του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου*
1. Η «καθαρή έξοδος στις αγορές», ως το νέο αφήγημα –success story– της κυβέρνησης, μετά την επιτυχή περαίωση του τρίτου μνημονίου, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ευνοείται από την «γενναιοδωρία» των θεσμών και την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας. Ωστόσο, ο εγγενής εγκλωβισμός του εγχειρήματος αυτού στις νομοτέλειες και τα προτάγματα του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της αγοράς και συνακόλουθα η πεπερασμένη δυνατότητα συμβολής του στην υπέρβαση της, σε μεγάλο βαθμό ενισχυθείσας, αν όχι προκληθείσας από την πανθομολογουμένως πια λανθασμένη μνημονιακή συνταγή, ελληνικής κρίσης, δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την πραγματοποίησή του. Πολλώ μάλλον καθώς αποτελεί συνάρτηση σημαντικών, επί του παρόντος αδιαμόρφωτων και ρευστών, παραμέτρων, όπως βασικά η απεμπλοκή ή όχι του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, η μορφή και ο βαθμός αυστηρότητας του μεταμνημονιακού προγράμματος εποπτείας, η αντιμετώπιση του πελώριου ελληνικού χρέους και το μαξιλάρι ρευστότητας (βλ. για όλα αυτά αντί άλλων Κιμπουρόπουλου, Δρόμος της Αριστεράς, 20.01.2018, σελ. 7). Αρκεί άλλωστε να σημειωθεί ότι η επιτήρηση έχει χρονικό ορίζοντα την αποπληρωμή του 75% του χρέους!
Ωστόσο, ανεξαρτήτως της, λιγότερο ή περισσότερο, προδιαγεγραμμένης τύχης του αισιόδοξου κυβερνητικού αφηγήματος και του βαθμού πειθάρχησής του στις «μεταρρυθμιστικές» νομοτέλειες του μεταμνημονιακού προγράμματος, οι «μνημονιακοί καταναγκασμοί» καλά κρατούν. Έτσι, με αφορμή το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο και ήδη ν. 4512/2018, μια νέα, αλλά όχι απροσδόκητη, οξεία κρίση ξέσπασε στο ήδη ευρισκόμενο σε κατάσταση προϊούσας απορρύθμισης κοινωνικό μέτωπο, αλλά ταυτόχρονα στην, ούτως ή άλλως ήδη βαρύτατα τραυματισμένη, πολιτικοϊδεολογική και αξιακή ταυτότητα της «κυβερνώσας αριστεράς». Πέραν των ρυθμίσεων για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, τα επιδόματα πολυτέκνων και τα καζίνο(!), η ρύθμιση που κυρίως πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στο κοινωνικοπολιτικό και εργασιακό μέτωπο ήταν εκείνη του άρθρου 211 που προέβλεψε αυξημένη απαρτία για τη σύγκληση των γενικών συνελεύσεων των πρωτοβάθμιων συνδικάτων με στόχο τη λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας. Με τη ρύθμιση αυτή η κυβέρνηση πραγματοποίησε, μετά 35 χρόνια σχεδόν αδιατάρακτης ισχύος των κρίσιμων για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος απεργίας, διατάξεων για την απαρτία (του Ν. 1264/1982), μια απορρυθμιστική παρέμβαση στο, ήδη «πιο κακοποιημένο» (κατά την έκφραση του πρώην εισαγγελέα του ΑΠ, Δ. Λινού) από τα δικαστήρια και αποκαμωμένο από την βαθύτατη κρίση της εργασίας, δικαίωμα της απεργίας: στο πιο κρίσιμο και εμβληματικό για την κοινωνική αριστερά και το εργατικό κίνημα γενικότερα ιδεολογικοπολιτικό οχυρό.
