Αδιέξοδα, διεργασίες και αστάθεια στα πολιτικά κόμματα
Του Σπύρου Παναγιώτου
Και ενώ ακόμα συνεχίζονται οι αναλύσεις για τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων και τα άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εκλογών, ενώ οι έγκυροι αρθρογράφοι, οι «αγορές», η κυβέρνηση και οι διεθνείς παράγοντες ορκίζονται ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο σταθερότητας και επίσπευσης της εφαρμογής του 3oυ Μνημονίου οι πρώτοι μετεκλογικοί τριγμοί των πολιτικών κομμάτων κάνουν την εμφάνιση τους πιστοποιώντας την αστάθεια και τη συνέχιση της ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού.
Στην Ν.Δ. έχει ξεσπάσει ο πόλεμος της διαδοχής. Εκείνο που κυριαρχεί είναι η αντιπαράθεση μεταξύ επιγόνων, τζακιών, φατριών, επιχειρηματικών συμφερόντων όπως άφησε να εννοηθεί και ο Νικήτας Κακλαμάνης. Εκείνο που λείπει είναι η δημόσια συζήτηση για τις αιτίες της εκλογικής καθήλωσης της παράταξης και η αναζήτηση του πολιτικού σχεδίου και της στρατηγικής της Δεξιάς την περίοδο των μνημονίων. Οι αναφορές στις ιστορικές αντιπαραθέσεις της συντηρητικής παράταξης, ανάμεσα δηλαδή στην έκφραση του «κεντρώου χώρου» ή στην επιλογή της σκληρά συντηρητικής «λαϊκής Δεξιάς» στα πρότυπα Σαμαρά δεν είναι απλά γραφικές, αλλά ηχούν περισσότερο σαν καρικατούρα. Πώς άραγε μπορεί να εκφραστεί ο «μεσαίος χώρος» ή να τονωθούν τα συντηρητικά χαρακτηριστικά των λαϊκών στρωμάτων όταν όλοι οι επίδοξοι μελλοντικοί ηγέτες της Ν.Δ. προσκυνούν τις επιλογές που οδηγούν στην γενικευμένη καταστροφή τους;
Το δίλημμα αυτό βέβαια αφορά το σύνολο των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων της σημερινής Βουλής. Εκείνο, λοιπόν, που απομένει είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο «παλιό» κόντρα στο «νέο», σαν δοκιμασμένα επιτυχημένη αντιγραφή του προεκλογικού διλήμματος που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, το «παλιό» συγκρούεται με το «νέο» και το τελευταίο επιχειρεί να προλάβει την ακόμα νεότερη φουρνιά, για να κλείσει προσωρινά το άγχος της ηγεσίας και να κερδηθεί ο αναγκαίος χρόνος. Προσωρινά, καθώς όλοι γνωρίζουν ότι πρωθυπουργοί και πολιτικοί αρχηγοί είναι προσωρινοί και αναλώσιμοι, στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης «ακουλουθητέας πολιτικής» που όλοι ασπάζονται και υπηρετούν. Τραγικά ειρωνικό αν το δει κανείς έτσι, όσο δηλαδή κυνικά το ομολογούν οι ίδιοι.
Στο χώρο της Κεντροαριστεράς η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Ο κερδισμένος των εκλογών ΣΥΡΙΖΑ ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις της αναζήτησης του σχεδίου της «ήπιας διαχείρισης» του μνημονίου και της πίεσης για τη ψήφιση και εφαρμογή μέχρι το τέλος του χρόνου των πρώτων 127 δράσεων προαπαιτούμενων για την επόμενη «δόση». Η σταθερότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δοκιμάστηκε με την «περιπέτεια» Δ. Καμμένου και Μπόλαρη αν και όλοι γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι αστεία μπροστά σε αυτά που έρχονται σε οικονομικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Το εκλογικά κερδισμένο ΠΑΣΟΚ αναζητά σταθεροποίηση της επιτυχίας με άνοιγμα – ενσωμάτωσης του Ποταμιού και αναζήτηση ρόλου αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ. Το Ποτάμι καταφεύγει σε συνέδριο με προσπάθεια αποφυγής του «θανάσιμου εναγκαλισμού» από το ΠΑΣΟΚ και κυρίαρχο το ερώτημα αν θα «συνεχίσει αυτόνομο ή θα διαλυθεί». Και τα δύο κόμματα γνωρίζουν ότι όσο ο άξονας των εξελίξεων μετατοπίζεται προς τα Κεντροαριστερά, θα περιορίζονται τα όρια της αυτόνομης παρουσίας τους και θα ενσωματώνονται σταδιακά στο «μεγάλο» του χώρου. Ήδη η αιμορραγία σε στελεχικό δυναμικό που βρήκε θέση στο κυβερνητικό σχήμα στέλνει σήμα σε όσους το σκέφτονται ακόμα να ακολουθήσουν.
