Είναι κάποια γεγονότα που αποκαλύπτουν την ουσία της πραγματικότητας μέσα στην οποία συμβαίνουν και συχνά ανοίγουν δρόμους που φέρνουν ορμητικά στο προσκήνιο τάσεις που πρωτύτερα υπέβοσκαν. Τέτοια χαρακτηριστικά φαίνεται να διαθέτει το δυστύχημα στα Τέμπη. Πρώτα απ’ όλα παρ’ όλη τη μερικότητά του, έρχεται να αποκαλύψει απογυμνωμένη (από οποιοδήποτε πρόσχημα «φυσικής» υπέρτερης δύναμης) μπροστά στα μάτια της κοινωνίας, την «ουσία» του ειδικού πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος απομειούμενης κυριαρχίας στο οποίο έχει υπαχθεί η χώρα μας με τη διαδικασία των μνημονίων. Επιπλέον και σε άμεση σχέση με το προηγούμενο, εκθέτει σε κοινή θέα την οργανική συμμετοχή και συνενοχή ολόκληρου του εγχώριου συστήματος εξουσίας. Και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο οι πολιτικές δυνάμεις εξαντλούνται στο να πετάνε με τον πιο ποταπό και ευτελή τρόπο η μια στην άλλη την καυτή πατάτα των ευθυνών, προσπαθώντας ταυτόχρονα και εν πολλοίς μάταια να αποσυνδέσουν τις άμεσες από τις πιο κοινωνικά ουσιώδεις, δομικές αιτίες του τι συνέβη.
Οι πάντες έχουν καταλάβει και το δείχνουν ακόμα και οι δημοσκοπήσεις. Εκτίθεται απροκάλυπτα ένα σύστημα εξουσίας που εκτός από τα τρία συστημικά κόμματα – πολιτικούς πυλώνες του, στηρίζεται σε μια σειρά από οχυρωματικές θέσεις / θεσμούς / υποσυστήματα (ανάμεσα τους η δικαιοσύνη, η αστυνομία, το μιντιακό σύστημα αλλά και ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της τοπικής / περιφερειακής αυτοδικοίκησης) οργανικά μέρη ενός σκηνικού φθοράς, παρακμής και φονικής διαφθοράς που συνθέτουν την «κανονικότητα» του καθεστώτος που έχει διαμορφωθεί. Στην άλλη πλευρά του λόφου υπάρχει η αγανάκτηση, η οργή, οι καταπιεσμένες απαιτήσεις και οι «ενστικτωδώς» αντισυστημικές πολιτικές διαθέσεις των ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων που ήρθαν πάλι στο προσκήνιο από τα όσα αποκάλυψε το δυστύχημα, μαζί όμως και με το δομικό τους μπλοκάρισμα, την εγγενή αδυναμία τους ενώπιον του υπαρξιακού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Η επιχείρηση «εξημέρωσης» αυτών των αντισυστημικών κοινωνικών διαθέσεων, της αποκλιμάκωσής τους είναι τούτη τη στιγμή, η προτεραιότητα στην οποία συμπίπτει (από διαφορετικούς κατά περίπτωση δρόμους και ανεξαρτήτως επιμέρους προθέσεων και σκοπιμοτήτων) το ευρύτατο φάσμα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Όλοι κινούνται και αλέθουν τα πάντα με τις νόρμες των επικείμενων (;) εκλογών και με τις «επιτρεπτές» προτεραιότητες. Συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των δυνάμεων της «αντισυστημικής» αριστεράς που μπορούν με άνεση να κινούνται συστηματικά όσο πιο αφηρημένα και οικονομίστικα γίνεται σε ένα επίπεδο καταγγελίας του «νεοφιλελευθερισμού» και των κερδών «τους» (των καπιταλιστών), ενόσω εναλλάξ χειρίζονται και καταγγέλουν (για άλλη μια φορά όπως και τότε με τις πλατείες το 2011) τον, παρά τις αδυναμίες του, απείρως πιό συγκεκριμένο, προωθημένο και πολιτικοποιημένο λαϊκό αντισυστημισμό που θέτει εύλογα στο στόχαστρο ένα πολιτικό σύστημα που δεν παύει να χαλκεύει δεσμά για την κοινωνία και τη χώρα. Σ’ αυτό το σημείωμα θα εστιάσουμε σε μερικές πλευρές των χειρισμών που γίνονται για την τιθάσευση και τον έλεγχο του λαϊκού παράγοντα αλλά και σε μερικούς παράγοντες που εν τέλει βαρύνουν αποφασιστικά στην τροπή των εξελίξεων.
