Ο Ερντογάν μάς έχει συνηθίσει να «ακροβατεί» επικίνδυνα στη διεθνή σκηνή, να εκμεταλλεύεται την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας στην περιοχή, να εκβιάζει ταυτόχρονα και τους δύο ισχυρούς του πλανήτη και κυρίως να αποσπά γεωπολιτικά οφέλη για τη χώρα του, παρά τον εκνευρισμό που προκαλεί.
Φαίνεται ότι η τουρκική διπλωματία έχει «διαβάσει» σε βάθος τη συγκυρία. Από τη μία πλευρά, μια πολιτική εξισορρόπησης απέναντι στην επιθυμία ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε. να παραμείνει η Τουρκία στη δυτική συμμαχία ως σημαντικός οικονομικός και γεωπολιτικός παράγοντας. Από την άλλη, το ενδιαφέρον της Ρωσίας να παραχωρήσει βαθμούς ελευθερίας κινήσεων στην Άγκυρα -κυρίως στη Συρία- με στόχο να χαλαρώσει τη νατοϊκή περικύκλωση που υφίσταται.
Η πολιτική αυτή μέχρι τώρα έχει αποδώσει καρπούς. Το βλέπει κανείς με την κατοχή σημαντικού μέρους της Συρίας, με την παρουσία στη Λιβύη, την επέκταση προς τα βόρεια μετά τον πόλεμο κατά της Αρμενίας, με την διείσδυση στις χώρες της Αφρικής. Και βέβαια με τις συνεχείς απειλές και τα τετελεσμένα σε Κύπρο, Αιγαίο και Ν.Α. Μεσόγειο. Παράλληλα η Τουρκία έχει συνάψει σημαντικές οικονομικές και στρατιωτικς συμφωνίες με τη Ρωσία ενώ παραμείνει σημαντικός οικονομικός εταίρος της Ε.Ε. και των ΗΠΑ.
Η πολιτική αυτή είναι ενταγμένη σε ένα πιο στρατηγικό σχέδιο επέκτασης της επιρροής και της δύναμης της Τουρκίας στην περιοχή αφού η τρέχουσα διεθνής συγκυρία το καθιστούσε εφικτό. Στην πραγματικότητα η αποδυνάμωση των ΗΠΑ όπως εκφράστηκε με την -μικρή ή μεγαλύτερη- αποχώρησή τους από την Μ. Ανατολή και ο διχασμός της Ε.Ε. -με την αδυναμία της για παρέμβαση στην περιοχή- διαμόρφωσαν τους όρους για τις σημαντικές επιτυχίες της Τουρκίας.
Η κρίση των Πρέσβεων
Η διακηρυγμένη πρόθεση του Ερντογάν να κηρύξει ανεπιθύμητους 10 πρεσβευτές δυτικών χωρών (Καναδάς, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Νέα Ζηλανδία και ΗΠΑ) με αφορμή κοινή τους έκκληση για μια δίκαιη δίκη του φυλακισμένου Τούρκου εκδότη Καβαλά εντάσσεται σε αυτή την πολιτική.
Η Τουρκία, με ακραίο τρόπο, θέλησε να στείλει μήνυμα στη Δύση ότι δεν ανέχεται παρεμβάσεις στο εσωτερικό της χώρας. Το μήνυμα ότι έχει μετεξελιχθεί σε μια περιφερειακή δύναμη μεγάλου βεληνεκούς, αντίστοιχη εκείνων που υπέγραψαν τη δήλωση, που απαιτεί σεβασμό των αποφάσεων της σε εσωτερικά ζητήματα, αντίστοιχο με την ανοχή που δείχνουν όλες οι σύμμαχες της χώρες στην κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου στη Συρία, στη Κύπρο, στο Αιγαίο, στη Λιβύη.
Ανεξάρτητα από το εάν το μήνυμα αυτό απευθυνόταν και στο εσωτερικό ακροατήριο, εν μέσω οικονομικής κρίσης και μείωσης της επιρροής του Ερντογάν, είναι σαφές ότι κύριος παραλήπτης ήταν η δυτική συμμαχία και κύριος στόχος η δια του εκβιασμού απόσπαση ανοχής για τα επόμενα επεκτατικά της βήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η επίδειξη πυγμής έγινε αμέσως μετά την άρνηση του Αμερικανού πρόεδρου να συναντηθεί με τον Ερντογάν στο περιθώριο της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής του ΟΗΕ καθώς και του ψυχρού κλίματος στη συνάντηση Ερντογάν-Πούτιν για το θέμα της Συρίας. Οι εξαγγελίες Ερντογάν σχετικά με τους 10 πρέσβεις έγιναν σε αυτό το πλαίσιο και δεν ήταν παρορμητικές.
Είναι άγνωστο το εάν ο Ερντογάν θα τραβούσε το σχοινί μέχρι τέλους ώστε να οδηγήσει την Τουρκία σε μείζονα διπλωματική κρίση με τη Δύση. Το τουρκικό καθεστώς ουδέποτε έχει αφήσει να εννοηθεί ότι σχεδιάζει να συγκρουστεί ανοικτά με τη δυτική συμμαχία. Απαιτεί, εκβιάζει αλλά προσφέρει και υπηρεσίες
Αμοιβαίες υπαναχωρήσεις και συνέχιση του παζαριού
Είναι άγνωστο το εάν ο Ερντογάν θα τραβούσε το σχοινί μέχρι τέλους ώστε να οδηγήσει την Τουρκία σε μείζονα διπλωματική κρίση με τη Δύση. Το τουρκικό καθεστώς ουδέποτε έχει αφήσει να εννοηθεί ότι σχεδιάζει να συγκρουστεί ανοικτά με τη δυτική συμμαχία. Απαιτεί, εκβιάζει αλλά προσφέρει και υπηρεσίες, με τελευταίο παράδειγμα την προθυμία να αναλάβει ειδικό ρόλο στο Αφγανιστάν.
