Η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας σχετικά με τη διευθέτηση του κυρίαρχου προβλήματος της χώρας μας χαρακτηρίζεται σήμερα οξυμμένη, είναι όμως πολύ βαθύτερη
του Παύλου Δερμενάκη
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά από το ξέσπασμα της κρίσης του 2007-2008 στις ΗΠΑ, υπάρχει μια μόνιμη ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, με επίκεντρο τα οικονομικά θέματα. Η αντιπαράθεση γνωρίζει περιόδους έντασης και ύφεσης, ανάλογα με την πορεία των οικονομιών των δύο χωρών και την εξέλιξη των γεωπολιτικών ενδιαφερόντων τους. Σε ορισμένες περιόδους παίρνει μεγαλύτερη οξύτητα ως αντιπαράθεση μεταξύ ΔΝΤ (που εκφράζει τις ΗΠΑ) και της Γερμανίας. Μία σημαντική περίοδος έντασης σε αυτήν τη σχέση ήταν η πορεία «διευθέτησης» του ελληνικού προβλήματος στην περίοδο 2009-2012 (1ο και 2ο μνημόνιο). Επίσης τώρα βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα, εκτός των άλλων, για το θέμα του ελληνικού χρέους.
Η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Γερμανίας δεν είναι συνδεδεμένη μόνο με το ελληνικό πρόβλημα, είναι πολύ βαθύτερη. Η περίπτωση της Ελλάδας κάποιες περιόδους γίνεται εντονότερη καθώς συνδέεται είτε με την όξυνση της οικονομικής πλευράς του ελληνικού προβλήματος (2009-2012), είτε με γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίοδο.
Η αντιπαράθεση στο επίπεδο του ελληνικού προβλήματος ξεκίνησε από την έναρξή του, το 2009, με έμφαση στην ανάγκη ή μη «κουρέματος» του χρέους παράλληλα με το 1ο μνημόνιο. Τελικά υπερίσχυσε η γερμανική πλευρά και δεν επήλθε το «κούρεμα» που ζητούσε το ΔΝΤ και υποστήριζαν οι ΗΠΑ.
Γενικότερα στο θέμα της αναζήτησης λύσης για την αντιμετώπιση των προβλήματος χρέους στην Ευρωζώνη εκείνη την περίοδο (Ελλάδα δημοσιονομικό, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία και κατόπιν Κύπρος, φερεγγυότητα τραπεζών και κατ’ επέκταση δημόσιο χρέος) υπερίσχυσε η γερμανική άποψη για την ατομική, κατά περίπτωση, λήψη μέτρων χωρίς την αξιοποίηση της δυνατότητας χρηματοδότησης κεντρικά από την ΕΚΤ. Η λογική αυτή ήταν σε ευθεία αντίθεση με όσα είχε πράξει στο αποκορύφωμα της κρίσης, η αμερικανική κυβέρνηση και η FED,, όταν με την έκδοση κρατικών ομολόγων κάλυψαν τις ανάγκες του καταρρέοντος χρηματοπιστωτικού τους συστήματος.
Σε αυτήν τη βάση, αντιπαράθεση στην αντιμετώπιση του πυρήνα της κρίσης στην Ευρωζώνη χωρίς τη συνδρομή των αρμόδιων κεντρικών θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., μπορεί να αναζητηθεί και η πρόσφατη «αυτοκριτική» του ΔΝΤ, όσον αφορά την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού προγράμματος και τους περιορισμούς στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων προσαρμογής οικονομιών.
Γεωπολιτικός ανταγωνισμός και συστημικοί κίνδυνοι
Άλλα στοιχεία που επιτείνουν την εξεταζόμενη αντιπαράθεση πρέπει να αναζητηθούν στους ακόλουθους παράγοντες:
α) Η σχέση ΗΠΑ – Γερμανίας είναι γενικά ανταγωνιστική. Η Γερμανία, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση, τουλάχιστον την τελευταία 15ετία, ακολουθεί μια συστηματική πολιτική μεγέθυνσης με βάση τον εξωστρεφή προσανατολισμό της, εφαρμόζοντας ταυτόχρονα περιοριστική πολιτική (λιτότητα) στο εσωτερικό της. Παράλληλα με τις κατάλληλες κινήσεις έχει διαμορφώσει πλέον μια γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. Αυτή η ισχυροποίηση της Γερμανίας κάθε άλλο παρά καλοδεχούμενη μπορεί να είναι από τις ΗΠΑ σε μια περίοδο αμφισβήτησης της παγκόσμιας οικονομικής της δύναμης και έντονων οικονομικών διακυμάνσεων και αβεβαιοτήτων.
β) Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, κύρια των αναπτυγμένων χωρών. Από το σύνολο του αναπτυγμένου κόσμου μόνον οι ΗΠΑ έχουν κατορθώσει να έχουν έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, που υπολείπεται συγκριτικά με το παρελθόν και είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε οποιεσδήποτε σημαντικές διεθνείς αλλαγές κλίματος. Σε κάθε περίπτωση, η συνεχής διόγκωση του γερμανικού πλεονάσματος στο εξωτερικό της ισοζύγιο αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερο σκεπτικισμό.
