Του Κωνσταντίνου Πουλή
Είναι ακόμη μία κορυφή. Την είδα, ήθελα να τολμήσω και το έκανα.
Σάκης Ρουβάς
Να τραγουδήσει κάποιος μέτρια ή ακόμη και απαίσια ένα διάσημο έργο στην πλατεία της Νέας Σμύρνης είναι μικρό το κακό. Ακόμη και το γεγονός ότι εμπλέκεται οργανωτικά ένας δήμος είναι σχεδόν αδιάφορο, αν αναλογιστεί κανείς πόσο φάλτσο και πόση ανοησία φιλοξενείται κάθε χρόνο σε δημοτικές εκδηλώσεις. Αυτό που με κεντρίζει σε αυτή την ιστορία είναι μόνο τα επιχειρήματα των υπερασπιστών, και ως προς τη διάδοση και ως προς την ένταση.
Η δήλωση του Σάκη Ρουβά για την κορυφή είναι χαρακτηριστική του κλίματος της εποχής.Όλα τα περιεχόμενα είναι ακατανόητα και αδιάφορα. Το μόνο που έχει σημασία είναι «οι κορυφές». Για τις κορυφές ισχύει αυτό που είχε πει ο Μάλλορυ για το Έβερεστ, όταν τον ρώτησαν γιατί να θέλει να το κατακτήσει, και απάντησε «γιατί υπάρχει». Εξάλλου, ως προς το περιεχόμενο, όταν προσπεράσει κανείς την «εθνικολογία» για την οποία προειδοποιούσε ο Π. Μπουκάλας, το Άξιον Εστί είναι ένα ποίημα εξαιρετικά δυσπρόσιτο. Ο Μπιθικώτσης κατόρθωσε αυτό που σχεδόν κανείς άλλος δεν θα μπορούσε: να φέρει το έργο σε επαφή με πλατειές μάζες. (Δεν είναι τυχαίο ότι τα κομμάτια που είπε ο Δημήτριεφ τα έφαγε η μαύρη μαρμάγκα συγκριτικά). Ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε χωρίς να καταλαβαίνει, στίχους που ποτέ κανείς ακροατής δεν θα καταλάβει, και μπόρεσε να τους περάσει στο κοινό. Πώς; Ως εκ θαύματος. Ακριβώς όπως ο Ξυλούρης μπόρεσε να περάσει στο κοινό το «Ζαβαρακατρανέμια». Διότι ισχυρίζομαι ότι τον υπέροχο στίχο «Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά / και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα» δεν τον έχει καταλάβει ποτέ κανείς ακούγοντας το τραγούδι. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι σιγοψιθυρίζουν «ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή». Το Άξιον Εστί είναι ποίημα απροσπέλαστο στον μη εξοικειωμένο αναγνώστη της ποίησης. Όμως είπαμε, σημασία έχουν οι κορυφές, δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ το πρεστίζ. Έτσι επιλέγονται και τα έργα. Έτσι δομείται και η υπεράσπιση.
***
Επειδή σημασία έχει μόνο η επιτυχία, κάθε αμφισβήτηση είναι ύποπτη και ενδεικτική συμπλεγμάτων, φθόνου. Απαγορεύεται να πεις ότι ο Ρουβάς έχει αφιερώσει τη ζωή του στη χαμογελαστή μακαριότητα της ποπ γυμναστικής, γιατί αμέσως ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά της υπεράσπισης του«καταξιωμένου στην πιάτσα». (Ενίοτε με ευφημιστικά τρικ όπως «εμένα δεν μου αρέσει, αλλά είναι καλός επαγγελματίας» κ.τ.ό.)Αυτή η κριτική δείχνει ουσιαστικά μόνο το δέος με το οποίο αντιμετωπίζουν τη διασημότητα οι άνθρωποι χωρίς κριτήρια. Και επειδή δεν μπορείς να ασκήσεις κριτική χωρίς να σε κατηγορήσουν ότι ζηλεύεις, σπεύδω να σας ενημερώσω ότι οι κοιλιακοί μου είναι εξόχως γραμμωτοί και τα δόντια μου λαμπερά και ολόισια.
Ο πειρασμός ενός ικανού καλλιτέχνη να κερδίσει δόξα και πλούτη εις βάρος της τέχνης του είναι μεγάλος. Λένε πως μία τέτοια περίπτωση ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Αδιαφόρησε για τους επαίνους του Ροντήρη και έγινε η γνωστή ξανθοπαιδούλα του εμπορικού σινεμά. Όταν μετά αποφάσισε κι εκείνη να ερμηνεύσει Αντιγόνη (Νιάου νιάου η Αντιγονούλα, ήταν ο τίτλος μιας από τις αρνητικές κριτικές που γράφτηκαν τότε), αντιμετώπισε τη δυσπιστία της κριτικής,αφού είχε εθίσει το κοινό της στο νάζι της βαμμένης μπούκλας για δεκαετίες. Και αν θέλει να καταφύγει κανείς στα παραδείγματα όπου ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί τον Βέγγο ή ο Θεοδωράκης τον Ζαμπέτα και τον Μπιθικώτση, εκεί νομίζω ότι το πράγμα λειτουργεί αντίστροφα: δεν τους ανέσυραν από κανέναν βούρκο, οι άνθρωποι αυτοί ήταν ήδη μεγάλοι καλλιτέχνες.