Η ρευστοποίηση στο επίκεντρο
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση με απρόβλεπτη συνέχεια και συνεχείς εξάρσεις.
Ποιες είναι οι αιτίες που πυροδοτούν την πολιτική αστάθεια και συνεπακόλουθα τους τριγμούς των πολιτικών κομμάτων που δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν οι αναλύσεις της προεκλογικής περιόδου και δεν μπορούν ούτε θέλουν να δουν αυτές που ακολουθούν;
Μιλάμε για το τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης, για το μεγάλο χάσμα που χωρίζει την κοινωνία από το πολιτικό προσωπικό, από τον τρόπο που ασκείται η επίσημη πολιτική, από το πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για το χάσμα που καταγράφεται με την αποχή σαν διαμαρτυρία, με την υπερψήφιση κομμάτων και πολιτικών με «βαριά καρδιά» σαν το «λιγότερο κακό» χωρίς πίστη και ελπίδα ότι κάτι καλό, ελπιδοφόρο μπορεί να προκύψει από τον τρόπο που ασκείται σήμερα η πολιτική. Πρόκειται για τη βαθιά πεποίθηση των απλών καθημερινών ανθρώπων ότι η πολιτική και οι πολιτικοί δεν αγωνιούν, δεν πασχίζουν ν’ αναζητήσουν λύσεις για την αντιμετώπιση των μεγάλων οικονομικών, κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων όπως τα βιώνουν οι ίδιοι. Αντίθετα, πολιτεύονται αποδεχόμενοι τις συνταγές καταστροφής που επιβάλλονται από δανειστές και αγορές και διαγκωνίζονται για το ποιος θα είναι ο καλύτερος διαχειριστής της πορείας μιας χώρας προτεκτοράτου και αποικίας χρέους.
Η πεποίθηση αυτή των πολιτών οδήγησε στις πρόσφατες εκλογές στη διαμόρφωση ενός πολιτικού τοπίου όπου στη σκηνή κυριαρχεί ένας ιδιότυπος διπολισμός (ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ.) που παρά την εναγώνια αναζήτηση διαφορών, τα δύο κόμματα είναι υποχρεωμένα να ψηφίζουν από κοινού τις κρίσιμες μνημονιακές επιταγές και δίπλα τους συνωστίζονται πολλοί πιο μικροί και αδύναμοι παίχτες, ανίκανοι από μόνοι τους να συγκροτήσουν ένα διαφορετικό σχέδιο. Η μοναδική ελπίδα και επιλογή είναι να καταστούν χρήσιμοι συνδετικοί κόμβοι μιας κυβερνητικής λύσης, όταν απαιτηθεί από τα πολιτικά αδιέξοδα που γεννά η πραγματικότητα, πάντα μέσα στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης πολιτικής. Το γεγονός αυτό τους καθιστά εύκολα χειραγωγήσιμους σε κάθε ενορχηστρωμένο σχέδιο, δεδομένους και πειθήνιους στη κύρια τάση, την συνέχιση δηλαδή, των μνημονιακών και συστημικών επιλογών.
Όσο το πολιτικό προσωπικό αναζητά τους ικανούς διαχειριστές τόσο οι πολίτες θα τους γυρίζουν την πλάτη και θα τροφοδοτείται η πολιτική αστάθεια.
Αν το μήνυμα αυτό συλλάβει, καθώς την αφορά, και η Αριστερά, τότε ίσως υπάρξουν οι προϋποθέσεις για έναν ελπιδοφόρο νέο εγχείρημα.