Τι να αναμένουμε στις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά μετά το πέρας των εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία; Αυτό το ερώτημα απασχολεί έντονα τον δημόσιο διάλογο συχνά με την επικράτηση παραμορφωτικών σχημάτων για τις πραγματικές εξελίξεις που επωάζονται.
ΣΤΗ ΧΩΡΑ μας επικράτησε μετά και τους φονικούς σεισμούς στη Ν.Α. Τουρκία μια αισιοδοξία για αποκλιμάκωση των εντάσεων με την Άγκυρα. Η επίπλαστη αυτή αισιοδοξία ήταν αποτέλεσμα κυρίως των πιέσεων από τους «συμμάχους» μας στο ΝΑΤΟ να επιταχυνθούν οι διαδικασίες εξομάλυνσης με την Τουρκία στο όνομα της σταθερότητας στη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ και τη Μεσόγειο. Κάπως έτσι επανήλθε η συζήτηση για τη φιλία των δύο λαών, τον διάλογο και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, με τους πιο φανατικούς οπαδούς της «λύσης» να μιλούν για μια πορεία που μπορεί άμεσα να καταλήξει σε μια διευθέτηση των διαφορών με τη γείτονα.
Οι φωνές που τοποθετούν για αμέσως μετά τις εκλογέςμια εξπρές διαδικασία διαλόγου που τολμηρά θα επιλύσει τις όποιες διαφορές (βλ. τις παράνομες και παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος της χώρας μας) πληθαίνουν. Σε πρόσφατη συνέντευξη του στο MEGA o απερχόμενος ΥΠΕΞ της χώρας μας, Ν. Δένδιας, τόνισε μεταξύ άλλων πως «πρέπει να κάνουμε μια καινούργια προσπάθεια. Έχουμε μια καινούργια κυβέρνηση στην Τουρκία, θα έχουμε μια καινούργια κυβέρνηση στην Ελλάδα. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συνεννοηθούμε». Και συνέχιζε δείχνοντας την προσήλωση του στα ΝΑΤΟϊκά και όχι στα εθνικά συμφέροντα λέγοντας πως «οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ νομίζω θα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι αν η Τουρκία με τη συμπεριφορά της, όπως τώρα, συνεχίσει να επιτρέπει στην Ελλάδα να προσέλθει σε έναν διάλογο με την Τουρκία στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Νομίζω θα ανακουφιστεί το ΝΑΤΟ». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Κ. Μητσοτάκης ο οποίος σε συνέντευξή του εξέφρασε την επιδίωξη του, εφόσον επανεκλεγεί στις εκλογές της 25 Ιουνίου, να συναντηθεί με τον Τ. Ερντογάν, στα πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 και 12 Ιουλίου στο Βίλνιους της Λιθουανίας.
Βλέπουν οι εγχώριες ελίτ ένα «παράθυρο ευκαιρίας» που πρέπει να βιαστούμε να αξιοποιήσουμε πριν αρχίσουν και πάλι οι προκλήσεις από την γείτονα. Όλα αυτά ενώ η πανηγυρική επανεκλογή Ερντογάν σε τίποτα δεν μας διασφαλίζει ότι θα υπάρξει κάποια ουσιαστική στροφή στην αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς πέρα από την αποχή από προκλητικές ενέργειες στο Αιγαίο (υπερπτήσεις κ.ά.), η Τουρκία δεν παραιτείται από καμία αξίωση της στο Αιγαίο (θαλάσσιες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση), την Κύπρο (τουρκοποίηση του νησιού), τη Μεσόγειο (δικαιώματα σε ενεργειακούς πόρους, τουρκολιβυκό μνημόνιο κ.ά.), επιμένοντας μάλιστα να τεθούν όλες μαζί σε έναν πιθανό μελλοντικό διάλογο. Ένα διάλογο μετά τον οποίο τίποτα δεν μας διασφαλίζει ότι δεν θα ενταθεί η όρεξη της Τουρκίας θέτοντας νέες αναβαθμισμένες διεκδικήσεις και τετελεσμένα (όπως πράττει τόσα χρόνια στο Κυπριακό).