Με αφορμή το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο μια νέα, αλλά όχι απροσδόκητη, οξεία κρίση ξέσπασε στο κοινωνικό μέτωπο, αλλά ταυτόχρονα στην, ούτως ή άλλως ήδη βαρύτατα τραυματισμένη, πολιτικοϊδεολογική και αξιακή ταυτότητα της «κυβερνώσας αριστεράς». Η ρύθμιση που κυρίως πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στο κοινωνικοπολιτικό και εργασιακό μέτωπο ήταν εκείνη του άρθρου 211 που προέβλεψε αυξημένη απαρτία για τη σύγκληση των γενικών συνελεύσεων των πρωτοβάθμιων συνδικάτων με στόχο τη λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας
Σημειωτέον ότι, παρά τις πιέσεις της τρόικα, οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις δεν απετόλμησαν ή, μάλλον, δεν πρόλαβαν, να πραγματοποιήσουν την επίμαχη παρέμβαση. Έτσι «έλαχεν ο κλήρος» στην μεταλλαχθείσα «πρώτη φορά αριστερά», δίκην νέμεσης για την πραγματοποιηθείσα ύβρη, να εκτελέσει, έστω ηπιότερα από την αρχικώς προγραμματισθείσα, τη μνημονιακή εντολή. Η εξέλιξη αυτή, παρά τον εντόνως αρνητικό αντίκτυπό της για την κυβέρνηση, δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Εντάσσεται δε αρμονικά στο υφιστάμενο καθεστώς μνημονιακών απορρυθμίσεων στις συλλογικές σχέσεις εργασίας, ανεξαρτήτως αν προϋπήρξε της νέας κυβέρνησης ή «εμπλουτίστηκε» από αυτήν. Έτσι, μπορεί μεν να αποτράπηκε η τυπική επαναφορά της ανταπεργίας, όπως αρχικώς φαίνεται ότι αξίωναν οι «θεσμοί». Ωστόσο, πραγματοποιήθηκε μια ρυθμιστική παρέμβαση δικονομικής φύσης, ενισχυτική της αναγνωριζόμενης από τα δικαστήρια απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής του μισθού στους μη απεργούς στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης μορφής μερικής απεργίας, δηλ. μιας άτυπης ανταπεργίας.
Οι σκέψεις που ακολουθούν επιχειρούν μια πρώτη κριτική προσέγγιση της επίμαχης ρύθμισης και των επιπτώσεών της στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας και του συνδικαλιστικού δικαιώματος, που ήδη βιώνουν μια πολυετή βαθειά κρίση.
2 Είναι γνωστό ότι η απεργία αποτελεί ατομικό συνταγματικό δικαίωμα, αλλά ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Είναι δε ηλίου φαεινότερο ότι η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού είναι συνάρτηση της ισχύος του συνδικάτου στο πεδίο δράσης του και γενικότερα του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτό σημαίνει χονδρικά ότι η όποια κρίση που θίγει τη μαζικότητα, την αντιπροσωπευτικότητα, τη φερεγγυότητα και την αποτελεσματικότητα του συνδικάτου, απεικονίζεται στο επίπεδο αυτοδύναμης αγωνιστικής συλλογικής προστασίας των εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά, κρίσιμο είναι το επίπεδο δημοκρατικής οργάνωσης και διαμόρφωσης της συλλογικής βούλησης για την λήψη απόφασης κήρυξης μιας απεργίας. Σύμφωνα με το ν. 1264/1982, άρθρο 20 παρ.1, αρμόδιο όργανο για την κήρυξη απεργίας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο είναι βασικά η γενική συνέλευση της οργάνωσης. Κατ’ εξαίρεσιν, εφόσον πρόκειται για συνδικάτο ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλήνιας έκτασης (κατηγορίας στην οποία άλλωστε ανήκουν οι πιο μαζικές και αξιόμαχες πρωτοβάθμιες οργανώσεις), αρμόδιο όργανο είναι το διοικητικό συμβούλιο. Αυτό ισχύει επίσης και κατά μείζονα λόγο για τις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις. Η απόκλιση αυτή από τον κανόνα της γενικής συνέλευσης υπηρετεί την ανάγκη υπέρβασης των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σύγκληση και λειτουργία της γενικής συνέλευσης λόγω της γεωγραφικής διασποράς του τόπου εργασίας και των μελών της οργάνωσης. Είναι δε ευνόητη η συμβολή για την αποτελεσματικότητα της απεργίας της δυνατότητας απρόσκοπτης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης και ταχείας λήψης της σχετικής απόφασης.