Ποιοι τελικά καθορίζουν τις εξελίξεις. Και ποιες εξελίξεις;
Δεν είναι κάτι καινούργιο ότι οι εξελίξεις καθορίζονται από τα γνωστά ξένα κέντρα ισχύος, από τις συνήθεις πρεσβείες. Αλλά και επιπλέον από την εσωτερίκευση των ανταγωνισμών τους, εντός του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Αυτό που ορίζει όμως την τρέχουσα συγκυρία είναι η επισπεύδουσα διάθεση να κλείσουν λογαριασμοί μεγάλων συμφωνιών μοιρασμάτων. Σε δύο επίπεδα που αποτελούν τις διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. «Συνεκμετάλλευση» Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου (κοιτάσματα και έλεγχος των δρόμων μεταφοράς ενέργειας) από τη μια και μοίρασμα όλων των υποδομών της χώρας (φυσικός πλούτος, οδικά δίκτυα, λιμάια, σιδηρόδρομος, εκτάσεις γης, πανεπιστημαικές ερευνητικές νησίδες και κέντρα και πολλά άλλα) από την άλλη. Σε μια πρόσφατη δήλωσή του ο «μη διπλωμάτης» σημερινός πρέσβης των ΗΠΑ υπήρξε ιδιαίτερα εύγλωτος λέγοντας ότι «δεν μπορεί να επιτρέψει (!) να υπάρξει διχασμός στη χώρα. Ανάμεσα στον λαό και στο πολιτικό σύστημα (!)». Ήδη για μήνες πριν από «τα Τέμπη» τα μηνύματα ερχόντουσαν απανωτά ότι ασκούνται πιέσεις προκειμένου να επιβληθούν ευρύτερης στήριξης κυβερνητικές λύσεις ικανές να αντέξουν το πολιτικό βάρος τέτοιων δύσκολων αποφάσεων. Ο χορός των σκανδάλων, οι ομηρίες προς πολλαπλές κατευθύνσεις (ανάμεσά τους και η περίπτωση του Α΄ ΓΓΕΘΑ (!)) που εξασφαλίζουν οι υποκλοπές, είναι μέρος ενός πλέγματος χειρισμών όπου διαπλέκονται πολλαπλές στοχεύσεις. Αμερικανικών και Ευρωγερμανικών κέντρων, «ελληνικών» ολιγαρχικών συμφερόντων, μιντιαρχών, μερίδων του πολιτικού κόσμου, του ισραηλινού παράγοντα κα. Τα «Τέμπη», με το τσαλάκωμα της κυβέρνησης (και απ’ ότι φαίνεται σε κάποιο βαθμό και του ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον) κάνουν πιθανότερο να προκύψουν μετεκλογικά τοπία (μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών) με τα δύο κόμματα να συγκεντρώνουν γύρω στο 55% και αυτό ανοίγει ορέξεις, τροποποιεί σχεδιασμούς και προτιμήσεις των κέντρων ισχύος, και θα βαρύνει στις εξελίξεις, εντείνοντας τις πιέσεις για την προκαταβολική ενίσχυση της «πλαστικότητας» των κοινοβουλευτικών ομάδων ώστε να προκύψουν στη συνέχεια πιό απρόσκοπτα, σχήματα ευρύτερης μη μονοκομματικής στήριξης. Για την ώρα το δυστύχημα τροφοδοτεί απροσδιοριστία, αστάθεια, και «νευρικές κινήσεις» όλων των πλευρών. Φέρνει τον Μητσοτάκη αντιμέτωπο με το δίλημμα να κάνει εκλογές γρήγορα (τον Μάιο) ή να τις μεταθέσει όσο μακρύτερα (τον Ιούλιο, με δεύτερο γύρο τον Σεπτέμβριο!) ποντάροντας στο να παρουσιάσει τον σιδηρόδρομο πασαλειμένο πρόχειρα με «μπογιά εκσυγχρονισμού» αλλά και ρισκάροντας την εμφάνιση ενός σωρευτικού ρεύματος κατακραυγής που θα τον οδηγούσε σε εκλογική κατάρρευση.