Είναι όμως βέβαιο ότι το πρόσχημα για υπαναχώρηση και ακύρωση της απόφασης απέλασης το έδωσε η αμερικανική πλευρά με την ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών ότι σέβεται το άρθρο 41 της Σύμβασης της Βιέννης για τις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις, δηλαδή την αποφυγή εμπλοκής στις εσωτερικές υποθέσεις της φιλοξενούσας χώρας. Δήλωση που έσπευσαν να συνυπογράψουν και οι υπόλοιποι 9. Ο διεθνής τύπος έκανε λόγο για υπαναχώρηση της Τουρκίας ή στην καλύτερη περίπτωση ότι η αντιπαράθεση κατέληξε σε ισοπαλία. Ο Ερντογάν από την πλευρά του δήλωσε ότι οι δυτικές κυβερνήσεις θα είναι πια «πιο προσεκτικές στις δηλώσεις τους» και συμπλήρωσε: «Πώς λένε πως υποχώρησα εγώ; Εγώ είμαι σε επίθεση. Στο δικό μου βιβλίο δεν υπάρχει η λέξη της υποχώρησης».
Βέβαια, η δημιουργία εντυπώσεων αποτελεί τη δευτερεύουσα πλευρά του θέματος. Το σημαντικό είναι ότι οι δυτικοί «εργολάβοι» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν διακινδύνεψαν μια πλήρη ρήξη με την Τουρκία. Επέλεξαν να συνεχίζουν τα παζάρια για διευθετήσεις που θα διατηρήσουν την Τουρκία στη Δύση με ή χωρίς τον Ερντογάν.
Υπάρχει όμως ένα συμπέρασμα πιο σημαντικό. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος έχει επενδύσει ως μοναδική οδό αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού την «προστασία» από τους δυτικούς εταίρους. Έχει μάλιστα καταφέρει να παραχωρήσει σε ΗΠΑ και Ε.Ε. κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας ως διαπραγματευτικά ατού και «αντισταθμιστικά οφέλη» στην προσπάθεια συγκράτησης της Άγκυρας. Την ίδια στιγμή η δυνατότητα επηρεασμού της Τουρκίας εξασθενίζει ακόμα και σε θέματα «χαμηλής ισχύος» όπως στην περίπτωση της κρίσης των πρέσβεων. Φαντάζεται κανείς τι θα συμβεί όταν η Άγκυρα επιχειρήσει τον τελικό εκβιασμό σε Κύπρο και Αιγαίο;
Δηλώσεις ενδεικτικές προθέσεων
Η λήξη της κρίσης των πρέσβεων βρίσκει την Τουρκία να υπερέχει στα σημεία. Είναι πια πιθανό ότι η άρνηση του Μπάιντεν να συναντηθεί με τον Ερντογάν δεν θα έχει συνέχεια και επίκειται ραντεβού στη Γλασκόβη, στο περιθώριο της Διεθνούς Διάσκεψης για το Κλίμα. Είναι χαρακτηριστική η ανακοίνωση του αμερικανικού ΥΠΕΞ: «Η κυβέρνηση Μπάιντεν αναζητά τη συνεργασία με την Τουρκία πάνω σε κοινές προτεραιότητες και, όπως και με κάθε σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, θα συνεχίσουμε να δεσμευόμαστε σε διάλογο για να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε διαφωνία». Όχι τυχαία, και παρά τις απαγορεύσεις της αμερικάνικης νομοθεσίας, ο Λευκός Οίκος εξετάζει θετικά τα αίτημα Ερντογάν για ένα νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας με αγορά και αναβαθμίσεις των αεροπλάνων F-16 που διαθέτει.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Γουάνγκ Γι, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στη Αθήνα δήλωσε: «Με χαρά διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία εξέφρασαν πρόσφατα τη θέλησή τους να διευθετήσουν τις διαφορές τους μέσω διαπραγματεύσεων».
Από το χορό κατευναστικών δηλώσεων δεν θα μπορούσε να λείψει η Γερμανία. Ο κυβερνητικός της εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, με αφορμή την επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα, δήλωσε: «Πεποίθησή μας είναι ότι οι σχέσεις γειτονίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι σημαντικές και προς το συμφέρον όχι μόνο αυτών των δύο χωρών, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης».
Το χορό των δηλώσεων έκλεισε ο υπεύθυνος της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας Φαχρετίν Αλτούν που δήλωσε ότι «η κυβέρνησή μας σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη δεν θα διστάσει να κάνει και άλλα βήματα, που θα δείξουν ότι δεν πρόκειται να κάνει καμία παραχώρηση από την εθνική κυριαρχία μας».
Όλα καλά λοιπόν, κι έτσι από το μακρινό Ριάντ, ο Κ. Μητσοτάκης διαπίστωσε με άνεση ότι η Τουρκία δεν συνιστά γεωπολιτική απειλή για τη χώρα μας…