Το παρόν σημείωμα δεν αποτελεί μια συνολική αποτίμηση των αποτελεσμάτων των περιφερειακών, δημοτικών και των ευρωεκλογών, αλλά την απόπειρα μιας πρώτης ερμηνείας της μεταστροφής που συντελέστηκε με τη μεγάλη μετακίνηση του εκλογικού σώματος από το ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.Δ.

 

Βασικός, κατά την άποψή μου, λόγος της συντριπτικής ήττας του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑ-Τσίπρα, τόσο στις ευρωεκλογές, όσο και στις περιφερειακές και δημοτικές, ήταν η μακροχρόνια και υπόκωφη συσσωρευμένη κοινωνική οργή απέναντι στην πιο αλαζονική και αμετροεπή κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, σε όλο το διάστημα που κυβέρνησε. Παρά το παρακινδυνευμένο της απάντησης στο εύλογο ερώτημα αν κατά βάση υπερψηφίστηκε η Ν.Δ. ή καταψηφίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, φρονώ πως μάλλον συνέβη κυρίως το δεύτερο.

Όταν δεν υπάρχουν συγκροτημένες συλλογικότητες ευρείας κλίμακας, όταν στο πολιτικό πεδίο δεν υπάρχουν εναλλακτικές διέξοδοι, όταν ο κόσμος που προσπαθεί πρωτίστως να επιβιώσει, δεν μπορεί να είναι πολίτης, αλλά απλά ψηφοφόρος, συμπεριφέρεται ως οιονεί αγέλη, συγκλίνοντας ενστικτωδώς σε συμπεριφορές που μπορούν εδώ και τώρα να τον απαλλάξουν τουλάχιστον από μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, από ένα ψυχολογικό βάρος. Μήπως άλλωστε και κατά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, όταν το κίνημα των αγανακτισμένων και των πλατειών ηττήθηκε, δεν λειτούργησε ανάλογα εκτοξεύοντας τα ποσοστά του από το 4% στο 16,78% (Μάιος 2012) και 26,89% (Ιούνιος 2012);

Το εκλογικό σώμα τους τιμώρησε για το αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας τους. Για την ασφυξία που δημιουργούσε στην κοινωνία η δυσοσμία που εξέπεμπαν οι πρακτικές τους. Για τους υπουργούς και κομματικούς παράγοντες με τους μηχανισμούς βολέματος των «δικών μας παιδιών», τη Δούρου, τον Πολλάκη, τον Παππά και όσα συμβόλιζαν με τα λόγια και τα έργα τους. Για τις άθλιες συναλλαγές με ρετάλια της πολιτικής και τον απροκάλυπτο εξευτελισμό θεσμών προκειμένου να ικανοποιήσουν την ακόρεστη δίψα τους για εξουσία. Η πρώτη φορά αριστερά συγχρωτίστηκε, στήνοντας «γέφυρες», με όλους τους ανερμάτιστους καιροσκόπους, ανεξαρτήτως πρόσημου, που αενάως προσχωρούσαν στην εξουσία –με μόνο εφόδιο τη δίψα για ιδιοτελή οφέλη–, εκτοξεύοντας τον αμοραλισμό σε νέα θεότητα. Ο συναγελασμός με την επιχειρηματική ελίτ, τα βοσκοτόπια του Καλογρίτσα, οι Πετσίτηδες, οι χλιδάτες διακοπές του κουρασμένου πρωθυπουργού και υπουργών του με τα κότερα και τα πούρα ήταν το αποκορύφωμα της θλιβερής τους πορείας. Το υπεροπτικά διαλαλούμενο «ηθικό πλεονέκτημα» και το κήρυγμα του πολέμου κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής των «άλλων», ήταν τελικά το τελευταίο φύλο συκής που εξέπεσε παταγωδώς.

