Του Σωκράτη Μαντζουράνη. Τον μπάρμπα Στρατή το γνώρισα στη Μυτιλήνη.
Υποψήφιος εγώ του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές του 2007 μαζί με 2-3 συντρόφους, αποφασίσαμε μ’ ένα διαβολόκαιρο να πάμε περιοδεία σ’ ένα χωριό.
Φτάσαμε με το υλικό στην πλατεία, βράδυ για τα καλά, χιονόνερο και κρύο τσουχτερό και βέβαια ψυχή πουθενά.
Μόνο ένας καφενές ήταν ανοιχτός.
Μπουκάρουμε φουριόζοι και παγωμένοι και μέσα 5-6 γεροντάκια.
Ετοιμαζόμουν να ξεφουρνίσω τις πολιτικές μας θέσεις, βρίζοντας την κακιά μου μοίρα και τότε κόβεται και το ηλεκτρικό.
Άναψαν δύο λάμπες, φώτιζε κι η ξυλόσομπα, ζεσταθήκαμε λίγο και ξαναπήρα φόρα.
Ίσως να έφταιγε το σκηνικό, ίσως το μικρό ακροατήριο, μπορεί η πείνα κι η κούραση, ήταν κι αυτά τα κοψίδια πάνω στη σόμπα, ένιωθα παράταιρος, σαν από άλλο κόσμο.
Ας είναι. Τα είπα και τελείωσα.
Σιωπή.
Τότε σηκώνεται ένας γέροντας, ο μπάρμπα Στρατής:
«Άκου να δεις παλικάρι. Καθίστε πρώτα-πρώτα να ζεσταθείτε και να πιούμε ένα κρασί.
Εγώ φίλε, μια ζωή ψηφίζω ΚΚΕ και τούτοι εδώ το ίδιο.
Δεν θα σας ψηφίσω.
Αυτά που είπες όμως για την ενότητα όλων των αριστερών είναι αγκάθι χρόνων.
Όσο για να φτιαχτεί κυβέρνηση της Αριστεράς και να τους πάρουμε φαλάγγι, θα γίνει, μα θέλει δουλειά ακόμα.
Να βρούμε πρώτα εμείς οι αριστεροί τα ίσα μας.
Αν είσαι εντάξει και τα παλέψεις όσα είπες, εγώ θα είμαι κοντά σας.
Όμως να ξέρεις πως τα έχουν πει κι άλλοι, πιο τρανοί από σένα. αυτά.
Μακάρι να ‘στε εσείς οι τυχεροί που θα τα καταφέρετε».
Μας κέρασαν, άρχισε η κουβέντα και λες πως γλύκανε κι ο παλιόκαιρος.
Καληνυχτίσαμε, πήρα τα χαρτιά μου και τα καθήκοντα που μου ’δωσε ο μπάρμπα Στρατής και φύγαμε.
Φεύγοντας, μου λέει:
«Έχεις ευθύνη να ξαναρθείς…».
Υποσχέθηκα συντροφικά πως θα ξαναπάω, όμως αργότερα κατάλαβα πως έδωσα βαριά υπόσχεση.
Πήγα πολλές φορές στη Μυτιλήνη από τότε, μα στο χωριό του Στρατή, δεν πήγα.
Για κάποιο λόγο τον ντρεπόμουνα τον μπάρμπα Στρατή.
Τη Δευτέρα, μετά τις εκλογές, το αποφάσισα.
Πήρα ένα ρακί, λαδοτύρι, λουκάνικα και μια και δυο για το μπάρμπα Στρατή.
Το βρήκα στον καφενέ στην ίδια θέση, λες και όλα αυτά τα χρόνια δεν το κούνησε ρούπι από τη θέση του, λες και με περίμενε.
Με θυμήθηκε με την πρώτη
Χαμογέλασε σαν με είδε, μου έδωσε καρέκλα κι’ ανοίξαμε το ρακί.
Κουβεντιάσαμε ώρα για χίλια δυο, εκτός από τις εκλογές και τα αποτελέσματα.
Όταν πια κόντευα να φύγω, δεν άντεξα και τον ρώτησα:
– Τι λες για τα αποτελέσματα;
– Άσε τα αποτελέσματα. Αλλού είναι το ζουμί. Να βάλετε καλά στο μυαλό σας, τι δρόμο ανοίξατε και τι ευθύνη πήρατε στη πλάτη σας. Κάνατε για πρώτη φορά πολλούς ν’ αναθαρρέψουν κι αυτό είναι μεγάλο ζόρι.
