Ο συγκλονισμός της κοινωνίας δεν βρίσκει έκφραση στο πεδίο της πολιτικής. Του Γιάννη Τσούτσια

Η τραγωδία της Θεσσαλονίκης, όπου η μικρή Σάρα έσβησε μέσα στις αναθυμιάσεις που βγήκαν από ένα μαγκάλι, συγκλόνισε την κοινωνία και ανέσυρε μνήμες ξεθωριασμένες, προπολεμικές. Έτσι, όμως, συμβαίνει συνήθως. Όταν έρθει η ώρα, ακόμη και μία μονάχα ανθρώπινη ιστορία, αρκεί για να ξεκλειδώσει όλους τους ασκούς των συναισθημάτων, για να ξεχυθούν στους δρόμους, σαν χείμαρρος, οι πολλές ανάλογες πίκρες, για να βγουν στο φώς και στα επιλεκτικά τηλεοπτικά δελτία (διαλύοντας τις συμβάσεις τους), τα αληθινά δεδομένα μιας χώρας, για να έρθουν στο φώς οι πραγματικές συνέπειες της πολιτικής. Έτσι, συμβάν με το συμβάν, απλώθηκε ο συγκλονισμός στη χώρα, πήρε τους απλούς ανθρώπους, σκέπασε τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα, σκέπασε τις απεργίες, σκέπασε και τις συνήθεις δραστηριότητες της καθημερινότητας.
Τι κι αν το ξέραμε, το υποπτευόμασταν ή αν το έγραφαν οι στατιστικές; Πάντα η τραγωδία ενός μεμονωμένου ανθρώπου μπορεί να προκριθεί απέναντι σε γεγονότα τεράστιας κλίμακας, να συνταράξει, να τα σηματοδοτήσει, να τα καταστήσει αμετάκλητα υπαρκτά. Κι ας προϋπήρχαν πάμπολλα τα περιστατικά, οι αυτοκτονίες, οι θάνατοι, οι χιλιάδες ανασφάλιστοι, η απέραντη πείνα, οι ασθενείς χωρίς φάρμακα, τα συσσίτια, τα υπόγεια με το κομμένο ρεύμα.
Θα αντιτείνουν οι «πολιτικοί», οι καταμετρητές των δελτίων τηλεθέασης, ότι δεν αρκεί ένας σπινθήρας, ότι η ένταση θα υποχωρήσει. Όμως, στην περίπτωσή μας, ο συγκλονισμός, πρόσκαιρος ή μη, δεν είναι το έλασσον αλλά το μείζον. Δείχνει ότι η κοινωνία δεν είναι απαθής, δεν είναι συγκαταβατική, δεν εθίζεται, όπως λέγεται. Ο κόσμος κάνει βουβά τους λογαριασμούς του.
Συνεχίζει να ψάχνει ένα νέο συλλογικό, ενώ το κύμα αλληλοβοήθειας που ξεδιπλώνεται σ’ ολόκληρη τη χώρα δεν έχει προηγούμενο. Από τα μικρά έως τα πιο μεγάλα, συγκροτείται μια κοινωνία παράλληλη, που υπερβαίνει όλες τις διαχωριστικές και περιλαμβάνει τους πάντες. Ο απόηχος των γεγονότων από την τραγωδία της μικρής Σάρας, εγγράφεται στο πεδίο των συναισθημάτων, του φρονήματος, της κοινωνικής συνείδησης, απέχει από τη μοιρολατρία. Εκεί νοηματοδοτείται το συμβάν, εκεί δίνεται η μάχη, βουβή και υπόγεια.
Εκεί καθορίζεται η τύχη των εξελίξεων, αν αυτές θα μετεγγραφούν στον χώρο του πολιτικού ή όχι. Εκεί κρίνεται και το άμεσο, η προοπτική, αν αυτές οι δυναμικές θα αποτελέσουν εφαλτήριο για μια πορεία αντιστροφής. Έτσι δίνει τη μάχη του ο κόσμος. Χύμα, ασύντακτα, μοναχικά, έκαστος ανάλογα με το κουράγιο του.