Εξάλλου, κρίσιμο στοιχείο για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της όλης αυτής διαδικασίας είναι η συγκρότηση της αναγκαίας απαρτίας. Το προβλεπόμενο δε ποσοστό αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται στην κοινωνικοτυπική, οργανωτική και λειτουργική κατάσταση των πρωτοβάθμιων οργανώσεων στο πλαίσιο του γενικότερου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, ιδίως στην μαζικότητα και την ικανότητά τους να ενεργοποιούν τα μέλη τους. Οφείλει δε να διευκολύνει τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και συνακόλουθα την λήψη της σχετικής απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το στοιχείο της ταμειακής τακτοποίησης των συγκροτούντων την απαρτία μελών. Πρέπει δε να τονιστεί ότι το στοιχείο αυτό συναρτάται με την κρατούσα κάθε φορά κατάσταση στην αγορά εργασίας και την οικονομία. Έτσι, σε περιόδους δυσπραγίας ή κρίσης, ιδίως όταν δεν προβλέπεται ή δεν λειτουργεί το σύστημα παρακράτησης των εισφορών από τον εργοδότη και απόδοσης στο συνδικάτο, είναι ευνόητο ότι επηρεάζεται αρνητικά ο αριθμός των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Πάντως, η δυνατότητα ρύθμισης του ζητήματος της απαρτίας από το καταστατικό της οργάνωσης δίνει τη δυνατότητα στην συνδικαλιστική οργάνωση να προσαρμόζει την απαρτία στις πραγματικές ανάγκες λειτουργίας του συγκεκριμένου συνδικάτου. Η δυνατότητα αυτή αποτελεί εκδήλωση της εσωτερικής αυτονομίας του συνδικάτου. Αξιώνει δε προτεραιότητα έναντι της αντίστοιχης νομοθετικής ρύθμισης, η οποία και ενεργοποιείται όταν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1264/1982, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά για τη συζήτηση και την λήψη απόφασης από την γενική συνέλευση απαιτείται τουλάχιστον η παρουσία του 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Για τη διευκόλυνση συγκρότησης της κρίσιμης για τη λειτουργία της γενικής συνέλευσης απαρτίας ο νόμος προβλέπει περιορισμό του αριθμού αυτών στο 1/4 ή τελικά και στο 1/5, εφόσον δεν υπάρξει απαρτία κατά την πρώτη και την δεύτερη συνέλευση.
Η σφοδρή κριτική που δικαιολογημένα ασκήθηκε κατά της επίμαχης παρέμβασης, ήδη πολύ πριν από την τελική της διαμόρφωση και ψήφιση, εστιάστηκε βασικά στην, κατά τα φαινόμενα επιδιωχθείσα αρχικά από τους «θεσμούς» συμπερίληψη στο ρυθμιστικό της πεδίο όλων των πρωτοβάθμιων οργανώσεων αδιακρίτως. Σε μια τέτοια περίπτωση το πλήγμα κατά του δικαιώματος απεργίας θα ήταν βεβαίως καταλυτικό, καθώς θα επεκτεινόταν και στις εναπομείνασες σχετικά μαζικές και αξιόμαχες οργανώσεις. Ωστόσο, όπως θα καταφανεί από τις σκέψεις που ακολουθούν, η πραγματοποιηθείσα παρέμβαση άφησε εκτός ρυθμιστικού της πεδίου τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλήνιας έκτασης.
Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 211 του Νόμου 4512/2018, ορίζεται ότι «μετά το τρίτο εδάφιο του άρθρου της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «ειδικά για τη συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του 1/2 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών». Σύμφωνα δε με την οικεία αιτιολογική έκθεση, με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ειδική απαρτία κατά τις γενικές συνελεύσεις πρωτοβαθμίων συνδικαλιστικών οργανώσεων προκειμένου να λάβει χώρα η συζήτηση και να ληφθεί η απόφαση για κήρυξη απεργίας».
Από τη συστηματική θέση της επίμαχης ρύθμισης στο άρθρο 8 παρ. 2, που αφορά τον αναγκαίο για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης αριθμό των παρισταμένων μελών, προκύπτει αβίαστα ότι στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης εμπίπτουν μόνο οι απεργίες που αποφασίζονται από την γενική συνέλευση. Αυτό σημαίνει ότι η επίμαχη ρύθμιση αφορά μόνο τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις που δρουν σε τοπικό επίπεδο. Τούτο δε καθώς οι αποφάσεις για κήρυξη απεργίας, τόσο από τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, όσο και από τις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες, λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 1264/1982 από το διοικητικό συμβούλιο για τους προαναφερθέντες λόγους. Η διάταξη δε αυτή δεν θίγεται από την επίμαχη ρύθμιση. Η θέση αυτή είναι ανεπίδεκτη αμφισβήτησης και ανατροπής μέσω καταφυγής στην όποια ερμηνευτική κατασκευή (βλ. ωστόσο, Καρούζου, Το Βήμα της Κυριακής, Οικονομία, 14-01-2018).
Ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χαρακτηρισμού μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ως ευρύτερης περιφέρειας, ελλείψει νομικού εννοιο-λογικού προσδιορισμού, η απάντηση δίνεται από το καταστατικό που ορίζει την γεωγραφική εμβέλεια της αντιπροσωπευτικής του αξίωσης. Στο πλαίσιο αυτό κάλλιστα θα μπορούσε έτσι μια οργάνωση να θεωρηθεί ως ευρύτερης περιφέρειας, εφόσον δραστηριοποιείται στα όρια ενός νόμου, όπως είναι π.χ. το «Συνδικάτο εργατοϋπαλλήλων επισιτισμού, τουρισμού, ξενοδοχείων και συναφών επαγγελμάτων νομού Αττικής». Είναι δε ευνόητο ότι η διεύρυνση αυτή της έννοιας της περιφέρειας συνεπάγεται περιορισμό της ρυθμιστικής αξίωσης εφαρμογής της ειδικής απαρτίας του άρθρου 211, με αποτέλεσμα τον αντίστοιχο περιορισμό των βλαπτικών στην απεργία συνεπειών του. Η υιοθέτηση της θέσης αυτής εναρμονίζεται άλλωστε πλήρως με την κορυφαία ερμηνευτική αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του δικαιώματος».
Η βαθειά οικονομικοπολιτική, κοινωνική και γεωπολιτική κρίση αντί να οδηγήσουν σε ηττοπάθεια, μοιρολατρία και παραίτηση πρέπει να αφυπνίσουν τις λαϊκές πατριωτικές δυνάμεις, να σφυρηλατήσουν ένα ευρύτατο κοινωνικό και εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο διασφαλίζοντας και αξιοποιώντας ευρύτερες υπερεθνικές συμμαχίες, να εκπονήσουν και να προτείνουν ένα πρόγραμμα «εναλλακτικής ανασυγκρότησης»
Οι προηγηθείσες σκέψεις δεν υποβαθμίζουν βεβαίως, πολλώ δε μάλλον, δεν «αποενοχοποιούν» την επίμαχη ρύθμιση. Τούτο δε καθώς η προκαλούμενη σοβαρή δυσχέρανση συγκρότησης της ειδικής απαρτίας στις, διαθέτουσες ακόμη ικανότητα και νομιμότητα αγωνιστικής δράσης, τοπικού χαρακτήρα πρωτοβάθμιες οργανώσεις, επιχειρησιακές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές, μπορεί υπό τις κρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες να προκαλέσει σημαντική βλάβη στην διαδικασία κανονιστικής πραγμάτωσης του δικαιώματος απεργίας. Εξάλλου, πέραν του δυσμενούς ψυχολογικού αντίκτυπου, ενισχυτικού του υφιστάμενου κλίματος ηττοπάθειας και απομάκρυνσης από την συλλογική δράση, δεν πρέπει να παροραθεί η πιλοτική, προαγγελτική μιας νέας, ακόμη δραστικότερης, απορρυθμιστικής παρέμβασης στο δικαίωμα απεργίας, ιδίως δε στη διαδικασία λήψης της απόφασης για απεργία μέσω της αξίωσης η επίμαχη απόφαση να λαμβάνεται από το 50% συν 1 των οικονομικά τακτοποιημένων ή, ακόμη αυστηρότερα, των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης, ανεξαρτήτως μάλιστα αν είναι ή όχι παρόντα στη γενική συνέλευση. Άλλωστε μια τέτοια παρέμβαση, που επί του παρόντος αποτράπηκε, φαίνεται ότι υπήρξε στο πρόγραμμα των απαιτήσεων της τρόϊκα ήδη από το 2014.