Στην Ελλάδα μοιάζει οι ελίτ να έχουν αποδεχθεί το πλαίσιο μιας, υπό ΝΑΤΟϊκή πίεση, διευθέτησης και να αναζητείται ο τρόπος που αυτή θα καταστεί εφικτή
ΟΙ ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ όμως έχουν με κάθε τρόπο δηλώσει πως επιθυμούν την άμεση διευθέτηση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Μπλίνκεν, Πάιατ, Στόλτενμπεργκ και Τσούνης εμφανίζονται ιδιαίτερα δραστήριοι για να επιβάλουν μια ΝΑΤΟϊκής κοπής διευθέτησης στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο με μοχλό τη συνεργασία σε ζητήματα ενέργειας. Από κοντά και η Γερμανία που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις τελευταίες μέρες για τις εξελίξεις σε Αιγαίο και Κύπρο με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο της γερμανικής κυβέρνησης Στ. Χέμπεστραϊτ να απαντά σε ερώτημα σχετικά με τη στάση του Βερολίνου στα ελληνοτουρκικά πως «οι διμερείς διαφορές πρέπει να προωθηθούν εποικοδομητικά» και πως «η Τουρκία είναι μια σημαντική περιφερειακή δύναμη με επιρροή σε διάφορες διενέξεις που υπάρχουν στην περιοχή και το να χρησιμοποιήσουμε θετικά και εποικοδομητικά αυτή την επιρροή είναι κάτι προς το οποίο θέλουμε πολύ να ενθαρρύνουμε την Τουρκία».
Στην Ελλάδα μοιάζει οι ελίτ να έχουν αποδεχθεί το πλαίσιο μιας, υπό ΝΑΤΟϊκή πίεση, διευθέτησης και να αναζητείται ο τρόπος που αυτή θα καταστεί εφικτή. Στον αντιπολιτευόμενο τύπο (ΕΣΤΙΑ, Παρόν) βλέπουν το φως της δημοσιότητας σενάρια για συγκεκριμένες υποχωρήσεις (σύμφωνο μη επίθεσης, μερική αποστρατιωτικοποιηση νησιών κ.ά.) και συνυποσχετικό για παραπομπή διαφορών στην Χάγη (θαλάσσιες ζώνες), αποφάσεις που σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά απαιτούν διευρυμένη πλειοψηφία 180 βουλευτών στην ελληνική βουλή. Η εμπειρία βέβαια του κοινοβουλευτικού μας συστήματος δείχνει πως αν απαιτηθεί για τέτοια ζητήματα, και με την πίεση κέντρων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, είναι εφικτό να βρεθούν τα απαραίτητα κοινοβουλευτικά στηρίγματα για να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία (βλ. Συμφωνία των Πρεσπών και εξαγορά βουλευτών από ΑΝΕΛ και Ποτάμι) ενώ σε προηγούμενη φάση (πριν τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη της Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη σε κυρίαρχο πόλο του συστήματος) διάφορα κέντρα προωθούσαν μια λύση συνεργασίας των τριών μεγάλων κομμάτων, με σκοπό να αποφευχθούν αντιπολιτευτικές αναταράξεις.
ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση μια υποχώρηση από πάγιες εθνικές μας γραμμές φαίνεται πως από όλους τους βασικούς παίκτες θα επιδιωχθεί να εμφανιστεί ως μια αμοιβαία επωφελής λύση – «καζάν-καζάν». Ένας ΝΑΤΟϊκός μονόδρομος που ως εναλλακτική θα έχει την επιστροφή στις εντάσεις και τη διαρκή απειλή πολέμου. Το μαστίγιο της ευθυγράμμισης με τη ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, ο μπαμπούλας του παντοδύναμου Ερντογάν και το τυράκι των κερδών από την ενεργειακή αναβάθμιση της περιοχής μέσω αγωγών και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων θα είναι τα μέσα που θα αξιοποιηθούν για να αποσπαστεί η συναίνεση και της κοινωνίας που προς ώρας τοποθετείται αρνητικά σε ένα ενδεχόμενο ξεπουλήματος των εθνικών μας δικαίων στο Αιγαίο αποτελώντας ένα από τα τελευταία εμπόδια στο να γίνουν πράξη οι όποιες διευθετήσεις.
Δ. Γκ.