Για την πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας στη ρητορική τους. Προσβάλλοντας απροκάλυπτα την κοινή λογική και τη νοημοσύνη ενός μέσου ανθρώπου, επέμεναν πεισματικά να παρουσιάζουν μια εικονική πραγματικότητα η οποία δεν υπήρχε, αδιαφορώντας για τις προφανείς διαψεύσεις, αλλά και την αρνητική εικόνα που δημιουργούνταν στην κοινή γνώμη. Ίσως αυτή η εικονική πραγματικότητα είχε κατορθώσει να δημιουργήσει την εντύπωση ενός αήττητου, ενώ στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απωλέσει εδώ και καιρό την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, που με την ευκαιρία των εκλογών δόθηκε η ευκαιρία να αποτυπωθεί με την ένταση που φόρτισαν τα τελευταία αποκαλυπτικά γεγονότα.

 

Η περιφρόνηση του λαϊκού αισθήματος

Η περιφρόνηση του λαϊκού αισθήματος, όπως εκδηλώθηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά και από τη μνημονιακή πορεία του ΣΥΡΙΖΑ με τη μετατροπή του αποτελέσματος ενός νοθευμένου δημοψηφίσματος από συντριπτικό «Όχι» στην κωλοτούμπα του «Ναι» που καθιέρωσε ως ελληνική πατέντα, έδειξε ότι ο Τσίπρας είναι αδίστακτος υπογράφοντας το χειρότερο μνημόνιο. Όμως δεν έχασε μόνον στη Μακεδονία και δεν καταδικάστηκε μόνον για τις Πρέσπες. Δεν τιμωρήθηκε μόνον στην Ανατολική Αττική και δεν πλήρωσε μόνον το Μάτι. Παρόλο που η διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ στην Ανατολική Αττική στις ευρωεκλογές ανήλθε σε 15% και στη Μακεδονία περίπου 15% κατά μέσο όρο, η κατάρρευσή του ήταν ευρύτατη και επεκτείνεται σε όλη την επικράτεια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο πρωθυπουργός πλήρωσαν τον ενταφιασμό της ελπίδας για μια πραγματική πολιτική αλλαγή το 2015, και στη συνέχεια. Αποδεικνύεται, μάλλον, ότι ο κόσμος που τότε τους ψήφισε, επειδή τους πίστεψε, ως κάτι το νέο και διαφορετικό, και επένδυσε στο αντιμνημονιακό τους πολιτικό αφήγημα, για να διαψευσθεί οικτρά πολύ σύντομα, παρά την καθήλωση των αντιδράσεων τότε, ήρθε η ώρα να εκδικηθεί. Η απογοήτευση όσων ενέπνευσε, όχι μόνο με το δικό του μνημόνιο, αλλά και η υιοθέτηση όλων των χειρότερων πρακτικών του προηγούμενου πολιτικού συστήματος, που υποτίθεται ότι πολεμούσαν, υπέβοσκε για τόσο μεγάλο διάστημα και διογκωνόταν. Τελικά αυτή η κοινωνική «βουβαμάρα», αποδείχτηκε η ηρεμία πριν από την καταιγίδα.

Για την προκλητική αλαζονεία και το απύθμενο θράσος του μεγάλου τιμονίερη τους. Η θεοποίηση του Τσίπρα από ένα κομματικό μηχανισμό μετριοτήτων, καιροσκόπων, φαίνεται πως τον οδήγησε σε ακραία ναρκισσιστικά επίπεδα αλαζονείας, ώστε να θεωρεί εαυτόν Μεσσία που ήρθε να σώσει την Ελλάδα από το παλαιό, κακό πολιτικό σύστημα, που ήρθε η ώρα να την πληρώσει ακριβά.

Για την υπερφορολόγηση των χαμηλών εισοδηματικά και μικρομεσαίων στρωμάτων, που κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν όχι μόνο λόγω των περικοπών του τρίτου μνημονίου, αλλά επωμίστηκαν επιπλέον με την χρηματοδότηση των υπερπλεονασμάτων εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους και της επιδοματικής πολιτικής με ψιχουλάκια στους εξαθλιωμένους (τους «πολλούς(;)»). Όλοι αυτοί ασφυκτιούν από τα συνεχιζόμενα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, που καταλήγουν σε μία αδιέξοδη «επιδοματική» πολιτική. Αγρότες και ελεύθεροι επαγγελματίες, που καταψήφισαν την κυβέρνηση Σαμαρά για τον ΕΝΦΙΑ, βρέθηκαν πλέον να πληρώνουν αυξημένους φόρους εισοδήματος και εισφορές.