Στη θέση αυτή αξίζει να ανακληθούν στη μνήμη μας δύο ιστορικά προηγούμενα που, καίτοι δεν στέφθηκαν από επιτυχία, είναι, ωστόσο, ενδεικτικά της διαχρονικής σημασίας μιας τέτοιας παρέμβασης και της ελλοχεύουσας απειλής της. Έτσι, ήδη την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών στο πλαίσιο του σχεδιαζόμενου «κώδικα εργασίας» και συγκεκριμένα με το άρθρο 509 (τι ενδιαφέρουσα αριθμητική σύμπτωση!) προβλεπόταν το περίφημο 50% συν 1 (βλ. σχετικά Κική Τζαννετάκου, αναδημοσίευση σε, Ξεκίνημα, 11.01.2018, net.xekinima.org). Ωστόσο, ανάλογη ρύθμιση υπήρξε και μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 1264/1982. Πρόκειται για το περιβόητο «άρθρο 4» του ν. 1365/1983 για τις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις, που, πριν καταργηθεί με το ν. 1766/ 1988, είχε καταστεί ανεφάρμοστος στην πράξη (για το κυριαρχήσαν κατά τις αρχές της 10ετίας του ’80 ζήτημα αυτό, βλ. Αφιέρωμα ΕΕργΔ 1983, σ. 537-627).
Η μέσω του άρθρου 211 παραβίαση της πιο εμβληματικής «κόκκινης γραμμής» από την κυβέρνηση, δεν ενισχύει μόνο την κρίση ιδεολογικής φερεγγυότητας και κοινωνικής νομιμοποίησης, τη διάσταση «αριστερής συνείδησης» και «νεοφιλελεύθερης πολιτικής» της κυβέρνησης. Πολύ περισσότερο δυναμώνει το αίσθημα απογοήτευσης, ματαιότητας και παραίτησης, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κρίσης εκπροσώπησης και αξιοπιστίας των συνδικάτων, την απομαζικοποίηση και τελικά την ιδιώτευση. Έτσι όμως η «κυβερνώσα αριστερά» με τις πολιτικές της επιλογές, ανεξαρτήτως «ιδιοκτησίας» τους, όχι μόνο δεν ενισχύει την ελπίδα ότι είναι δυνατή η χάραξη ενός εναλλακτικού δρόμου, αλλά αντιθέτως προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στο θατσερικό δόγμα ΤΙΝΑ, καθώς επιτρέπει την απόκρυψη του, παραποιητικού της πραγματικότητας, ιδεολογικού του χαρακτήρα και την εμφάνισή του ως ιστορικής νομοτελειακής αναγκαιότητας.
Η ζοφερή οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα και η, ίσως ακόμη πιο δυστοπική, προοπτική στην εξελισσόμενη μέσω των «προγραμμάτων διάσωσης» μετατροπή της χώρας σε «αποτυχημένο κράτος», σε ένα «μετανεωτερικό προτεκτοράτο», «ειδική οικονομική ζώνη» παράδεισο των πολυεθνικών εταιριών, σε μια Ευρώπη όπου η αστική δημοκρατία τείνει να καταβροχθιστεί από τις αγορές, δεν προοιωνίζονται βεβαίως κανενός είδους «βιώσιμη ανάπτυξη», «παραγωγική ανασυγκρότηση», επαναφορά σε μια, έστω στοιχειώδη, κανονικότητα σεβόμενη τις, ευρισκόμενες πάντως σε κρίση, αξίες του αστικοδημοκρατικού «εργασιακού και κοινωνικού πολιτισμού». Πολλώ μάλλον καθώς η χώρα απειλείται και από «γεωπολιτική κατάληψη» και κίνδυνους εδαφικού ακρωτηριασμού. Ωστόσο, η βαθειά αυτή οικονομικοπολιτική, κοινωνική και γεωπολιτική κρίση αντί να οδηγήσουν σε ηττοπάθεια, μοιρολατρία και παραίτηση πρέπει να αφυπνίσουν τις λαϊκές πατριωτικές δυνάμεις, να σφυρηλατήσουν ένα ευρύτατο κοινωνικό και εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο διασφαλίζοντας και αξιοποιώντας ευρύτερες υπερεθνικές συμμαχίες, να εκπονήσουν και να προτείνουν ένα πρόγραμμα «εναλλακτικής ανασυγκρότησης». Όμως ένα τέτοιο «σχέδιο απελευθέρωσης» με παλιά υλικά, «αριστερές αυταπάτες» και μεταλλάξεις, δεν νοείται.
* Ο Δημήτρης Α. Τραυλός – Τζανετάτος είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου (ΕΚΠΑ)