…Μην ανησυχείτε. Δεν μπορεί να χαθεί ούτε κόκκος απ’ ό, τι είναι αληθινά πολύτιμο.
Θα ήταν πολύ αδύναμη η αγάπη μας αν φοβόμαστε για όσα αγαπάμε. Μην ταράζεστε όταν κάστρα, παλάτια, εικόνες, βιβλία, καταστρέφονται. Καλό θα ’ταν να διασωθούν για το λαό, μα ο λαός κι αν τα χάσει όλ’ αυτά δεν θα χάσει το παν. Ένα παλάτι που καταστρέφεται δεν είναι παλάτι. Ένα κάστρο που σαρώνεται από προσώπου γης δεν είναι κάστρο. Ένας τσάρος που γκρεμίζεται από το θρόνο του δεν είναι τσάρος. Τα κάστρα είναι στις καρδιές μας κι οι τσάροι στο κεφάλι μας. Οι αιώνιες μορφές που μας έχουν αποκαλυφθεί μπορούν να χαθούν μόνο μαζί με την καρδιά μας.
Τι νομίζετε; Πως μια επανάσταση θα ήταν ένα ειδύλλιο; Ότι η δημιουργικότητα δεν θα κατέστρεφε τα πάντα στο δρόμο της; Ότι ο λαός είναι ένα φρόνιμο παιδάκι; Ότι εκατοντάδες απατεώνες, προβοκάτορες, αντιδραστικοί, κερδοσκόποι δεν θα προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούν; Τέλος, ότι η παλιά σύγκρουση ανάμεσα στο «μαύρο» και το «άσπρο», ανάμεσα στους «μορφωμένους» και τους «αμόρφωτους», τους «διανοούμενους» και το λαό, θα μπορούσε πραγματικά να λυθεί τόσο «αναίμακτα» και «ανώδυνα»;
Μήπως αυτός που πρέπει να ξυπνήσει τώρα από τον μακραίωνα ύπνο του είσ’ εσύ; Εσύ που λες «μη μου τους κύκλους τάραττε»; Γιατί εσύ ελάχιστα αγάπησες και πολλά απαιτούνται από σένα, περισσότερα από κάθε άλλον. Δεν άκουσες ποτέ την εσωτερική, κρυστάλλινη φωνή της καμπάνας, τη μουσική της αγάπης. πρόσβαλες τον καλλιτέχνη – ναι τον καλλιτέχνη- αλλά στο πρόσωπό του πρόσβαλες την ίδια την ψυχή του λαού. […]
Ακόμη και οι καλύτεροι ανάμεσά μας ακούω να λένε: «Έχουμε απογοητευτεί από το λαό μας» και οι πιο σαρκαστικοί και σαρδόνιοι, γεμάτοι πείσμα δεν βλέπουν γύρω τους παρά προστυχιά και κτηνωδία (ενώ έχουν μπροστά στα μάτια τους τον ίδιο τον άνθρωπο). Οι καλύτεροι ανάμεσά μας λένε ακόμη: «Δεν έγινε καμία επανάσταση». Εκείνοι που διακατέχονταν από το μίσος για τον «τσαρισμό» είν’ έτοιμοι τώρα να ξαναριχτούν στην αγκαλιά του, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να ξεχάσουν αυτό που συμβαίνει σήμερα. Οι χτεσινοί «ειρηνόφιλοι» ολοφύρονται για τη «γερμανική τυραννία». Οι χτεσινοί «διεθνιστές» θρηνολογούν για την «αγία Ρωσία». Αθεϊστές από τα γεννοφάσκια τους τώρα είν’ έτοιμοι ν’ ανάψουν αναθηματικές λαμπάδες και να προσευχηθούν για τη νίκη πάνω στον εξωτερικό και τον εσωτερικό εχθρό.
Δεν ξέρω τι είναι πιο τρομαχτικό: οι εμπρησμοί και το λυντσάρισμα στο ένα στρατόπεδο ή αυτή η καταθλιπτική έλλειψη μουσικότητας στο άλλο; Θυμίζω ότι απευθύνομαι στη «διανόηση» όχι στη «μπουρζουαζία». Τούτη η τελευταία ποτέ δεν ονειρεύτηκε άλλη μουσική απ’ το πιάνο της. Γι αυτήν όλα είναι απλά: «Πολύ σύντομα θα νικήσουμε», η «τάξη» θ’ αποκατασταθεί, τα πάντα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα. το πολιτικό χρέος του καθενός είναι να προστατεύει το έχει του και το τομάρι του, οι προλετάριοι είναι «κακοποιά στοιχεία. η λέξη «σύντροφος» είναι βωμολοχία. κρατήσαμε σφιχτά την περιουσία μας – και ιδού ξημερώνει άλλη μέρα: μπορούμε ήδη να γελάμε μ’ εκείνους τους θεοπάλαβους που θέλουν, λέει, να ξεσηκώσουν όλη την Ευρώπη, ναι μπορούμε να γελάσουμε ανακουφισμένοι, βλέποντας πως κατά κάποιον τρόπο κάτι καταφέραμε να κερδίσουμε. Όχι δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι έτσι νιώθουν, γιατί ο σκοπός τους είναι ολοκάθαρος- το ατομικό συμφέρον. Γιατί είναι «ημιφωτισμένοι» ή εντελώς αδιαφώτιστοι άνθρωποι. ό,τι έχουν ακούσει όλο κι όλο είναι ό,τι τους γρύλλισαν κάποτε στο σπίτι τους και στο σχολείο. Τους ίδιους γρυλλισμούς θα πρέπει να περιμένουμε ν’ ακούσουμε κι απ’ αυτούς. […]
(Απόσπασμα από το κείμενο «οι διανοούμενοι και η Επανάσταση»
του Αλεξάντρ Μπλοκ σε μετάφραση Γ. Λυκιαρδόπουλου)