(από το γνωστό Λιλιπουπολίτικο τραγούδι)

Της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

«Τι θα ήταν η Ρωσία χωρίς το Ερμιτάζ και το Παρίσι δίχως το Λούβρο;» αναρωτιέται ο 64χρονος Αλεξάντρ Σοκούροφ, στην ταινία Η Κιβωτός των Ανθρώπων (Francofonia), στρέφοντας το φακό του στο Λούβρο, δεκατέσσερα χρόνια μετά την εκπληκτική κινηματογράφηση του Ερμιτάζ, μέσα σε ένα και μοναδικό μονοπλάνο, στη Ρώσικη Κιβωτό/2002.

Απ’ τους πιο σημαντικούς Ρώσους σκηνοθέτες, ο Σοκούροφ, εκτός από τις εικαστικά επιμελημένες μυθοπλαστικές ταινίες του, έχει ασχοληθεί εξίσου και με το ντοκιμαντέρ. Στο τελευταίο του πόνημα δημιουργεί ένα κινηματογραφικό δοκίμιο για την ιστορία του Λούβρου, ως κτίριο και ως μουσείο, αλλά και για την πολιτισμική διάσταση της τέχνης εν καιρώ πολέμου, συνθέτοντας ένα εκπληκτικό μωσαϊκό γνώσεων, μέσα από ένα πολύ επεξεργασμένο μοντάζ, που μπλέκει ιστορικό παρελθόν και παρόν. Με εντυπωσιακές φωτογραφίες και άλλα σημαντικά ντοκουμέντα, ο Σοκούροφ επικεντρώνεται στην εποχή όπου το Λούβρο βρισκόταν στα χέρια των Γερμανών επί ναζιστικής κατοχής. Ξετρυπώνει απίθανα φιλμάκια, από σπάνιες λήψεις παράτολμων Γάλλων που περιδιάβαιναν με ποδήλατο και καμουφλαρισμένη κάμερα το κέντρο του Παρισιού, κατά τις πρώτες ώρες της γερμανικής εισβολής, αλλά και εικόνες του Χίτλερ στη λεωφόρο των Ηλύσιων Πεδίων, με φόντο την Αψίδα του Θριάμβου, να αγναντεύει τις νέες του κατακτήσεις. Ζωντανεύοντας με δραματοποιημένες σκηνές τις συναντήσεις του τότε διευθυντή του Λούβρου Ζακ Ζογιάρ και του κόμη Φραντς Βολφ Μέττερνιχ, υπεύθυνου προστασίας των έργων τέχνης στις χώρες κατοχής, ο Σοκούροφ ξετυλίγει την ιστορία δύο αφανών ηρώων που οργάνωσαν τη μυστική επιχείρηση διάσωσης των θησαυρών του Λούβρου, με τη μεταφορά τους στα κάστρα του Λίγηρα.

Με την πεποίθηση πως τα μουσεία δεν αποτελούν νεκρούς ναούς της τέχνης, αλλά ζωντανές κοιτίδες πολιτισμού, ο Σοκούροφ μελετάει προσεκτικά το φαινόμενο «Λούβρο». Αρχιτεκτονικά σχέδια και σκίτσα, μαζί με εικόνες του μουσείου ιδωμένου μέσα από διάφορους πίνακες, μαρτυρούν τις επεμβάσεις στο πέρασμα του χρόνου, συμπληρώνοντας μια πλήρη εννοιολογικά διάσταση του μουσείου ως κτίριο με ιστορία, μέσα σε μια ζωντανή πόλη, ως σημείο στο χώρο και στην ιστορία της χώρας, αντικρούοντας με σθένος την άποψη ότι «Τα μουσεία αδιαφορούν με ό,τι συμβαίνει γύρω τους».

