του Σωκράτη Μαντζουράνη
Αρκετά συχνά το ερώτημα μπαίνει και ξαναμπαίνει, αμείλικτα σαφές.
Σε πολιτικές μαζώξεις, σε αριστεροπαρέες, σε κριτικές επιθέσεις «αριστερών», ακόμα και σε ατομικές, μεταμεσονύχτιες αγρύπνιες:
– Τόσα χρόνια σύντροφοι στο «κουρμπέτι», δεν βλέπατε;
– Τι σας ξέφυγε, τι δεν λογαριάσατε σωστά, εσείς οι πιο παλιοί;
– Τι σας… ξεγέλασε;
– Ήταν αυταπάτη ή ρίσκο που δεν βγήκε;
Έχει νόημα να απαντήσει κάποιος σε τούτα τα ερώτημα;
Οι όποιες απαντήσεις θα προσφέρουν κάτι σε κάποιους τώρα;
Άσε που είναι μια ζόρικη κουβέντα.
Θα το επιχειρήσω κι ας στεναχωρηθούμε.
Όχι για «προσωπική χρήση» και αθώωση, ούτε για λυτρωτική αυτοκριτική.
Απλά, γιατί νομίζω πως δεν είμαι ο μόνος που τον τυραννούν τούτα τα ερωτήματα.
Γιατί πολλοί «έξω απ’ τα πράγματα» σήμερα, πρέπει να ξέρουν, για να προσδιορίσουν τη στάση τους.
Γιατί αρκετοί «από μέσα», σήμερα, πρέπει να θυμούνται πώς γράφτηκε τούτο που ζούμε.
Και γιατί θα ήθελα να μη με στραβοκοιτάζουν κάποιοι που κάποτε τους είπα: Βάλτε πλάτη, μπορούμε…
Πιστεύω πως τούτο που ζούμε δεν είναι «το τέλος» της Αριστεράς, ούτε το «έργο» έχει τίτλο, «σας είδαμε κι εσάς τους αριστερούς».
Μια «στραβοτιμονιά» είναι, μια παραφωνία είναι κι αφού δεν την αποφύγαμε, είναι ανάγκη τουλάχιστον να μας διδάξει.
Και ν’ αποδείξουμε στην πράξη πως μάθαμε.
Και δεν θα μάθουμε αν δεν μιλήσουμε ανοιχτά και έντιμα, προσεχτικά και θαρραλέα, αποφασισμένοι να πετάξουμε τα «λασπόνερα», αλλά να διασώσουμε το «μωρό».
Ξέραμε!
Και ξέραμε και βλέπαμε.
Ξέραμε ανθρώπους και τη διαδρομή τους, γνωρίζαμε δυνατότητες και φιλοδοξίες, βλέπαμε τερτίπια και σχεδιασμούς, ήταν ορατός ο ρόλος τάσεων και «συλλογικοτήτων», η μεθοδικά σχεδιασμένα αξιοποίηση μιας προσχηματικής «πολυφωνίας» και καθοδηγούμενων συσχετισμών.
Ήταν κι άλλοι, αρκετοί άλλοι, που έκαναν πως ούτε ήξεραν, ούτε έβλεπαν.
Γιατί έβλεπαν αλλού κι «άλλα».
Ήταν και άλλοι, λίγοι, που αρκετά νωρίς μας είπαν πως «δεν ήταν η ώρα» και αποχώρησαν.
Δεν τους άκουσα.
Λάθος μου.
Το πολιτικό τοπίο της εποχής ήταν, πιστεύω, για «τους παλιούς» σαφέστατο.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια από την ποικιλόμορφη «δεξιά» διακυβέρνηση είχε φτάσει στο ζενίθ και η κυβερνητική αλλαγή ήταν λαϊκή απαίτηση.
Το ότι «τούτοι έπρεπε να φύγουν», ήταν δεδομένο.
Το «τι έπρεπε να έλθει», ήταν ασαφές και ζητούμενο, αλλά ταυτόχρονα λαϊκή προσδοκία, που άγγιζε τα όρια της πλήρους ανοχής:
– Ας φύγει η δεξιά κι ας κάνουν τα μισά απ’ όσα λένε!
Και οι «δρόμοι» που ανοίγονταν σε αυτή την πολιτική συγκυρία, ήταν βασικά δυο:
Ή μια «καλύτερη» διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, ή βαθύτερες κοινωνικές τομές με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό.
Πίστευα πως η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να προσλάβει σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, για δυο βασικούς λόγους:
Ο πρώτος ήταν πως προσδοκούσα ότι η «εισροή» δυναμικών αριστερών πολιτικών συλλογικοτήτων στα όργανα και τις πολιτικές επεξεργασίες του νέου πολιτικού φορέα, μπορούσε να «αριστεροποιήσει» τις δυνάμεις του ΣΥΝ.
Ο δεύτερος λόγος αισιοδοξίας μου, ήταν η διαφαινόμενη παρουσία ενός πολύμορφου και δυναμικού λαϊκού κινήματος αντίστασης, με τη μορφή «λαϊκών συνελεύσεων», «πλατειών», «δεν πληρώνω» κ.λπ.
Δυστυχώς και στις δυο εκτιμήσεις μου δεν επιβεβαιώθηκα.
Οι δυνάμεις που βγήκαν στο προσκήνιο, υπονομεύτηκαν, αφομοιώθηκαν, ξεγελάστηκαν, είτε από τους έμπειρους δεξιούς μηχανισμούς του ΣΥΝ, είτε από το βέβαιο ερχομό της κυβερνητικής εξουσίας, που καθιστούσε απαγορευτική, έως ύποπτη κάθε κριτική.
Έτσι, η σοσιαλιστική προοπτική, έγινε «αντιμνημονιακή πολιτική» και δια της διολισθήσεως, «αριστερή» διαχείριση των μνημονίων.
Ο αντικαπιταλισμός, που διακηρυσσόταν ως ιδρυτική θέση, έγινε «αντιμνημόνιο», που προσφερόταν για κυβερνητική επιβίωση.
Τελικά, η Αριστερά, κατάντησε αντιδεξιά.
Οι χρόνια στο «αριστερό κουρμπέτι» έχουμε ευθύνη για τούτη το διασυρμό της Αριστεράς.
Ευθύνη που μεγεθύνεται, όσο δε μιλάμε καθαρά για τις λάθος εκτιμήσεις που κάναμε και τις αυταπάτες που επιτρέψαμε.
Όσο η «εξήγηση» δεν γίνεται, θα κυριαρχεί η αυτολύπηση και η δράση θα είναι σε αναμονή.
Γιατί συμβάλλαμε στο να ευτελιστεί το όνειρο;
Οφείλουμε μια απάντηση.
Εμείς, οι «χρόνια στο κουρμπέτι»…