Όμως, η μία αυτή ιστορία, ανέδειξε παράλληλα και το αδόκιμο της πολιτικής αντανάκλασής της. Ο κοινωνικός συγκλονισμός αδυνατεί να βρει έκφραση στο πεδίο της πολιτικής. Οι πρακτικές αλληλοβοήθειας δεν μετουσιώνονται σε πολιτική, τίποτα δεν βρίσκει δίοδο στη δημόσια έκφραση, στα πραγματικά γεγονότα. Στην πλειοψηφία τους αυτά, είναι σαν να μην υπάρχουν και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αδυνατεί να αναχθεί σε κάποιο αντιπολιτευτικό ζητούμενο (όπως πολλοί θα ήθελαν), π.χ. στο ότι «δεν τα βγάζουμε πέρα μ’ αυτούς» ή ακόμη χειρότερα, στο χοντροκομμένο ότι «η λύση θα ’ρθει από την Αριστερά».
Η εμπλοκή του πολιτικού είναι τόσο κραυγαλέα ακυρωμένη, που η απόστασή του από την πραγματική ζωή, ολοένα και μεγαλώνει. Ακριβώς γι’ αυτό, εντείνονται οι φυγόκεντρες τάσεις…
Σήμερα, κοντά στη απάνθρωπη όψη της κρίσης, αναδεικνύεται σε καθοριστικό το ζήτημα της επιβίωσης. Εισβάλλει ως ανάγκη και εγκαθιδρύεται. Συμφύεται με τον ατομισμό, που τροφοδοτεί διάφορες κοινωνικές εκδοχές, όπως τον κοινωνικό αυτοματισμό, το «όλα για την επιβίωση» (δηλαδή, το «όλοι εναντίον όλων»), δένεται με τη μετανεωτερική υπερανταγωνιστική λογική που ομνύει στο αλλοτριωμένο άτομο και εγκαθιστά το αξίωμα ότι «οι ικανότεροι θα επιβιώσουν». Αναπόφευκτα, αυτή η παγερή «θεωρία», μετατρέπει σε αποδεκτή τη διαπραττόμενη νέα εκκαθάριση. Καθένας οφείλει να αντιμετωπίσει το δίλλημα ατομικά και οι πιονέροι της νέας εποχής θα επιβιώσουν.
Ταυτόχρονα, μέσα σ’ αυτό το δηλητηριώδες κλίμα συμβιώνει η απάθεια, συναρτημένη με διάφορες αυταπάτες, όπως, ότι όλα τούτα αποτελούν ακραία συμβάντα της εποχής, αλλά δεν την χαρακτηρίζουν. Γι’ αυτό π.χ., παραμένει ενεργή η εμμονή σε αρχαϊκά συμβόλαια, η λαθραία νοοτροπία, ότι τάχα μπορεί να επιστρέψουμε σε προηγούμενα συλλογικά φαντασιακά, ως εάν η αναζήτηση της προοπτικής να αφορά σε συνταγές από τα παλιά.
Εντέλει, ο βαθύς και καθολικά βιωμένος συγκλονισμός, με αφορμή την τραγική ιστορία του δεκατριάχρονου κοριτσιού, θέτει, έστω δειλά, το ερώτημα της προοπτικής. Μέσα στο ζόφο των ημερών, μέσα στην καταστροφή και τη δυστυχία, και παρά την κοινωνικοπολιτική υποστροφή που ο διπολισμός σιγοντάρει, ένας νέος βιωτικός και επιβιωτικός δρόμος, στηριγμένος στη συλλογική και στην ατομική ευθύνη, θα αναζητηθεί. Για να θεμελιώσει τα πάντα από την αρχή, όχι με τα ίδια και γύρω από τους ίδιους, αλλά στη βάση μιας νέας κοινωνικοποίησης, με οδηγό τη Δημοκρατία (και όχι την Αγορά) και έναν διαφορετικό τύπου εκπροσώπησης, με χειραφέτηση (και όχι κυβερνητισμούς) στην προοπτική μιας νέας πολιτείας. Κι αν όλα αυτά φαντάζουν ακόμη παράταιρα, είναι επειδή επιμένουν να τα παραγνωρίζουν τα κάθε λογής πολιτικά μαγειρεία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!