***
Έχω δει τον Τέρενς Χιλ σε βοηθητικό ρόλο στον Γατόπαρδο του Βισκόντι. Τον φαντάζομαι σε καλοκαιρινή παρέα να διηγείται «και του λέω του Λουκίνο…» κ.λπ. Όμως θα τον θυμόμαστε (όσοι περάσαμε τέτοια παιδικά χρόνια) από τις ταινίες με τις μπουνιές δίπλα στον Μπαντ Σπένσερ. Το ίδιο με τον Μελ Γκίμπσον όταν αποφάσισε να αφήσει τις ταινίες δράσης για να ερμηνεύσει τον κατ’ εξοχήν ήρωα που δεν δρα, τον Άμλετ. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Έχω δει τον Ψάλτη και τον Μουστάκα να μας μιλούν σε εκπομπή του Γεωργουσόπουλου για τον Κουνκαι δεν ξέρω τι άλλο, με συγκίνηση και ιερό θαυμασμό. Το ερώτημα πάντοτε παραμένει: εσύ, στον χρόνο που είχες, με τα μέσα που είχες, ποιον υπηρέτησες; Με τι συνέδεσες τη ζωή σου; Αν πρόκειται για το σχήμα της μετανοημένης κοκότας, που (μόλις αρχίσει να μεγαλώνει λίγο, δηλαδή εκ του ασφαλούς) ζητεί συγχώρεση για να επιστρέψει στον ίσιο δρόμο, ο καθένας μπορεί να την αγαπήσει κατά το γούστο του.
Ωστόσο, η δυσπιστία του κοινού είναι το λιγότερο που μπορεί να περιμένει κανείς. Η πιο σκληρή αλήθεια είναι πως στην τέχνη κανείς δεν εμφανίζεται παρθένος, αλλά με ό,τι έχει κάνει, πει, πιει, φάει και φτύσει σε όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό και τέτοιες ξαφνικές μεταμορφώσεις δεν έχουν πολλές ελπίδες. Έμεινα έκπληκτος κάποτε διαβάζοντας ότι ο 57χρονος κύριος που είχε σκηνοθετήσει τα Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο ήταν ως τότε διαφημιστής, που είχε κάνει άλλη μία ταινία πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Η απορία μου λύθηκε όταν είδα τις διαφημίσεις που είχε σκηνοθετήσει! Γιατί πολύ απλά δεν γίνεται, σε καμία τέχνη, να μασάς κουκιά και να μολογάς ραδίκια, ξαφνικά να ακούγεται η φωνή σου σαν κάτι άλλο από αυτό που υπήρξες.
***
Αυτή η αλήθεια είναι πολύ πιο σκληρή από το τι θα πει ο κάθε κριτικός ή αν θα γιουχάρει το κοινό ή εγώ. Έτσι κι αλλιώς το κοινό αρέσκεται τόσο στην κακή τέχνη, που δεν είναι καθόλου απίθανο να του αρέσουν όλα. Εξάλλου η εποχή μας είναι γνωστό ότι δεν ξεχωρίζει τα σίριαλ του Παπακαλιάτη από την Επίδαυρο.
Δεν πιστεύω ότι το Άξιον Εστί παθαίνει τίποτα από μια κακή ερμηνεία, αλλά και ούτε ότι κανείς καθαγιάζεται επειδή ερμήνευσε ένα σπουδαίο έργο. Έτσι νομίζουν όλοι οι θεατρίνοι που γυρνοβολάνε τις καλοκαιρινές πιάτσες «ερμηνεύοντας»Αισχύλο, ενώ αυτό που κάνουν είναι απλώς να κωλοτρίβονται στο καλλιτεχνικό μεγαλείο, σαν νάνοι σκαρφαλωμένοι στους ώμους γίγαντα. Κατά βάθος όμως ισχύει αυτό που είχε πει ο Ντίνος Ηλιόπουλος:«Με τούτα και μ’ εκείνα, αυτή ήταν η πορεία μου στο θέατρο. Κι αν δεν ήταν με τον Σαίξπηρ ή τον Σοφοκλή, λυπάμαι, αλλά η τέχνη ή είναι παντού ή δεν είναι πουθενά». Να μια φράση που αξίζει να σκεφτούμε.