Προεδρικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στην Ινδονησία την Τετάρτη, αλλά τα τελικά επίσημα αποτελέσματα δεν αναμένονται πριν περάσει ένας μήνας. Πρόκειται για ένα νησιωτικό κράτος με έκταση 15πλάσια της Ελλάδας, το τέταρτο πολυπληθέστερο διεθνώς, και ταυτόχρονα είναι η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα στον κόσμο: πάνω από 260 εκατομμύρια άνθρωποι κατοικούν σε χίλια νησιά. Δύο μονάχα ήταν οι υποψήφιοι σε αυτές τις εκλογές: ο απερχόμενος φιλοδυτικός πρόεδρος Τζόκο Ουιντόντο (με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον επικεφαλής του Ανώτατου Συμβουλίου των σουνιτών Ουλεμάδων), και ο εν αποστρατεία ακροδεξιός στρατηγός Πραμπόβο Σουμπιάντο (με υποψήφιο αντιπρόεδρο έναν δισεκατομμυριούχο μπίζνεσμαν). Η «ένδεια» υποψηφίων εξηγείται από το αυταρχικό πολιτικό κλίμα και την αιματηρή προϊστορία της Ινδονησίας: πριν 54 χρόνια ξεκίνησε η φυσική εξόντωση ενός εκατομμυρίου κομμουνιστών και των οικογενειών τους μετά το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Σουχάρτο. Αυτοί είναι οι βασικοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν και πολλές διαφοροποιήσεις…
Τώρα και οι δύο υποψήφιοι υποστηρίζουν ότι επικράτησαν, με τον Σουμπιάντο να καλεί τους οπαδούς του σε επιφυλακή ώστε «να προστατευθεί η νίκη μας», ενώ και ο Ουιντόντο δηλώνει σίγουρος για τη δική του νίκη και καλεί τον αντίπαλό του να σεβαστεί το όποιο αποτέλεσμα ανακοινώσει στο μέλλον η κεντρική εφορευτική επιτροπή. Ο απερχόμενος πρόεδρος βασίζει τη σιγουριά του στα exit polls, που του δίνουν διαφορά 7-8% έναντι του αντιπάλου του, αλλά δεν καλύπτουν όλη τη χώρα. Ο απόστρατος Σουμπιάντο, πάλι, ισχυρίζεται ότι οι κάλπες θα τον δώσουν καθαρό νικητή, με ποσοστό περίπου 53%. Με δεκάδες χιλιάδες εκλογικά τμήματα διεσπαρμένα σε χίλια νησιά, δίχως ανεξάρτητους παρατηρητές και με μηδενική προϊστορία αδιάβλητων εκλογών, το πού θα γύρει τελικά η πλάστιγγα ίσως κριθεί από τις δυνάμεις που, εδώ και πάνω από μισό αιώνα, είναι οι πραγματικοί αφέντες της Ινδονησίας: τον στρατό και την αμερικανική πρεσβεία…
Το μεγάλο και το μικρότερο κακό
Ο Σουμπιάντο είναι γαμπρός του πρώην δικτάτορα Σουχάρτο και αποτελούσε για χρόνια τον στενότερο συνεργάτη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και της κυβέρνησης των ΗΠΑ – οι οποίες αργότερα τον εγκατέλειψαν για χάρη πιο «ευπρόσωπων» πολιτικών. Σύμφωνα με αποκαλύψεις του δημοσιογράφου Άλαν Νέιρν* που δημοσιοποιήθηκαν την προπαραμονή των εκλογών, ο Σουμπιάντο σκόπευε να προχωρήσει σε μαζικές φυλακίσεις αντιπάλων του μετά την εκλογή του ως προέδρου και να αποκαταστήσει και επίσημα την παντοδυναμία του στρατού – ο οποίος μέχρι σήμερα εξακολουθεί να ελέγχει την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Για το λόγο αυτό πραγματοποίησε τον περασμένο Δεκέμβριο μυστική σύσκεψη με ελάχιστους στενούς συνεργάτες του και με δέκα ανώτατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, τα πρακτικά της οποίας τελικά έφτασαν στα χέρια του Νέιρν. Σύμφωνα με αυτά, ο Σουμπιάντο έλπιζε ότι επιβάλλοντας ένα ημιστρατιωτικό καθεστώς θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ…
Η Ουάσιγκτον από την άλλη δεν φαίνεται να έχει αποσύρει την υποστήριξή της από τον Ουιντόντο, ο οποίος γρήγορα «σοβαρεύτηκε», ξεχνώντας τις υποσχέσεις που έκανε πριν τις εκλογές του 2014 (αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών, προσαγωγή στη δικαιοσύνη των στρατηγών οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε μαζικές σφαγές και παραμένουν υπό την προστασία της Ουάσιγκτον κ.λπ.). Δεν τόλμησε όμως να υλοποιήσει τίποτα από αυτά, για να μην ρισκάρει μια αντιπαράθεση με το στρατό και τις ΗΠΑ. Αντίθετα, συνεταιρίστηκε με κάποιους από αυτούς που κατηγορούσε ως δολοφόνους προκειμένου να κερδίσει την ανοχή των ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον, έδωσε πράσινο φως σε δυτικές πολυεθνικές (όπως η αμερικανική Freeport-McMoRan) να εκδιώξουν βίαια εκατοντάδες χιλιάδες χωρικούς από τη γη τους προκειμένου να εξορύξουν πρώτες ύλες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σημαντικό τμήμα όσων τον ψήφισαν το 2014 τώρα απείχαν, απογοητευμένοι από τη διάψευση των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει ο Ουιντόντο – γεγονός που οδήγησε στο τωρινό αβέβαιο εκλογικό αποτέλεσμα σε μια μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας ασιατική χώρα.
* Ο Άλαν Νέιρν (www.allannairn.org) στη δεκαετία του 1990 είχε συλληφθεί από τον ινδονησιακό στρατό επειδή αποκάλυψε τις σφαγές αμάχων στο Ανατολικό Τιμόρ. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε πριν απελευθερωθεί μετά από παρέμβαση της Ουάσιγκτον.