του Βασίλη Καραποστόλη*
Η απομάκρυνση από τη φύση κόστισε πολύ στο νεότερο δυτικό πολιτισμό. Ο κάτοικος του άστεως όλο και λιγότερο αντιλαμβάνεται τι είναι το βαθύτερα αναγκαίο. Είναι τόσο πολλές οι δυνατότητες που του παρέχει η πόλη για να ξεγλιστρήσει για λίγο από τα προβλήματά του, ώστε στο τέλος να νομίζει ότι η ζωή στο σύνολό της δεν υπόκειται σε νόμους και κανόνες. Του φαίνεται ότι μπορεί να «ελίσσεται» διαρκώς. Όταν κινείσαι όμως έτσι η συνέπεια είναι να έχεις την αίσθηση ότι σου λείπει ο κεντρικός στόχος, μοιάζει σαν στόχος το να αποφεύγεις συνεχώς τα δύσκολα και τα δυσάρεστα. Μπορεί όμως να ζει κανείς τόσο επιλεκτικά; Όχι βέβαια. Κάθε τόσο ο κάτοικος της πόλης αγανακτεί με την ίδια την πραγματικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει με εκείνον που, διαμένοντας κοντά στη φύση, ξέρει καλά τι είναι τα γυρίσματα του καιρού, όπως και της τύχης.
Επιθυμία είναι να εξαρτάται κάποιος από ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση· δένεται πάνω σ’ αυτά, το «εγώ» του υποφέρει από την έλλειψή τους. Ενώ η ελπίδα, αν τη βιώσουμε με βαθύτερο τρόπο, είναι πλατύτερη και δεν αφορά αποκλειστικά το εγώ. Πρόκειται για ένα άνοιγμα της ψυχής προς το καλύτερο, το ευμενέστερο για τον κόσμο. Αυτός που ελπίζει, πιστεύει ότι ο κόσμος παραμένει γόνιμος. Εναπόκειται όμως στον ίδιο να βοηθήσει, ώστε η «γέννα» να πραγματοποιηθεί. Είναι το «συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Οι Μούσες αντιπροσωπεύουν το πνεύμα της προσπάθειας, η οποία προϋποθέτει την άσκηση της αυτοβελτίωσης. Για να επιχειρήσει κανείς κάτι δημιουργικό, πρέπει να αποδεχθεί για τον εαυτό του μια πειθαρχία που θα του δίνει ικανοποίηση. Δεν θα είναι αγγαρεία, γιατί δεν θα επιβάλλεται απ’ έξω. Απ’ αυτή την εσωτερική πορεία μπορεί να σχηματιστεί ένα νόημα για τη ζωή: ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να μεταμορφώνεται και να μετασχηματίζει ό,τι τον περιβάλλει. Αντίθετα, το πνεύμα των Σειρήνων καλεί σε ηδονική επανάπαυση: λέει ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να διατηρεί τον εαυτό του ως έχει και ότι η υπέρτατη ηδονή είναι τα πάντα γύρω του να τον υπηρετούν και να τον κολακεύουν. Αυτή ήταν και είναι η θανάσιμη γοητεία των Σειρήνων. Όποιος τις ζυγώνει μένει στάσιμος και στο τέλος πεθαίνει μέσα στην εγωπαθή του αδράνεια.
Βλέπω, πρώτα απ’ όλα, τα άφθονα μέσα με τα οποία η τεχνολογία εφοδιάζει τις νέες Σειρήνες. Το κυριότερο όπλο τους είναι η διείσδυση του παιχνιδιού παντού και όχι μόνο στη διασκέδαση. Η τέχνη έγινε παιχνίδι, η εκπαίδευση πάει να γίνει το ίδιο, στις ερωτικές και φιλικές σχέσεις τα παιχνιδίσματα αναστέλλουν την πραγματική γνωριμία και επαφή μεταξύ εραστών ή φίλων. Η κυρίαρχη τάση είναι να απορροφώνται οι άνθρωποι από μικροαπολαύσεις, ώστε να ξεχνούν την προοπτική του κυρίως έργου που μπορούν να επιτελέσουν, του έργου που θα τους έδινε τη μεγαλύτερη απόλαυση: να αποδείξουν ότι ένα μέρος της ύπαρξής τους είναι άφθαρτο, εάν το θελήσουν να είναι άφθαρτο. Οι Μούσες δίνουν αυτή την υπόσχεση, την είχαν δώσει και στους αρχαίους χρόνους αφού, σύμφωνα με το μύθο, επικράτησαν των Σειρήνων. Σήμερα οι όροι της αναμέτρησης είναι άλλοι, ευνοούν τις Σειρήνες επειδή το Στιγμιαίο τείνει να επισκιάσει το Αιώνιο. Ωστόσο, η μάχη δεν έχει ακόμα κριθεί.
* Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ομιλητής στο φετινό Resistance Festival στην εκδήλωση «Όψεις της κοινωνίας και της πολιτικής στον μεταμοντέρνο κόσμο», το Σάββατο 29/9, στις 18:00. Το παρόν κείμενο περιέχει αποσπάσματα από πρόσφατη συνέντευξη του συγγραφέα στον Δημήτρη Φύσσα και την Athens Voice. «Μούσες και Σειρήνες. Ο γόνιμος άνθρωπος σ’ έναν άγονο κόσμο», είναι ο τίτλος του τελευταίου του βιβλίου.