστικά, είναι το ξεκίνημα μιας μεγάλης διαδικασίας αλλαγής του κοινωνικού και οικονομικού συσχετισμού δύναμης στην ελληνική κοινωνία, αλλά θα προσέθετα και στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, δεν θα έχουμε το σοσιαλισμό αύριο, αλλά ο σοσιαλισμός, η αλλαγή αυτής της κοινωνίας είναι το τέλος μιας διαδρομής που μπορεί να αρχίσει τώρα.
Η κοινωνία, τα κοινωνικά κινήματα, το εργατικό κίνημα, θα πρέπει να αναταχθούν και να ανασυγκροτηθούν. Χωρίς αυτόν τον παράγοντα, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι μια ανάπηρη κυβέρνηση χωρίς μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη. Αυτή η πολιτική καμπή, η δημοκρατική πολιτική ανατροπή, μπορεί να έχει μια μεγάλη ανάδραση στην κοινωνία. Μπορεί δηλαδή το γεγονός ότι θα συγκροτηθεί κυβέρνηση της Αριστεράς, να δώσει κουράγιο, να δώσει θάρρος στις δυνάμεις της εργασίας και στα πληττόμενα μεσαία στρώματα και να δημιουργήσει μια κοινωνική αντεπίθεση και μια κοινωνική σταθεροποίηση μεγάλης κλίμακας.
Έχει, τέλος, πολύ μεγάλη σημασία, όταν θα υπάρξει η κυβέρνηση της Αριστεράς, το τρίγωνο των σχέσεων «κράτος-κόμμα-κοινωνικό κίνημα». Ο ΣΥΡΙΖΑ να μη γίνει ένα κόμμα κρατικό το οποίο διαχέεται στη διαχείριση της κρατικής καθημερινότητας και μόνο ή στηρίζει τα όρια της κυβερνητικής πολιτικής και μόνο, αλλά θα πρέπει να είναι ένα κόμμα το οποίο έχει αυτοδυναμία μέσα στην κοινωνία, έχει μια εξωτερικότητα ως προς το κράτος, έχει μια εξωτερικότητα ακόμα και απέναντι στην κυβέρνηση της Αριστεράς. Στηρίζει την κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά και ασκεί κριτική και αντιπολίτευση στα όρια και στις πιθανές υποχωρήσεις ή αναδιπλώσεις που μπορεί να κάνει. Έχει, λοιπόν, τεράστια σημασία το κόμμα να μην ταυτιστεί με το κράτος και με την κυβέρνηση, όπως επίσης και η κοινωνία να μην ταυτιστεί με το κόμμα.
Τρία ιστορικά ενδεχόμενα μπορεί να συμβούν σ’ αυτή τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Είτε η Αριστερά με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με αναφορά σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, θα νικήσει και θα μπορέσει να κάνει μία μεγάλη σύγκρουση και ρήξη που θα ξεκινήσει τη διαδικασία ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού και του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου διαχείρισης στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Είτε η Αριστερά θα πέσει μαχόμενη, πάνω δηλαδή στη βάση της σύγκρουσης θα ανατραπεί. Είτε η Αριστερά θα αναδιπλωθεί. Πιστεύω ότι η μόνη επιλογή που έχουμε είναι η πρώτη και για αυτήν πρέπει να παλέψουμε.
Δείτε εδώ BINTEO με ολόκληρη την ομιλία του Δ.Μπελαντή, καθώς και όλων των ομιλητών της ημερίδας