του Γεώργιου Χάκκα*

Ξημέρωμα 5/7/1972, γύρω στις 5 το πρωί
(στη Μαρίκα):
– Πες τους να πάρουν το οξυγόνο, δεν χρειάζεται πια.

Η φοβερή δεκαετία του 1940 καθορίζει την προσωπικότητα του νεαρού Μάριου Χάκκα. Η συνοικία επίσης στην οποία ανδρώθηκε, η Καισαριανή, τον θωρακίζει ως προς τον ιδεολογικό του σύμπαν. Το 1950, στα 19 του, για βιοποριστικούς λόγους, βρίσκεται στη Σχολή Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στη Γυάρο, όπου έρχεται σε επαφή με πολιτικούς κρατούμενους. Το 1951 πετυχαίνει στις εξετάσεις του ΟΤΕ, αλλά δεν προσλαμβάνεται λόγω έλλειψης του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων. Το 1952 ξεκινά σπουδές στο Πάντειο, αλλά στις 30/4/1954 συλλαμβάνεται με τον ν. 509 και μένει 4 χρόνια στη φυλακή (1 στην Καλαμάτα και 3 στην Αίγινα).

«Μπήκα στη φυλακή με τη θέλησή μου. Ήταν τότε τα ηρωικά λεγόμενα χρόνια, συνέβαλαν ίσως και κάποιες οικογενειακές παραδόσεις». Μέσα στη φυλακή δεν ξέρω αν εφάρμοζε πιστά το τρίπτυχο «αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ». Μόνο για το τελευταίο είμαι σίγουρος. Μελέτησε οικονομία, αγγλικά και γαλλικά, δοκίμασε κάποια δικά του πρώτα ποιήματα και διηγήματα, μέχρι και θεατρικό του Ιονέσκο μετέφρασε ο αθεόφοβος. Στις 30/4/1958 αποφυλακίζεται, στις 13/7/1958 στρατεύεται, μουλαράς στον Έβρο, μέχρι τις 6/5/1960. Τα έξι πολύτιμα, αλλά νομίζω όχι χαμένα χρόνια, περιορίζουν ασφυκτικά τις επαγγελματικές του προοπτικές και επιλογές, αλλά αποτελούν και το έναυσμα μιας συστηματικής στροφής στη συγγραφή. Το 1961 (7 Ιανουαρίου) παντρεύεται με την Μαρίκα Κουζινοπούλου, που θα σταθεί δίπλα του μέχρι το τέλος.

Δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ, στον τομέα πολιτισμού, συμμετέχει στην ίδρυση της Φιλοπρόοδης Ένωσης Νέων (ΦΕΝ) στην Καισαριανή, είναι γραμματέας στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο, το 1964 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος. Εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1965 με την ποιητική συλλογή «Όμορφο καλοκαίρι» που εκδόθηκε με δικά του έξοδα και συνεισφορές φίλων, όπως και το επόμενο «Τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1966):

«Εμείς ξέραμε ότι το κτίριο ήτανε κούφιο / ότι οι διάδρομοι οδηγούσαν σε άλλους διαδρόμους / πως οι εξωτερικοί στίχοι είχαν την διαφάνεια σελοτέιπ / Εμείς ξέραμε πως οι ωραίοι κίονες στην πρόσοψη θα κατέρρεαν σύντομα / και κανείς δεν θα νοιαζόταν για το παιδί που χάθηκε στα ερείπια» [Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις]

Ο «Μπιντές και άλλες ιστορίες» (1970), τα 3 θεατρικά του το 1971 και το «Κοινόβιο» (1972) είναι τα επόμενα έργα του. Μια ζωή γεμάτη σχήματα, ανθρώπους, συγγραφείς, διαβάσματα, εικόνες σε τάξη αλλά και συνειδητά απείθαρχη αταξία, φυσική αντίσταση έναντι της τήρησης κανονισμών, απέναντι σε ασφαλίτες, διευθυντές αστυνομίας, επιτελάρχες κάθε λογής αλλά και κομματικούς υπεύθυνους. Μια δικαιολογημένη αποστροφή σε εξουσίες κάθε μορφής, και εξουσιαστές κάθε είδους, για συνάξεις, για τις ατέλειωτες πληκτικές συνεδριάσεις οργάνων και δημοτικών συμβουλίων.

Δεν υπάρχει για τον Χάκκα τίποτα δεδομένο, τίποτα αυταπόδεικτο, ιδιαίτερα μάλιστα για όσους από την Αριστερά επεφύλασσαν στον εαυτό τους το δικαίωμα σκέψης και κρίσης θέσεων, αποφάσεων, πολιτικών. Ένα αίσθημα προσήλωσης σε προσωπικές αρχές, και ελευθερία, είναι το δίπολο που συνέλαβε ως πρωταρχική αξία ανθρώπινης ζωής και αγώνα ο Χάκκας. Μια ελευθερία επιλογών που στερήθηκε από το ξεκίνημά του, ένας ασφυκτικός εναγκαλισμός ζωής και θανάτου. «Μ’ αυτήν την εικόνα αρχίζει η ζωή μου: μια προσπάθεια για απελευθέρωση, φυσικά και η πληρωμή της».

«Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο να αποτινάξεις τον ζυγό του κόμματος. Πάντα ένιωθα να μου κρατάνε το χέρι. Κάθε φορά που πήγαινα να το τραβήξω, την πλήρωνα με τιμωρίες, επιπλήξεις, απομονώσεις, προσωρινές διαγραφές.» [Κοινόβιο]

Για το τέλος, ακούμε τον Στέφανο Μπεκατώρο (περιοδικό Αντί, τεύχος 77-78, Αύγουστος 1977):

«Με τον Χάκκα προαισθανόμαστε την άγρια εποχή που μας μέλλεται. Το πιο σπουδαίο, νιώθουμε ότι εάν θέλουμε να βρούμε κάποιο νόημα για να υπάρξουμε μέσα στον πλαδαρό και ομοιόμορφο χώρο της απάνθρωπης καταναλωτικής κοινωνίας μας, πέρα από οποιοδήποτε εξωτερικό στήριγμα που μπορεί να βρούμε –μια κάποια ιδέα, μια κάποια πίστη– είναι να κατορθώσουμε να βαστηχτούμε γερά πάνω στον εαυτό μας, να κρατήσουμε τον εαυτό μας με την ιδιαιτερότητά του, να σηκωθούμε πάνω απ’ τα πράγματα, να σταθούμε και να βαδίσουμε με αξιοπρέπεια όπως μας είπε ο Χάκκας, “κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δεν στάθηκε ή δεν περπάτησε… μ’ αυτό το σουλούπι και τούτη τη φάτσα μέσα στο χώρο”».

* Ανιψιός του Μάριου Χάκκα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!