Αμυντικό φρούριο αρχικά, που από ανάκτορο έγινε μουσείο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το Λούβρο στην ταινία του Σοκούροφ στοιχειώνεται τόσο απ’ το φάντασμα της Μαριάν, σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ψιθυρίζει «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», όσο και απ’ την καρικατούρα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μπροστά στον νεοκλασικιστικό πίνακα του Ζακ-Λουί Νταβίντ Η Στέψη του Ναπολέοντα (1807), σατιρίζοντας το υπερεγώ του μεγάλου στρατηλάτη, που πολλαπλασίασε τα εκθέματα του Λούβρου, κατά τις περίφημες Ναπολεόντειες εκστρατείες, κουβαλώντας αναρίθμητες αρχαιότητες από την Ιταλία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Αυτά τα χιουμοριστικά στιγμιότυπα αλληγοριών, που τα ενσαρκώνουν ηθοποιοί, ελαφραίνουν την πυκνή αφήγηση, ενώ παρουσιάζουν και μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Λούβρου, ανάμεσά τους και το δραματουργικό πυραμιδικό σύμπλεγμα του πίνακα Η Σχεδία της Μέδουσας (1819) του δυναμικού ζωγράφου του ρομαντισμού Τεοντόρ Ζερικώ, πλάι στις αιγυπτιακές σαρκοφάγους και την Τζοκόντα του Ντα Βίντσι. Σχολιάζοντας με απορία μια ξαφνική οχλαγωγία, ο σκηνοθέτης μας οδηγεί στην εντυπωσιακή θέαση της Νίκης της Σαμοθράκης, που μεταφέρεται εκείνη τη στιγμή προκαλώντας θόρυβο, ανάλογο με το μέγεθος του δέους, μπρος στο εκπάγλου ομορφιάς θρυλικό άγαλμα, κόσμημα του μουσείου.

Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του σκηνοθέτη, σε εκτός κάδρου αφήγηση, συμπληρώνονται με τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις του γύρω από την προσωπογραφία στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Στα πορτρέτα αριστοκρατών και βασιλιάδων, από τους Γάλλους ζωγράφους της Αναγέννησης, αντιπαραθέτει κοντινά πλάνα σε πρόσωπα, από γαλλικές ταινίες του ’30.

Άλλο σεναριακό εύρημα είναι η παρουσία του ίδιου του σκηνοθέτη στο γραφείο του, σε μια υποθετική συνομιλία μέσω σκάιπ, με έναν καπετάνιο που κουβαλάει κοντέινερ με μουσειακά εκθέματα, καταμεσής του φουρτουνιασμένου ωκεανού, προκαλώντας μια τρομακτική αγωνία για την τύχη της πολιτιστικής κληρονομιάς, με τον Σοκούροφ να επισημαίνει πως «Οι δυνάμεις της θάλασσας και της ιστορίας δεν έχουν τέλος».

Σε άλλη στιγμή αναφωνεί «Έτσι ξεκίνησε ο 20ός αιώνας, όταν οι πατέρες κοιμήθηκαν», με φόντο τη νεκρική φωτογραφία του Τολστόι, καλώντας τον σε διάφορες στιγμές να «ξυπνήσει», υπονοώντας την επιτακτική ανάγκη της σοφίας κορυφαίων συγγραφέων.

Σε πλάνα από ψηλά, σαν από αερόστατο, η κάμερα ορθώνεται πάνω από τις σκεπές και τα παριζιάνικα σοκάκια, για να καταλήξει στις ταράτσες του Λούβρου, στην καρδιά του Παρισιού, καταγράφοντας σε μια συνεχόμενη κυκλική λήψη την πανοραμική θέα.

Η ιστορία του Λούβρου, στα χέρια ενός σπουδαίου δημιουργού που αξιοποιεί στο έπακρο αρχειακό υλικό με αναπαραστατικές προσμίξεις και ιστορικές αφηγήσεις, μέσα απ’ το οπτικοακουστικό μέσο του σινεμά, γίνεται μέρος της ευρύτερης Ιστορίας της Γαλλίας, σε ένα πολυεπίπεδο ντοκιμαντέρ.

 

Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου

 [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!