γ) Η γενικότερη αστάθεια του παγκόσμιου συστήματος και στο πως κάθε χώρα από τις ΗΠΑ – Γερμανία συμβάλλει σε αυτήν με την πολιτική της. Η Γερμανία και πάλι με την επιθετική πολιτική για τα πλεονάσματά της, που αποτελούν ελλείμματα και μάλιστα μεγάλα σε αρκετές περιπτώσεις, είναι παράγοντας διεθνούς αστάθειας σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη οικονομική περίοδο.
δ) Η προσπάθεια ελέγχου, αν όχι περιορισμού των συστημικών κινδύνων, είναι παγκόσμια. Εδώ και πάλι είναι δακτυλοδεικτούμενη η Γερμανία από τις ΗΠΑ. Η γνωστή πλέον Deutsche Bank αποτελεί, λόγω μεγέθους και ανάληψης υψηλών ρίσκων, τον υπ’ αριθμόν ένα συστημικό κίνδυνο παγκόσμια. Αυτή την εκτίμηση περιέλαβε στη σχετική με τους κινδύνους έκθεσή του το ΔΝΤ, όχι τυχαία φυσικά σε σχέση και με τις απόψεις των ΗΠΑ.
ε) Η μάχη των αγορών μεταξύ των δύο ως άνω μονομάχων. Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε ένα πρόστιμο μαμούθ 13 δισ. € στην αμερικανική Apple για φορολογικούς λόγους. σε σχέση με τις ευρωπαϊκές της δραστηριότητες. Η απόφαση αυτή δεν έμεινε ούτε ασχολίαστη από πλευράς ΗΠΑ ούτε και αναπάντητη. Η απάντηση ήρθε μερικές μέρες μετά, με την επιβολή κατ’ αρχήν αντίστοιχου προστίμου 14 δισ. δολαρίων στη Deutsche Bank, για τη συμβολή της στη χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2008, στις ΗΠΑ. Εξελίξεις και αντιδράσεις θα πρέπει να αναμένουμε και όσον αφορά την εξαγορά της αμερικανικής Monsanto από τη Bayer ανάλογα με το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και ποιός τελικά θα έχει επί της ουσίας «το πάνω χέρι» στη νέα κατάσταση.
στ) Γεωπολιτικές εξελίξεις. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα με τις εξελίξεις στην Τουρκία και τη Συρία, κάθε άλλο παρά ευχάριστες είναι για τις ΗΠΑ, ενώ η Γερμανία βγαίνει ειδικότερα ωφελημένη, καθώς έχει παραδοσιακές σχέσεις με την Τουρκία. Παράλληλα, αυτές οι εξελίξεις επιδρούν στην Ελλάδα αρνητικά. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν αρνητικά τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας στην παρούσα περίοδο βρίσκεται σε όξυνση και ένα από τα κύρια μέτωπά της είναι, εκτός εκείνο της Deutsche Bank με το πρόστιμο στις ΗΠΑ, το θέμα του ελληνικού χρέους.
Η γερμανική πλευρά αρνείται κάθε επί της ουσίας συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους πριν από τις γερμανικές εκλογές, το φθινόπωρο 2017. Αντίθετα, ΗΠΑ και ΔΝΤ πιέζουν ζητώντας τη λήψη των σχετικών μέτρων πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους.
«Ελάφρυνση» ίσον επιμήκυνση
Να ξεκαθαρίσουμε ότι οι όποιες αποφάσεις ληφθούν επί του θέματος θα βασίζονται σε εκείνη του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016. Σύμφωνα με αυτήν «το ονομαστικό κούρεμα εξαιρείται και όλα τα μέτρα που θα αναληφθούν θα ευθυγραμμίζονται με τους νόμους της Ε.Ε.». Συνεπώς, η όποια «ελάφρυνση», όπως έχει χαρακτηριστεί, του ελληνικού χρέους αποκλείει διαγραφή, έστω και μικρού μέρους του. Άρα, στην πράξη, ενώ για λόγους ουσιαστικά προπαγανδιστικούς ονομάζεται ελάφρυνση, πρόκειται για αναδιάρθρωση που, στην καλύτερη περίπτωση πέρα από την όποια επιμήκυνση της αποπληρωμής, ενδεχόμενα να έχει και κάποια οριακή βελτίωση των επιτοκίων. Αυτό είναι το πλαίσιο, για το οποίο ζητά την άμεση λήψη αποφάσεων η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που κάθε άλλο παρά λύνει το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους.
Το πως θα λήξει αυτή η αντιπαράθεση, ΗΠΑ και ΔΝΤ με Γερμανία, στο θέμα του χρέους θα το δούμε στο επόμενο δίμηνο, καθώς αναμένονται ακόμα και κινήσεις κορυφής από πλευράς ΗΠΑ, με την ενδεχόμενη έλευση του Μπάρακ Ομπάμα τον επόμενο μήνα στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, για εμάς πρέπει να είναι ξεκάθαρα δύο θέματα: α) Ο προσανατολισμός για λύση χωρίς διαγραφή μέρους του χρέους δεν λύνει το πρόβλημα, απλώς το μεταφέρει στις επόμενες γενιές, και β) όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας «Όταν στο βάλτο μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια».