Γράφει ο Γιώργος Σκλαβούνος
Από πλευράς αγωγής και καταγωγής τον ευνόησε η Μοίρα. Πρέσβης της Ισπανίας ο παππούς του, στην Κωνσταντινούπολη. Η γιαγιά του από την ιστορική οικογένεια Δούσμανη. Ο πατέρας του (δικαστικός), η μητέρα του η Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη, ανιψιά του Κυβερνήτη και θεία του Πρωθυπουργού Θεοτόκη.
Ο Λ. Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη (7/9/1860) και ήλθε στην Κέρκυρα στα 15 του χρόνια. Στην Κέρκυρα έρχεται στα 1875 και σύντομα του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να συμμετέχει (παρά το νεαρό της ηλικίας του) στον πνευματικό Κύκλο του Πολυλά, στην οργανωμένη ομάδα των κληρονόμων του Σολομού. Των κληρονόμων του ιδεώδους του εθνικού Δημοκρατικού Δημοτικισμού.
Η είσοδός του, στον κύκλο των εκλεχτών, δεν του χαρίστηκε λόγω οικογενειακής καταγωγής. Οφείλεται στην εκ μέρους του Γυμνασιάρχη του Ι. Ρωμανού, αναγνώριση των δυνατοτήτων του νέου, μετά από ανάγνωση ελεγείου του, αφιερωμένου στον θάνατο του Κανάρη.
Μετά από ένα χρόνο σπουδών, στην Φιλοσοφική των Αθηνών, φεύγει για μια μακρόχρονη (11 χρόνια) περιπετειώδη φοιτητική ζωή στη Γερμανία, περιπετειώδη σε όλα τα επίπεδα φιλοσοφικά, πνευματικά, κοινωνικά.
Κατά τον βιογράφο του Μ. Περάνθη «είναι ιπποτικός στους κινδύνους, ανθεκτικός στην μπυροποσία, ψύχραιμος στις μονομαχίες, αυστηρός στο πρωτόκολλο, επιδέξιος στο σκάκι.
Λύνει τα δυσκολότερα προβλήματα σκακιού που δημοσιεύουν οι Αγγλικές επιθεωρήσεις, έρχεται έβδομος σε παν-Γερμανικό διαγωνισμό… Η μνήμη του και η προσοχή του είναι, λένε, τόσο απέραντες, που μπορεί να κουβεντιάζει σ’ εφτά συγχρόνως ανθρώπους χωρίς να λαθεύει στο παίξιμό του»…
Μιλάει άψογα 6 γλώσσες, Ελληνικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά. Είναι ωραίος σαν αρχάγγελος. Οι Γερμανίδες τον αποκαλούν «ο νέος Απόλλων».
Φιλοσοφικές αναζητήσεις
Περισσότερο από τις σπουδές τον απασχολεί η γενικότερη και βαθύτερη παιδεία, το καταστάλαγμα σε μια φιλοσοφία ζωής, ικανή να προσφέρει νόημα, περιεχόμενο, σκοπό, αληθινή γνώση, της ίδιας της ζωής. Για να προσεγγίσει τον κόσμο, να κοιτάξει, να γνωρίσει τον κόσμο και τον κόσμο του, και μέσα από την Ινδική φιλοσοφία, στη Γερμανία μαθαίνει και τα Σανσκριτικά. Στην αναζήτηση απαντήσεων στα υπαρξιακά του και πανανθρώπινα ερωτήματα, τα μεγάλα ηθικά διλήμματα, δεν αρνείται αλλά και δεν αρκείται στις απαντήσεις του καιρού του και του τόπου του, της παράδοσής του. Ό,τι μπορεί να του προσφέρει η Δύση και η Ανατολή θα το εξαντλήσει.
Οι φιλοσοφικές σχολές που μελετάει δεν λειτουργούν γι’ αυτόν ούτε ως καταφύγιο, ούτε ως βάλσαμο, ούτε ως αφιόνι. Ως εναλλακτικά μονοπάτια στην κατανόηση του κόσμου, και των συνανθρώπων του, στην αναζήτηση της αλήθειας αξιοποιούνται.
Δεν φιλοδόξησε να γίνει ούτε αρχηγός, ούτε προφήτης, ούτε κατάντησε οπαδός. Με τον εαυτό του αναμετρήθηκε και με την Τέχνη, μπροστά στη ζωή και το θάνατο.
Στην ποίηση (όπως και στη Ζωή) διάλεξε τον δικό του και τον πιο δύσκολο κατά ειδικούς δρόμο, διάλεξε το Σονέτο. Με το Σονέτο δεν σμιλεύει μόνο τον στίχο, δεν ασκείται στο μέτρο, στη μουσική, στην αρμονία, γιατί όπως για το σύνολο της Κερκυραϊκής Σχολής «η Τέχνη δεν ήταν μόνο ζήτημα ομορφιάς αλλά και ηθικής». Κατά γενική αναγνώριση «ο ποιητής επεξεργαζόταν τους στίχους του μέχρι σχολαστικότητας, επιδιώκοντας κατά το παράδειγμα του εθνικού ποιητού, την τελειότητα»…
Με την ποίησή του ο Μαβίλης σμιλεύει την εσωτερική του ακεραιότητα, καθαρότητα, ομορφιά. Οι στίχοι του, όπως μας λέει ο ίδιος
«της ζωής μου ακριβό κρυφό καμάρι,
από καθάριο βγαίνεται ζυμάρι
κι είσαστε γεννημένοι όχι όπως τύχει
Δεν κελαηδείτε ανούσιοι κι άνοστοι ήχοι
σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη,
μα κι ούτε παρατάτε το συρτάρι
να βρείτε αγοραστή τόσο τον πήχη.
Γιατί είσαστε ψυχούλες και κορμάκια
των πόθων και των πόνων μου, που πλήθεια
πικρά μ’ εσυχνοπότισαν φαρμάκια.
Είδωλα είναι οι χαρές, καημός
η αλήθεια κι αλήθεια είναι η ζωή. Μα τι με μέλει.
Θωρώ εσάς κι ο καημός γίνεται μέλι».
Με την Ποίηση ασκείται ο Μαβίλης. Ασκεί την ικανότητα εις το να μετέχει της Ομορφιάς. Όπως μας αποκαλύπτει στο Σονέτο του «Μουσική»:
«Εις την γλυκιά της νύχτας ήσυχη ηρεμία ενώ λαμποκοπούν τ’ αστέρια μαγεμένα τ’ αέρι παίρνει απ’ τους άνθους την ευωδία και τα νερά μιλούν ερωτευμένα. Τότε αγκαλιάζω αν αγροικώ την αρμονία όπ’ τ’ αηδόνια χύνουν… Κι ευτύχημ’ άλλ. ο νους μου δεν επιθυμάει… τέτοια αρμονία που τα πάθη όλα νικάει..!!»
Και επανέρχεται σε Σονέτα όπως το «Χαραυγή» (1899), «Έρμονες» (1903) με μια ποίηση που δεν είναι απλοϊκά φυσιολατρική, αλλά είναι ενδεικτική μιας βαθύτερης σχέσης του ποιητή με την Ομορφιά της φύσης κι ό,τι αυτή μπορεί να εμπνέει και να αποκαλύπτει…
Στης Χαραυγής το ροδόβαμα βλέπει ο ποιητής την απάρθενη θάλασσα να φουσκώνει «σαν γλυκοανασασμός πάναγνης νιότης… βλέπει τη γης ν’ ασκώνει την καταχνιά της για να μας φανερώσει την αιώνια ομορφιά της, άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη. Βλέπει την ψυχή ν’ αναγαλλιάζει ερωτευμένη σαν άγριος κρίνος π’ αφήνεται ν’ ανοίξει μπροστά στην άπειρη ομορφιά…»
Στο Σονέτο Έρμονες μας καλεί να μυηθούμε στην επικοινωνία με τη γη και τα μυστήριά της. «Έχ’ η γη γλύκες που άλλη δεν αισθάνθη ψυχή παρά η φιλέρημη, η ανυφάντρα των υπέργειων ονείρων, και μες τ’ άνθη του ίσκιου, στο έμπα από τ’ απόκρυφ’ άντρα το μυστήριο απαλά την αγκαλιάζει. γίνετ’ ένα μ’ αυτό κι αναγαλλιάζει.»
