Η συζήτηση και η αντιπαράθεση με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών διεξάγεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιλήψεων, οπτικών και «μεθόδων», όπου δογματισμοί διαφόρων ειδών και μεταμοντέρνες ψυχολογίες συνυπάρχουν και διασταυρώνονται με αντιφατικό τρόπο. Μερικά παραδείγματα:

ΤΟ ΕΘΝΟΣ αντιμετωπίζεται σαν «ουσία» από αυτούς ακριβώς που το αρνούνται και θέλουν να το ξεπεράσουν «εδώ και τώρα». Έχουμε δηλαδή το φασισμό που βλέπει στο έθνος κάτι φυλετικό, αιώνιο και αμετάβλητο, έχουμε και τις φαινομενικά αντίπαλες απόψεις που δεν θέλουν να δουν την σύγχρονη διάσταση του εθνικού ζητήματος. Οι έννοιες, σε καθεστώς πλήρους αυθαιρεσίας και δίχως άλλους προσδιορισμούς, αιώνιες κι αμετάβλητες και αυτές, ξεφυτρώνουν κατά το δοκούν χωρίς την απαίτηση να περιγράψουν και να συγχρωτιστούν με φαινόμενα, τάσεις, κοινωνικές δυνάμεις, συνθήκες, συσχετισμούς και προοπτικές, σαφώς και με περασμένες ιστορικές τους νοηματοδοτήσεις. Ο φασισμός είναι φασισμός, ο διεθνισμός είναι διεθνισμός, η Αριστερά είναι Αριστερά, το κράτος είναι κράτος, τα σύνορα είναι σύνορα κ.ο.κ.

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ περί ρητορικών. Όποιος αναγνωρίσει αλυτρωτισμό ή ευνοϊκές συνθήκες ενίσχυσής του στο καθεστώς των Σκοπίων είναι φορέας επικίνδυνης ρητορικής. Δεν του καταλογίζεται δηλαδή μια «λάθος εκτίμηση της κατάστασης» αλλά ότι συνδράμει στην ενίσχυση του εθνικιστικού κλίματος. Ή ακόμα περισσότερο, το πρόβλημα δεν είναι η πραγματική απειλή εξ’ ανατολών αλλά η ρητορική της απειλής. Δεν κινδυνεύουμε από την επιθετικότητα ενός γείτονα αλλά από τον οξυμένο λόγο. Από εδώ ξεκινά και η πιο σκληρή γραμμή ότι «κάποιοι χαϊδεύουν ή ξεπλένουν την Ακροδεξιά». Απαγόρευση της σκέψης γιατί τάχα είναι ναρκοθετημένη από τους «κακούς». Αν π.χ. οι λέξεις προδοσία ή μειοδοσία είναι αυτόματα και πλαισιώσεις μιας εθνικιστικής ταυτότητας, τότε τα «ζήτω», η ουδέτερη στάση ή η αδιαφορία τί ακριβώς πλαισιώνουν; Για κάποιους «όλα είναι ένας μύθος». Κι έτσι η εθνική συνείδηση, η αγάπη για την πατρίδα δεν μπορούν να αξιολογηθούν στην ιστορικότητα και τη λειτουργία τους, δεν μπορούν να διεκδικηθούν από πολλαπλές πολιτικές. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να αντιλαμβάνονται το τι είναι αυτό που συντηρεί κάθε μύθο αλλά και ποιο ρόλο τού επιφυλάσσει η ίδια η ζωή. Δεν είναι όλοι οι μύθοι το ίδιο…

Αν η επιστροφή στην κανονικότητα είναι ο μεγάλος μύθος του πολιτικού συστήματος, ας μην είναι και για εμάς η επιστροφή σε παλιές συνήθειες, ταξινομήσεις, βαθμονομίες, σιγουριές

ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ χρησιμοποιείται συχνά ο όρος διαφοροδιάγνωση. Πολύ χοντροκομμένα, αυτό σημαίνει ότι παρόμοιες καταστάσεις ενδέχεται να οφείλονται σε διαφορετικές αιτίες που πρέπει εντέλει να μελετηθούν σε βάθος. Εδώ, στα δικά μας, τσουβαλιάζονται όλα και ξεμπερδεύουμε. Πατριωτισμός, εθνικισμός, πατριδοκαπηλία, σωβινισμός, φασισμός, ακροδεξιά είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Κι έτσι έχουμε πολλά περίεργα. Η Δεξιά που ψήφισε «όχι» στη συμφωνία, νιώθει εξαιρετικά ανακουφισμένη που δεν αναγκάστηκε να υπογράψει και τώρα δηλώνει ότι είναι αδύνατον να τροποποιηθεί στο μέλλον. Η ελληνική Ακροδεξιά, με κατ’ ουσίαν αντεθνικό ρόλο στην ελληνική ιστορία, προκύπτει τώρα πατριωτική δύναμη. Η Αριστερά (όχι η κυβερνώσα) που δεν συλλαμβάνει τον πατριωτισμό αν δεν είναι «αριστερός πατριωτισμός» ή αντιιμπεριαλισμός έμεινε στη γωνιά. Και ο διεθνισμός της, που κατανοείται ως ένας γενικός και κατ’ όνομα αντιεθνικισμός, ρουφήχτηκε μια χαρά από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΗ σκέψη φαίνεται να κυριαρχεί. Βλέπω Βουκεφάλα, «μπλιαχ!». Γυρνάω στο ’92, «μια από τα ίδια, μακριά!». Καλεί και η Χρυσή Αυγή, «ίσον φασιστικό συλλαλητήριο». Πρώτα υπερπροβάλλεται από τα ΜΜΕ ένα πρότυπο «Μακεδονομάχου» κι έπειτα είναι αυτό που θα καθορίσει τη ματιά μας για τον πραγματικό κόσμο που αντιδρά. Δεν προσπαθώ να καταγράψω, να περιγράψω, να αφουγκραστώ αυτό που έχω μπροστά μου, αλλά απλά το συγκρίνω με την εικόνα του, στης οποίας την κατασκευή δεν έχω διόλου συνεισφέρει. Πόσο πιο ενδιαφέρον θα ήταν να ερευνούσαμε πρωτογενώς το φαινόμενο. Να βλέπαμε τις κοινωνικές δυνάμεις που αντιδρούν, τη βάση και τα επιτελεία, το πώς οργανώνονται, τι ρόλο και τι στάση κρατούν τα πολιτικά κόμματα, τα συνθήματα που επικρατούν, τις τοπικές ιδιαιτερότητες, ποιος ηγεμονεύει, τις ηλικίες, τις στοχεύσεις της Ακροδεξιάς, τις δυνατότητες παρέμβασης κ.ά. Είναι προφανές ότι το ρεύμα που εκφράστηκε έχει περισσότερο έναν δεξιόστροφο χαρακτήρα. Δε ζούμε στις Πλατείες του 2011. Και πώς θα μπορούσαμε όμως;

Ο «ΦΑΣΙΣΤΑΣ της διπλανής πόρτας» έχει αναχθεί σε κύριο εχθρό. Δεν εξετάζουμε εδώ το πόσο ακριβώς στέκει αυτό, ούτε πρέπει κάθε φορά να δηλώνουμε το αυτονόητο: Εφόσον υπάρχει, είναι εχθρός. Το πρόβλημα είναι ότι μέσα στους χώρους της Αριστεράς, δεν δίνονται κάποιες ερμηνείες για την άνοδο της Ακροδεξιάς που να ξεπερνούν το έδαφος καπιταλισμός, κρίση κ.ο.κ. Για παράδειγμα, η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει την Ακροδεξιά φαντάζει σε πολλούς υπερβολική και τραβηγμένη. Κι εδώ τα φαινόμενα προσεγγίζονται δίχως συσχετίσεις. Σαν να είναι από τη μια το ένα, από την άλλη το άλλο κ.ο.κ. Υπάρχουν όμως όροι που δημιουργούν ένα φαινόμενο και δίχως τον εντοπισμό τους, η αντιμετώπισή του μοιάζει αδύνατη. Κοινώς «κάτω ο φασισμός», «τσακίστε τους φασίστες» κ.ο.κ αλλά να πάμε και παρακάτω. Αν τώρα το παρακάτω είναι «ετοιμαζόμαστε για τις εκλογές που πλησιάζουν», τότε θα φαντάζει πιο χρήσιμο το «ό,τι μπορεί ο καθένας στο χώρο του».

ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ δεκαετία ζήσαμε «τα πάντα». Αν η επιστροφή στην κανονικότητα είναι ο μεγάλος μύθος του πολιτικού συστήματος, ας μην είναι και για εμάς η επιστροφή σε παλιές συνήθειες, ταξινομήσεις, βαθμονομίες, σιγουριές.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!