Πρόκειται για ένα φοροκρατικό καθεστώς, χωρίς την ανταποδοτικότητα των φόρων του «κοινωνικού κράτους», που επιβάλλονται οριζοντίως, ανεξαρτήτως εισοδηματικών απολαβών, ακόμη και σε πλασματικές αξίες, για να τροφοδοτούν κυρίως τη γραφειοκρατία και τους ξένους «δανειστές» του κρατικού «χρέους».

Τους τιμώρησε γιατί περιφρόνησαν την αξιοπρέπεια τους, όταν μοίραζε φιλοδωρήματα μια εβδομάδα πριν τις εκλογές. Γιατί βίαζε τη λογική τους. Όλοι κατάλαβαν ότι επιχειρούσε να εξαγοράσει την ψήφο τους με μερικά (ευρώ) ψίχουλα. Όταν μόνο με το νόμο Κατρούγκαλου πολλοί συνταξιούχοι έχουν απωλέσει δύο τουλάχιστον συντάξεις ετησίως, το φιλοδώρημα των 250 ευρώ, είναι ξεδιάντροπη κοροϊδία. Πήραν το φιλοδώρημα και τον τιμώρησαν, όπως αξίζει σε κάποιον που επιχειρεί να σε κοροϊδέψει. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του exit poll που παρουσίασε ο ANT1, ποσοστό 39,9% των συνταξιούχων ψήφισε Νέα Δημοκρατία, 29,3% ΣΥΡΙΖΑ.

 

Συντηρητικοποίηση ή κάτι άλλο;

Σημαίνουν όλα τούτα μια συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος ή μήπως σηματοδοτούν κάτι διαφορετικό;

Ένα κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα που δεν μπορεί να αποκτήσει την πολιτική ιδιότητα του λαού, αλλά είναι απλά πληθυσμός, δεν έχει άλλες επιλογές αντίδρασης, παρά να αδράξει τη στιγμή που του δίνεται μια ευκαιρία «έκφρασης». Από τη στιγμή που το πολιτικό πεδίο –όχι ως δημοκρατικό άθλημα, αλλά ως διαμεσολαβημένο σύστημα χειραγώγησης–, είναι το δεδομένο «συντηρητικό σύστημα», ασφαλώς και θα αξιοποιήσει προς δικό του όφελος την αντίδραση αυτή. Δεν συνέβη όμως καμιά στροφή. Το μνημονιακό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε το 2010 με κατάληξη τη μεταβολή της χώρας σε προτεκτοράτο έχει εμπεδωθεί, θεσμοποιηθεί, αποκρυσταλλωθεί, και μάλιστα με τη σφραγίδα του ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία και δεινότερη φάση του, δεν ανατρέπεται ούτε με ψηφοφορίες, ούτε με απλές κοινοβουλευτικές εναλλαγές.

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί την καταψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε η Ν.Δ. Στο νέο διπολισμό που έχει διαμορφωθεί, αυτός φαίνεται ότι ήταν ο μόνος εκκωφαντικός τρόπος εκδήλωσης της δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος προς το ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος της άμεσης απομάκρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από τη διακυβέρνηση της χώρας, μια υπόγεια όπως φαίνεται και για καιρό υποβόσκουσα επιθυμία της πλειοψηφίας, ένα ρεύμα ανάλογο με εκείνο που ανύψωσε το ΣΥΡΙΖΑ το 2012 στην αξιωματική αντιπολίτευση, ένα συλλογικό ένστικτο, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους πολιτικής προοπτικής και λογικής. Η Ν.Δ. εξάλλου έγκαιρα είχε αφουγκρασθεί το λαϊκό αίσθημα γύρω από το εθνικό ζήτημα που έγειρε η Συμφωνία των Πρεσπών και το αξιοποίησε. Ο κόσμος φοβάται ότι η παρούσα κυβέρνηση, πέραν των πληγών που άνοιξε το εν λόγω ζήτημα είναι πολύ επιρρεπής και για άλλες εθνικές μειοδοσίες. Όπως φαίνεται οι διεργασίες αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος εν συνόλω, δεν βρίσκονται στον ορίζοντα των προβληματισμών της κοινωνικής πλειοψηφίας, που δρα σπασμωδικά, εφήμερα, με το θυμικό και τις ανάγκες της βραχυπρόθεσμης επιβίωσης και δεν έχει στην παρούσα φάση αξιόπιστες εναλλακτικές επιλογές, αλλά μόνο μειωμένες προσδοκίες.