Πέρα απ’ τη Δόξα, τη Δύναμη και τον Πλούτο
Η δόξα, η δύναμη και ο πλούτος δεν έχουν θέση στην ιεράρχηση των αξιών και των αναγκών του. Ξέρει καλά πως «Σαν η ψυχή δόξας φορεί στεφάνια και για πλούτη ή για δύναμη φουσκώνει, ενάντιο λόγο ή νόημα δεν σηκώνει, συχώριο δεν γνωρίζει η περηφάνια». (Απ’ το Σονέτο «Άνθρωπος»).
Πέρα κι απ’ τον φόβο του θανάτου, τη ματαιοδοξία και την απαισιοδοξία:
Αφού «και τ’ άδολο της Γνώσης ανάμα» κοινώνησε και την χάρη «της φώτισης του Ωραίου» δέχθηκε, πέρασε κι απ’ το έσχατο φόβο του θανάτου που γεύτηκε στα νιάτα του, την απαισιοδοξία, αλλά και την ματαιοδοξία.
Αν δεν είχε ποτιστεί απ’ της Γνώσης τ’ άδολο ανάμα και δεν είχε ζήσει του Ωραίου την Φώτιση, δεν θα τ’ αναγνώριζε στους άλλους, όπως τ’ αναγνώρισε στον Νίκο Κογιεβίνα». (Βλέπε ομώνυμο Σονέτο).
Το πέρασμά του απ’ το φόβο του θανάτου, την Σκύλα και τη Χάρυβδη της απαισιοδοξίας και της ματαιοδοξίας κι ακόμα, το ανέβασμά του πάνω από μια Ινδική Νιρβάνεια αταραξία, σ’ έναν Ελληνικότατο Όλυμπο, πιστεύω μας το κληροδοτεί στην ποίησή του, όπως θα δούμε, αλλά και το αποπνέει η ύπαρξή του, όπως κάποιες περιγραφές που θα παραθέσουμε μαρτυρούν.
Στο Σονέτο «Ψυχοφίλημα» (1896).
Σ’ έναν παράλληλο, αλλά διαφορετικό τρόπο, απ’ εκείνον του Κάλβου, εις την «Ωδήν εις Θάνατον» μοιράζεται μαζί μας το ξαναγέννημά του σε μια νέα Ζωή. Μοιράζεται μαζί μας το ξεπέρασμα απ’ τους Λεστρηγόνες και τους Κύκλωπες που η ψυχή του, έστηνε εμπρός του, κι ακόμα την δυνατότητα μετοχής σ’ αυτό που ονομάζει «πανάχραντο μεθύσι».
…Πέρασε η μαύρη νύχτα κι άγρια μπόρα.
άνθι και συ μικρό μες του μεγάλου
κόσμου το περιβόλι, άνοιξε τώρα.
Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει.
τώρα ξέρει. – Ώ πανάχραντο μεθύσι!
Μόνον ένας άνθρωπος που έζησε βαθύτατα την απαισιοδοξία, την υπαρξιακή αγωνία μπορεί να περιγράψει και την έξοδο απ’ αυτήν με τέτοια ομορφιά, καθαρότητα και δύναμη.
Μια γεύση από το βάθος της απαισιοδοξίας απ’ όπου πέρασε παίρνουμε από ποιήματα όπως:
ελπίδες που στα νιάτα
…πουν’ τώρα η Μούσα, ω Μοίρα,
που τρέμοντας αγκάλιαζα;
Γιατί να σπάσει η λύρα
που κρούοντας αγκάλιαζα
στης ομορφιάς τη θύρα;…
Φιλία Πέταξες κι εσύ
…”Σαβανωμένη ομορφιά
σ’ έφαε του κόσμου η φαρμακίλα
θα ηχούν οι στίχοι μου ως καρφιά
μέσα στης κάσας σου τα ξύλα».
…Τα Μυστικά τ’ αγνώστου
«Οι ελπίδες μου όλες εσβησθήκαν. πάει! Οι χρυσόφτερες φύγαν φαντασίες. μόνον αυτός ο πόθος θα με φάει που ‘βαλαν οι Ερινύες στα φρενιασμένα του νοός μου βάθη, για να’ναι ο δαίμονάς του κι ο θεός του: Όλο το εγώ μου λαχταρεί να μάθει τα μυστικά του αγνώστου».