Το «σύστημα Μητσοτάκη» οι χειρισμοί του και τα όριά του
Εξ αρχής, από το 2019, επικεντρώθηκε στην επιθετική και βίαιη προώθηση αντικοινωνικών αναδιαρθρώσεων στη βάση των όσων προβλέπει το μνημονιακό «συμβόλαιο» (ενέργεια, real estate, η διαβόητη ψηφιοποίηση του κράτους, το κομβικό θέμα των βαθειά αποδιαρθρωτικών κινήσεων στην παιδεία που πρέπει να συνειδητοποιηθεί ο κομβικός του χαρακτήρας). Βασίστηκε στην αντιπολιτευτική δομική χρεοκοπία και την υφέρπουσα κρίση ρόλου του ΣΥΡΙΖΑ που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Καθόλου τυχαία μετά τα «Τέμπη» επιχειρεί (ανάμεσα σε πολλά άλλα αντιφατικά και τυχάρπαστα προκειμένου να αποσβέσει το πολιτικό κόστος) μια επιθετική «φυγή προς τα εμπρός». Ιδιωτικοποίηση νερού (!) και άλλες αναδιαρθρώσεις, αλλά και κυρίως μια προσπάθεια να εμφανιστεί σαν αποφασισμένος να συγκρουστεί τάχα με την «παλιά Ελλάδα» και τις «παθογένειές» της (που έτσι όπως αποκόπτονται από τις αιτίες τους παίρνουν μια μεταφυσική διάσταση). Το πρόσχημα αυτής της σύγκρουσης με το «παλιό» θα επισείει απέναντι σε κάθε κοινωνική αντίδραση στα όσα προωθεί. Επιχειρώντας να ταυτίσει την κοινωνία με τις «παθογένειες» και να εμπεδώσει τη συλλογική συνενοχή απέναντι στη μη λογοδοσία, και την αντικοινωνική ασυνειδησία. Σύμμαχο ως προς αυτό έχει την συνολική σύμπραξη και τον καταμερισμό εργασίας των άλλων παικτών και ρόλων εντός του όλου συστήματος εξουσίας. Με κεντρικό μοτίβο την διαρκή αναπαραγωγή «μέχρι τελικής πτώσεως» μιας λογικής συμψηφισμού και μιας διάχυσης της σήψης προς τα κάτω (μέχρι τη βάση της κοινωνίας). Βεβαίως η κατάσταση είναι αμφίρροπη. Το κύρος αυτού του αμερικανικής προτεσταντικής κοπής ψευδοηθικιστικού κηρύγματος του Μητοστάκειου περιβάλλοντος εξευτελίζεται απότομα στην επαφή του με τους πραγματικούς όρους της γενικευμένης λαμογιάς και αρπαχτής που χαρακτηρίζει τις εγχώριες παρέες του που νέμονται την αντιπροσώπευση που παρέχουν σε ξένα οικονομικά και γεωπολιτικά ληστρικά συμφέροντα (πολύ επικίνδυνα βραχυπρόθεσμων σχεδιασμών, μάλιστα). Επιπλέον, ακριβώς αυτή η λογική βραχυπρόθεσμης λογικής (των πάσης φύσεως «επενδύσεων») κλονίζει ανεπανόρθωτα τη συνοχή της χώρας και υπονομεύει την ίδια την υπόστασή της. Τα «Τέμπη» είναι ακριβώς η αποκάλυψη αυτής της εικόνας και είναι και γι’ αυτό που κλονίζουν το πολιτικό σκηνικό. Δίνονται ήδη μηνύματα ότι θα υπάρξουν πιέσεις για τον ξένο «εγγυημένο» έλεγχο νευραλγικών γεωπολιτικά και εμπορικά υποδομών και δρόμων. Από την άλλη ας μην παραβλέπουμε τη φθοροποιό επίδραση στο φρόνημα της κοινωνίας που έχει η με μεγάλο ιστορικό βάθος κακοποιητική κοινωνική ρύθμιση που έχει επιβάλει το καθεστώς εξάρτησης και μεταπρατισμού που κυριαρχεί στη χώρα μας και ειδικότερα η τωρινή του εκδοχή 2.0 ως ειδικό καθεστώς των μνημονίων.
Η τοποθέτησή μας πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξεφεύγει από μια θανάσιμη αιώρηση που κυριαρχεί. Ανάμεσα στην «εργατοπατερική» ανοχή ή και την υπεράσπιση των αντικοινωνικών συμπεριφορών (την φθαρμένη κοινωνική συνείδηση που αναπαράγεται διαρκώς), και στο κατοπτρικό της συμπλήρωμα του τύπου «φταίει πάντοτε ο τελευταίος τροχός της αμάξης» προκειμένου να αποκρυβούν οι δομικές αιτίες και να στερεώνονται οι πάσης φύσεως αντικοινωνικές επιθέσεις ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία (βλ. την συνεχώς επανερχόμενη όρεξη για απολύσεις υπό το πρόσχημα της «αξιολόγησης»). Είναι και απ’ αυτή την άποψη που τα «Τέμπη» κάνουν φανερό ότι απαιτείται ένα σπάσιμο αυτού του κατά κυριολεξία «φαύλου κύκλου». Επί της ουσίας, μια εκτόνωση της αγωνιστικότητας ποδηγετημένης σε «συνδικαλιστικά» πλαίσια (είτε αμιγώς τέτοια, είτε κοινοβουλευτικού «συνδικαλισμού») παρατείνει το μπλοκάρισμα και υπονομεύει – αποκλιμακώνει τις αντιστάσεις. Είναι αναγκαία η ενίσχυση της απαίτησης μιας μεγάλης πολιτικής ανασυντακτικής διαδικασίας της ελληνικής κοινωνίας. Επαρκούς βάθους προκειμένου να μπορεί να γίνει στα σοβαρά (και με κύρος) λόγος για κοινωνικές αξιολογήσεις και τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς. Με άλλες κλίμακες αξιών και προτεραιοτήτων.