Έχει ήδη υποστηριχτεί από τις στήλες αυτής εδώ της εφημερίδας ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η χειρότερη κυβέρνηση που έχει γνωρίσει η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Και αυτό όχι μόνο γιατί εφαρμόζει χειρότερες πολιτικές από τους προηγούμενους – τέτοιες που δεν τολμούσαν καν αυτοί να φανταστούν – αλλά κυρίως γιατί άφησε τη χώρα χωρίς πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση, πιο αδυνατισμένη και πιο αποδεκατισμένη μπροστά στους κινδύνους, τις απειλές και τη διαρκή χειροτέρευση των υλικών όρων επιβίωσης.

Πλάι στα παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση χρεώνονται μια ακόμα μεγάλη επιτυχία: συνέβαλαν τα μέγιστα στην αναστήλωση – έστω και προσωρινή – του καταρρέοντος πολιτικού σκηνικού. Αρχικά, με την αναβάπτιση παλιών, χρεοκοπημένων στη συνείδηση του λαού, στελεχών του παραδοσιακού δικομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και στη συνέχεια με τις πολιτικές που εφαρμόζονται, άνοιξαν διάπλατα το δρόμο στον συστημισμό και στο ξέπλυμά του. Είναι, μάλιστα, τέτοια η επιτυχία τους που κατάφεραν να αναδείξουν σε κεντρικό πρωταγωνιστή της πολιτικής ζωής και επόμενο πρωθυπουργό της χώρας, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, τον πιο ανάλγητο αστό πολιτικό της γενιάς του, τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ο νυν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, μπόρεσε όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας εξασφαλισμένη την πολιτική του καριέρα λόγω οικογενειακού ονόματος και δικτύων πελατειακών σχέσεων, να οικοδομήσει ανέξοδα το προφίλ του πιο πιστού οπαδού του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα. Κι ενώ, από τη μία εξαπολύει μύδρους κατά του δημόσιου τομέα και εμφανίζεται ως επίδοξος εξυγιαντής του πολιτικού βίου και της οικονομίας υπογράφοντας «συμφωνίες αλήθειας» με τον ελληνικό λαό, από την άλλη έχει καταφέρει, μέσα σε 12 χρόνια κοινοβουλευτικής παρουσίας, να συνδέσει το όνομα του με όλα σχεδόν τα μεγάλα σκάνδαλα, αρχής γενομένης από αυτό της Siemens. Έχοντας εξασκηθεί σε κάθε είδους βρωμιά της ελεύθερης αγοράς, από τις off-shore εταιρείες (υπόθεση Mayo) έως τα θαλασσοδάνεια (Τράπεζα Πειραιώς), θέλει να εφαρμόσει αυτούς τους κανόνες και στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.

Πατώντας πάνω στο έδαφος της αποαριστεροποίησης που στρώνουν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, αρθρώνει ρεβανσιστικά έναν ακραία νεοφιλελεύθερο δημόσιο λόγο, επιχειρώντας να δομήσει τα αναγκαία ερείσματα για την πλήρη επικράτηση των δεξιών ιδεολογημάτων. Την ίδια στιγμή, είναι σαφές πως μια πιθανή πρωθυπουργία Μητσοτάκη δεν θα σημάνει καμία ουσιαστική αλλαγή σε ό,τι αφορά τις εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές, καθώς αυτές έτσι κι αλλιώς αποφασίζονται και σχεδιάζονται αλλού και από άλλους. Αυτό άλλωστε είναι η κεντρική παράμετρος του μνημονιακού καθεστώτος που έχει επιβληθεί στη χώρα.

Όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφουν την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και ένα σημαντικό ρεύμα ανόδου της ΝΔ. Η κεντροαριστερή φόρμουλα μπορεί να αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική από την κεντροδεξιά διαχείριση, σε ό,τι αφορά την προώθηση των μέτρων, αλλά σε κάθε περίπτωση και παρά τις κορώνες περί «ταξικής μεροληψίας» και «αριστερών αποτυπωμάτων», η φθορά της είναι εξίσου ραγδαία με αυτήν που γνώρισαν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Ωστόσο, η ψυχολογία ήττας και απογοήτευσης που έχει εμπεδωθεί στον κόσμο από τις παλινωδίες της κυβέρνησης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε μια αναστήλωση ή συμπάθεια για τη Νέα Δημοκρατία γενικότερα και πιο ειδικά για τον Κυρ. Μητσοτάκη.

Είναι σαφές πως το «δίδυμο» Τσίπρας-Μητσοτάκης είναι το χειρότερο όλης της μεταπολίτευσης. Και οι δύο είναι εξίσου επικίνδυνοι για τον λαό και τη χώρα, επειδή ακριβώς και οι δύο είναι διατεθειμένοι να υπογράψουν και να εφαρμόσουν ο,τιδήποτε φέρουν μπροστά τους οι δανειστές, φτάνει να αγκιστρωθούν στην κυβέρνηση. Πρόκειται επί της ουσίας για τις δύο όψεις του ίδιου σάπιου πολιτικού συστήματος που εδώ και 6 χρόνια υπηρετεί και αναπαράγει το αποικιακό καθεστώς που έχει επιβληθεί στη χώρα.

Ο αγώνας που πρέπει να δοθεί ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ειδωθεί ξεκομμένα από τον αγώνα για τη συνολική ανατροπή αυτού του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος. Χρειάζεται να οικοδομηθεί ένα κίνημα διεξόδου μακριά από τα διλήμματα και τον επίπλαστο διπολισμό που στήνεται, ξεκομμένο από τη λογική της ανάθεσης, που θα προσπαθεί να δημιουργήσει νέους, πρωτότυπους τρόπους έκφρασης και ενεργοποίησης του λαού. Που δεν θα επενδύει τα πάντα στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και την εναλλαγή κυβερνήσεων, αλλά θα θέτει τα δικά του κριτήρια σχετικά με την πολιτική. Που θα οικοδομεί την αυτονομία του, στη βάση στόχων που θα προσδίδουν συνοχή και μέσων που θα εξασφαλίζουν συμμετοχή και χειραφέτηση. Δεν μπορούμε να αναθέσουμε σε κανέναν το μέλλον μας. Πρέπει οι ίδιοι να αναζητήσουμε δρόμους ώστε να συγκροτηθεί ένα νέο πολιτικό κοινωνικό υποκείμενο, το σύγχρονο λαϊκό χειραφετητικό κίνημα.

 

Μύρωνας Ξυδάκης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!