Το πρώτο βόλι περνάει από μάγουλο σε μάγουλο. Παραμένει όρθιος, παραδίδει τον λόχο του και προχωράει έφιππος προς το Νοσοκομείο. Η δεύτερη σφαίρα του τρυπάει την καρωτίδα, ξεπεζεύει, αποχαιρετάει στρατιωτικά τον Ρώμα, ο Γαριβάλδης παρών τον αποχαιρετάει στρατιωτικά. Ο Μαβίλης δεν μπορεί να μιλήσει… ζητάει να γράψει… Δεν προφταίνει ούτε να γράψει τα τελευταία του λόγια…
Η αύρα του Μαβίλη
Καρπός της συνεχούς, της αδιάκοπης αισθητικής, της ψυχικής, της πνευματικής του καλλιέργειας, υπήρξε το πέρασμά του σε ένα επίπεδο ύπαρξης και συνείδησης που αποτυπώνονται ολοκάθαρα στην έκφραση του προσώπου του, στην εντύπωση που προκαλεί η παρουσία του.
Δεν είναι καθόλου τυχαίες ούτε «λογοτεχνικές» οι περιγραφές που αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της ύπαρξης κι, όχι της ποίησής του.
Αξίζει να παραθέσουμε τις περιγραφές της Σοφίας Αλιμπέρτη, του φίλου του Πανταζόπουλου και του Κ. Βάρναλη.
«Έτσι τον γνωρίσαμε, την ώρα του τρυφερού μυστικισμού, όταν ανάβουν τα φώτα μες στο σαλόνι, όπου μας αντίκριζε από τον τοίχο, η αυστηρή μορφή του Πολυλά.
Τα μάτια του και η βαθιά του προσώπου του γαλήνη, μας έκαναν εντύπωση. Σπάνια μας έτυχε να δούμε μάτια γαλανά σαν του Μαβίλη. Είχαν το χρώμα τ’ ουρανού μιας ωραίας ημέρας… Το ολύμπιο κεφάλι στέρεο απάνω στο δρύινο κορμί του. και στο πρόσωπό του με τ’ αδρά χαρακτηριστικά και τα χρυσόξανθα γένια βασίλευε ατάραχη στοχαστική γαλήνη.
Ο Πανταζόπουλος: «ένα ωραίο φως εξήρχετο από την ύπαρξή του και εφώτιζε και εξευγένιζε.
Ο Κώστας Βάρναλης: «Τόνε γνώρισα στα 1910. Στα πρώτα γραφεία του εκπαιδευτικού Ομίλου, σ’ ένα μισουπόγειο της οδού Εδ. Λω. Ένα τραπέζι, ένας καναπές, λίγες καρέκλες και πολλή αγωνιστική έξαψη μέχρις αποστολισμού. Εκεί ήτανε ο Ρώμας, ο Ίωνας Δραγούμης, ο Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκης βεβαίωνε πως άμα γίνει 33 χρονών (την ηλικία του Ιησού Χριστού) και δεν έχει ως τότε δημιουργήσει δικιά του θρησκεία, θ’ αποτραβηχτεί σε μια βουνοκορφή για να σιγήσει εκεί μέχρι θανάτου (δε βάσταξε το λόγο του). Ο Δραγούμης με το μονόκλ στο μάτι, καθότανε απάνω σε μια γωνιά του τραπεζιού και κουνούσε, με ύφος ανθρώπου που δεν τόνε τρομάζει τίποτα, τα κρεμασμένα του ποδάρια.
Ο Ρώμας, χαμογελώντας συγκαταβατικά, κύτταε τους άλλους με το βλέμμα της ανώτερης φιλοσοφικής εποπτείας των εγκοσμίων. Κι ο Μαβίλης, ξαπλωμένος στον καναπέ μ’ αρχοντικήν άνεση, μιλούσε πολύ σιγά, σαν να μην ήθελε να τον ακούσουνε: έκανε την κριτική μερικών δεκατρισύλλαβων και εξάμετρων του Παλαμά από τη ρυθμική τους άποψη.