Σ’ ευχαριστώ που ήρθες».
Καλημέρα…
Φτάσαμε με το υλικό στην πλατεία, βράδυ για τα καλά, χιονόνερο και κρύο τσουχτερό και βέβαια ψυχή πουθενά.
Μόνο ένας καφενές ήταν ανοιχτός.
Μπουκάρουμε φουριόζοι και παγωμένοι και μέσα 5-6 γεροντάκια.
Ετοιμαζόμουν να ξεφουρνίσω τις πολιτικές μας θέσεις, βρίζοντας την κακιά μου μοίρα και τότε κόβεται και το ηλεκτρικό.
Άναψαν δύο λάμπες, φώτιζε κι η ξυλόσομπα, ζεσταθήκαμε λίγο και ξαναπήρα φόρα.
Ίσως να έφταιγε το σκηνικό, ίσως το μικρό ακροατήριο, μπορεί η πείνα κι η κούραση, ήταν κι αυτά τα κοψίδια πάνω στη σόμπα, ένιωθα παράταιρος, σαν από άλλο κόσμο.
Ας είναι. Τα είπα και τελείωσα.
Σιωπή.
Τότε σηκώνεται ένας γέροντας, ο μπάρμπα Στρατής:
«Άκου να δεις παλικάρι. Καθίστε πρώτα-πρώτα να ζεσταθείτε και να πιούμε ένα κρασί.
Εγώ φίλε, μια ζωή ψηφίζω ΚΚΕ και τούτοι εδώ το ίδιο.
Δεν θα σας ψηφίσω.
Αυτά που είπες όμως για την ενότητα όλων των αριστερών είναι αγκάθι χρόνων.
Όσο για να φτιαχτεί κυβέρνηση της Αριστεράς και να τους πάρουμε φαλάγγι, θα γίνει, μα θέλει δουλειά ακόμα.
Να βρούμε πρώτα εμείς οι αριστεροί τα ίσα μας.
Αν είσαι εντάξει και τα παλέψεις όσα είπες, εγώ θα είμαι κοντά σας.
Όμως να ξέρεις πως τα έχουν πει κι άλλοι, πιο τρανοί από σένα. αυτά.
Μακάρι να ‘στε εσείς οι τυχεροί που θα τα καταφέρετε».
Μας κέρασαν, άρχισε η κουβέντα και λες πως γλύκανε κι ο παλιόκαιρος.
Καληνυχτίσαμε, πήρα τα χαρτιά μου και τα καθήκοντα που μου ’δωσε ο μπάρμπα Στρατής και φύγαμε.
Φεύγοντας, μου λέει:
«Έχεις ευθύνη να ξαναρθείς…».
Υποσχέθηκα συντροφικά πως θα ξαναπάω, όμως αργότερα κατάλαβα πως έδωσα βαριά υπόσχεση.
Πήγα πολλές φορές στη Μυτιλήνη από τότε, μα στο χωριό του Στρατή, δεν πήγα.
Για κάποιο λόγο τον ντρεπόμουνα τον μπάρμπα Στρατή.
Τη Δευτέρα, μετά τις εκλογές, το αποφάσισα.
Πήρα ένα ρακί, λαδοτύρι, λουκάνικα και μια και δυο για το μπάρμπα Στρατή.
Το βρήκα στον καφενέ στην ίδια θέση, λες και όλα αυτά τα χρόνια δεν το κούνησε ρούπι από τη θέση του, λες και με περίμενε.
Με θυμήθηκε με την πρώτη
Χαμογέλασε σαν με είδε, μου έδωσε καρέκλα κι’ ανοίξαμε το ρακί.
Κουβεντιάσαμε ώρα για χίλια δυο, εκτός από τις εκλογές και τα αποτελέσματα.
Όταν πια κόντευα να φύγω, δεν άντεξα και τον ρώτησα:
– Τι λες για τα αποτελέσματα;
– Άσε τα αποτελέσματα. Αλλού είναι το ζουμί. Να βάλετε καλά στο μυαλό σας, τι δρόμο ανοίξατε και τι ευθύνη πήρατε στη πλάτη σας. Κάνατε για πρώτη φορά πολλούς ν’ αναθαρρέψουν κι αυτό είναι μεγάλο ζόρι.
Σ’ ευχαριστώ που ήρθες».
Καλημέρα…
Σχόλια