Σημειώνονται αυτά για να υποδειχθεί ότι δεν στράφηκε τάχα η κοινωνία σε μια ακραία νεοφιλελεύθερη προτίμηση προς τη Ν.Δ. του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω, δεν τον προβάλει στη ρητορική του, ως εναλλακτικό αφήγημα του «προοδευτικού» ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται, και όπως πολλοί εξ αριστερών του υιοθετούν, πριμοδοτώντας τον εκφοβιστικό του λόγο.

Αντίθετα επενδύει σε ένα πραγματικό σημαντικό ζήτημα, την υπερφορολόγηση, που απασχολεί ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, υποσχόμενος μια άλλη πολιτική, εντός πάντα των μνημονιακών πλαισίων, που εξ’ άλλου έχουν γίνει αποδεκτά, όχι μόνο από το σύνολο του κατεστημένου πολιτικού συστήματος, αλλά και ως μονόδρομος (ΤΙΝΑ) από την υποταγμένη, στην παρούσα φάση, κοινωνία. Το αν το αφήγημα αυτό αποτελεί μια άλλη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή, έναντι εκείνης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ασφαλώς ζητούμενο, μιας και μετά την απομάκρυνση από την κάλπη, ουδεμία «πλάνη» αναγνωρίζεται.

Θα πρέπει, άλλωστε, να κατανοήσουμε το νεοφιλελευθερισμό, που έχει επικρατήσει παγκοσμίως, όχι απλά ως μια οικονομική πολιτική (ενός ή περισσοτέρων κομμάτων) των κυρίαρχων απέναντι στην «κρίση» του καπιταλισμού, αλλά ως νέο λογισμό του κόσμου, ο οποίος καθιστά τον ανταγωνισμό τον απόλυτο κανόνα συμπεριφοράς που δεν αφήνει άθικτη τη σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αν ο λόγος των αριστερών σχημάτων, που επένδυσαν τόσα πολλά στις ευρωεκλογές, παρά τον αντιευρωπαϊσμό τους, δεν πείθει θα πρέπει ενδεχομένως να αναζητήσουν αλλού τα αίτια της δικής του αποτυχίας, παράλληλα με αυτή του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο κεφάλαιο, που θα πρέπει να εξετασθεί με μεγάλη προσοχή.

 

Τι ψήφισαν στο Μάτι και στη Μάνδρα

Μπορεί οι 24 νεκροί από τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική (Μάνδρα, Νέα Πέραμο, Μαγούλα και Ελευσίνα) το Νοέμβριο του 2017 να ξεχάστηκαν, αλλά η μνήμη από την άθλια αντιμετώπιση των 102 νεκρών και των συγγενών τους στη πυρκαγιά που ξέσπασε στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, λόγω της γραφειοκρατίας και της αδιαφορίας του κρατικού μηχανισμού, είναι ακόμη νωπή. Εγκατέλειψε αβοήθητος τους πολίτες εκείνη τη θλιβερή νύχτα, έπαιξε με το μυαλό τους, προσπάθησε να τους εξαπατήσει.

Στις ευρωεκλογές στην Ανατολική Αττική, η Ν.Δ. σημειώνει αύξηση 14,71% και ο ΣΥΡΙΖΑ μείωση 5,17%. Πιο αναλυτικά, η Ν.Δ. έλαβε το 36,49% των ψήφων έναντι 21,78% το 2014 και ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το 21,75% των ψήφων έναντι 26,92% το 2014. Στη Δυτική Αττική, η Ν.Δ. σημείωσε αύξηση 9,78% και ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε μείωση μόλις 2,97%. Πιο αναλυτικά, τα ποσοστά της ΝΔ αυξήθηκαν από 16,91% σε 26,69% και του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκαν σε 24,07% έναντι 27,04% το 2014.

 

Πώς ψήφισε η Μακεδονία

Χωρίς αιδώ και την παραμικρή αίσθηση ευθύνης, χωρίς εθνική συναίνεση, ο Αλ. Τσίπρας υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών, εκπληρώνοντας τις επιθυμίες και στοχεύσεις του ευρωαντλαντικού πάτρωνα, αλλά και σε πλήρη αρμονία με τις μειοψηφικές κοινωνικά απόψεις των στελεχών του, αδιαφορώντας για τη γνώμη των «πολλών», στους οποίους όψιμα ομνύουν. Έγραψε στα παλιά, «αριστερά» του παπούτσια τους πολίτες που διαφωνούσαν και μάλιστα τους κατηγόρησε ως φασίστες ή ακροδεξιούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ στη Μακεδονία να καταγράψει χαμηλά ποσοστά.

 

Ψήφοι ΣΥΡΙΖΑ στη Μακεδονία, ευρωκλογές 2019

 

Ψήφοι Ν.Δ. στη Μακεδονία, ευρωκλογές 2019

 

 

Σχετικά με την αποχή

 

Σχετικά με την αποχή, ζήτημα που αποτέλεσε αφορμή για διάφορες ερμηνείες ως βασική αιτία της εκλογικής αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνονται τα εξής:

Ως προς τις ευρωεκλογές το ποσοστό αποχής 41%, που σημειώθηκε σε όλες τις πρόσφατες εκλογές, ήταν ανάλογο με εκείνο του 2014, χαμηλότερο αυτών του 2009, και ελαφρά υψηλότερο εκείνων του 2004. Χαμηλότερο ποσοστό αποχής σημειώθηκε το 1999, αλλά αυτό είναι μια γενικότερη τάση του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα, όπου μέχρι το 1993 στις εθνικές εκλογές σημειώνονταν υψηλά ποσοστά συμμετοχής, 80%. Από το 1996 καταγράφεται μια σταδιακή αύξηση του ποσοστού αποχής, παράλληλα με την αριθμητική διεύρυνση των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012-2015 η αποχή κυμάνθηκε σε επίπεδα 35% με 37%, ενώ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 μετά τη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ σημειώθηκε άνοδος στο 43,4% (Στο δημοψήφισμα η αποχή ήταν 38% περίπου). 600.000 περίπου δεν προσήλθαν στις κάλπες, ενώ οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιανουάριο 2015 ανήλθαν σε 320.000 ψήφους. Αριθμός ψηφισάντων: 1974: 4.963.558, Σεπτέμβριος 2015: 5.566.295, 2012-2015: 6.160.000–6.380.000 εύρος. Η άνοδος αυτή του ποσοστού αποχής μετά το 1996, και ιδιαίτερα μετά το 2009, μπορεί να αποδοθεί στη διεύρυνση όσο και τη μεταβολή της σύνθεσης το εκλογικού σώματος, αλλά και στην απώλεια της ελκυστικότητας του κοινοβουλευτικού συστήματος, ως προς τη δυνατότητα να επιδρά θετικά στη ζωή τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε στις πρόσφατες ευρωεκλογές 1.334.249 ψήφους, που σημαίνει ότι απώλεσε 591.655 ψήφους από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 (ενσωμάτωση αποτελεσμάτων: 99,29%) αριθμός που θα ήταν πολύ μεγαλύτερος αν δεν είχε εγκλωβίσει χιλιάδες εξαθλιωμένα στρώματα στη λογική των «στοχευμένων επιδομάτων» και δεν είχε συμπαρασύρει και ικανό αριθμό από τις προεκλογικές ψευτοπαροχές του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!