«Ο Μαβίλης ωστόσο σκέπαζε όλους τους άλλους όχι μονάχα με τις φυσικές του διαστάσεις παρά και με τις ψυχικές με το ήθος του και με τη λογοτεχνική του αξία». (Κ. Βάρναλη: Λορέντσος Μαβίλης, εφ. Πρωία, 12 Ιουλίου 1937. Επίσης στον τόμο «Ζωντανοί άνθρωποι», Αθήνα, 1939).
«Από όλο το είναι του αναδινόταν μια ιερόπρεπη ηθική επιβολή, που μιλούσε βαθιά σ’ όλους τους συμπολεμιστές του» (Ν. Καρβούνη, Ο Ιερουργός και στρατιώτης του χρέους, Εφ. Πρωία, 29.11.1937).
Γαριβαλδινός – Ερυθροχίτων – Αριστοκράτης
Ιερουργό και στρατιώτη του χρέους, θα τον αποκαλέσει ο Ν. Καρβούνης, που τον συνάντησε την εκστρατεία στην Ήπειρο. Περίμενε κι ετοιμαζότανε ο Μαβίλης για τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς. Ο Α.Μ. Ανδρεάδης (στο έργο του Ι. Πολυλάς, Λ. Μαβίλης) αναφέρει:
Οι πεζοπορίες του απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού, την καρδιά του καλοκαιριού, σκόπευαν να του «ξαναδώσουν ό,τι άρχισε να στερεί η ηλικία του. Έτοιμος περισσότερο παρά ποτέ στο εθνικό προσκλητήριο…
Όμως η κλάση του δεν συμπεριλαμβάνεται στην επιστράτευση. Ο Μαβίλης ζητάει να καταταχθεί ως εθελοντής απλός στρατιώτης στον τακτικό στρατό. Του το αρνούνται…
«Χρήματα δεν έχει να συγκροτήσει
δική ένοπλη ομάδα όπως το 1897».
Το αντάρτικο σώμα που προσπάθησε να φτιάξει ο Σπυρομήλιος και στο οποίο θα συμμετείχε, τελικά δεν συγκροτείται.
Η μοίρα του το’ θελε να πεθάνει φορώντας το κόκκινο αμπέχονο των Γαριβαλδινών και την σάλπιγγα της λαϊκής Ελευθερίας κεντημένη στο περιλαίμιό του.
Αφού έμαθε ότι ο Αλέξανδρος Ρώμας συγκέντρωνε εθελοντές θανάτου για Γαριβαλδινό σώμα, με συμμετοχή Ιταλών φιλελλήνων εθελοντών, υπό την ηγεσία του Ριτσιότι Γαριβάλδι, συνεργάζεται μαζί του. Σ’ αυτό το σώμα ο Μαβίλης ανέλαβε την διοίκηση του 6ου λόχου.
Για τον πολιτικό Μαβίλη, τον Δημοτικιστική Μαβίλη, τον Μαβίλη των εξαίρετων μεταφράσεων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αξίζει να επανέλθουμε.
Αρκεί να κρατήσουμε στη μνήμη, μέχρι να μας δοθεί η ευκαιρία να επανέλθουμε, ότι ο Μαβίλης υπήρξε ο ηρωικότερος και ωραιότερος εκφραστής του κινήματος του εθνικού Δημοκρατικού Δημοτικισμού.
Δυο λόγια ίσως απαιτούνται ως επίλογος για τον πατριδολάτρη αγωνιστή, τον εραστή της ομορφιάς και της ελευθερίας.
Όταν ο Παύλος Μελάς ιδρύει στα 1896 παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Κέρκυρα, ο Μαβίλης «γίνεται πρόεδρος ενός από τα πέντε τμήματά της… εργάζεται όμως σαν να είναι ο γενικός αρχηγός»…
Με την Κρητική επανάσταση θα βρεθεί στη Μεγαλόνησο απ’ όπου επιστρέφει στις 26 Αυγούστου 1896.
Στα 1897 ξανά ως η ηγετική μορφή της Εθνικής Εταιρίας στην Κέρκυρα σχηματίζει δική του ομάδα 70 ανδρών, με δικά του έξοδα για να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Σ’ αυτήν την εκστρατεία σκοτώθηκε και Εγγλέζος εθελοντής Κλέμενς Χάρρις στον οποίο ο Μαβίλης αφιέρωσε το θαυμάσιο ομώνυμο Σονέτο του. Ένα σονέτο προφητικό και για το δικό του θάνατο.
Στα 1912 ξανά εθελοντής όπως περιγράψαμε προηγουμένως, στο τάγμα θανάτου των Γαριβαλδινών.
Στις 25/11/1912 αναχωρεί ο Μαβίλης με την εμπροσθοφυλακή για το Μέτωπο υπό την ηγεσία του Ρώμα. Στα ονόματα που βρίσκονται δίπλα του διαβάζουμε Γερακάρης, Δομενεζίνης, Αλεξάκης.
Η Ασπασία Χαλκοκονδύλη που της αρνήθηκαν να τους ακολουθήσει καταγράφει το αποχαιρετιστήριο χειροφίλημα… Τα άσπρα γένια, τα ταξιδεμένα μάτια, το περίεργο χαμόγελο και μετά το «Αντίο κυρά μου, και στα χέρια σας λαβωμένος…»
Όταν πλησιάζουν στον προορισμό τους και πρέπει να περάσουν τον φουσκωμένο παραπόταμο του Άραχθου, Μπαλντουμά, ο Μαβίλης αρνείται να περάσει μ’ άλογο. Περνάει επικεφαλής του λόχου του, πεζός, μέχρι τη μέση στο νερό…
Η τελευταία μάχη
28 Νοεμβρίου η εχθρική επίθεση αρχίζει.
… Ο Μαβίλης όρθιος με το πιστόλι στο χέρι, αναχαιτίζει την προσπάθειά τους να υπερκεράσουν το αριστερό. Οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να καταλάβουν οπωσδήποτε τον Δρίσκο…
Οι Γαριβαλδινοί αποδεκατίζονται… Ο Βραχνός σκοτώνεται. Ο Μπαρδόπουλος πληγώνεται, ένας αγγελιοφόρος που έδινε το σημείωμά του, πέφτει νεκρός. Έχουν σκοτωθεί πέντε αξιωματικοί και τραυματίστηκαν δεκατρείς. Είκοσι τέσσερα κανόνια και άλλα τόσα μυδράλια τους βάλλουν. Ο Ρώμας, υπερασπιζόμενος το μοναδικό τους κανόνι, ανδραγαθεί με το περίστροφο στο χέρι, αλλά τραυματίζεται… Ο Μαβίλης εξακολουθεί όρθιος με το περίστροφο στο χέρι. Πέφτουν ακόμα οι σύντροφοι του Μαβίλη Γερακάρης και Τοπάζης. Ο Μαβίλης επιμένει, περνάει όρθιος από διμοιρία σε διμοιρία, δίνει διαταγές…
Ο θάνατος
Το πρώτο βόλι περνάει από μάγουλο σε μάγουλο. Παραμένει όρθιος, παραδίδει τον λόχο του και προχωράει έφιππος προς το Νοσοκομείο. Η δεύτερη σφαίρα του τρυπάει την καρωτίδα, ξεπεζεύει, αποχαιρετάει στρατιωτικά τον Ρώμα, ο Γαριβάλδης παρών τον αποχαιρετάει στρατιωτικά. Ο Μαβίλης δεν μπορεί να μιλήσει… ζητάει να γράψει… Δεν προφταίνει ούτε να γράψει τα τελευταία του λόγια…
Πατριδολάτρης και οικουμενικός
Αυτός ο πολεμιστής, στην πορεία προς το Δρίκο μπροστά στη μαγεία της φύσης όπως μαρτυρούν οι συμπολεμιστές σε μια στιγμή κοντοστάθηκε και μονολογεί: «Τι χαρά Θεού. Κι ωστόσο εμείς πάμε να σκοτώσουμε ανθρώπους».
Ο πόλεμος δεν ήτανε χαρά, ήτανε χρέος, για τον Μαβίλη, ήτανε το κόστος για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία.